Δημόπουλος: Διαθεσιμότητα 30% σε ΜΕΘ και 500 κρούσματα ημερησίως για την άρση μέτρων
Δύσκολα να υπάρξει σταδιακή άρση του lockdown ή επαναλειτουργία των σχολείων μέσα στο επόμενο δεκαήμερο εκτιμά ο πρύτανης του ΕΚΠΑ,
Δύσκολα να υπάρξει σταδιακή άρση του lockdown ή επαναλειτουργία των σχολείων μέσα στο επόμενο δεκαήμερο εκτιμά ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, Αθανάσιος Δημόπουλος, μιλώντας στο CNN Greece. ‘Οπως σημειώνει, μία τέτοια απόφαση είναι πολυπαραγοντική με καθοριστικούς παραμέτρους το ιικό φορτίο, τη διασπορά του νέου κορωνοϊού, καθώς και τον αριθμό των νοσηλευόμενων σε νοσοκομεία και φυσικά ΜΕΘ.
«Υπάρχει ανάσχεση της εκθετικής αύξησης των κρουσμάτων που είχαμε δει τέλος Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου, ως αποτέλεσμα των μέτρων που ακολουθούμε τώρα. Προφανώς τα μέτρα περιορισμού δεν έχουν σχέση με τα εκείνα της άνοιξης, επομένως είναι λογικό να περιμένουμε λιγότερα αποτελέσματα», εξηγεί.
Όπως τονίζει, αυτό που είναι πολύ σημαντικό –εκτός του αριθμού των κρουσμάτων- είναι ο αριθμός των ανθρώπων που χρειάζονται νοσηλεία σε μονάδες Covid «γιατί ξέρουμε ότι ένα ποσοστό των ατόμων αυτών θα χρειαστεί να νοσηλευτούν σε ΜΕΘ και δυστυχώς κάποιοι από αυτούς θα έχουν μοιραία έκβαση».
«Επομένως, η προσπάθεια που καταβάλλεται είναι να μην ασκηθεί παραπάνω πίεση στα νοσοκομεία. Ήδη βλέπουμε περιοχές της Ελλάδας όπου η πίεση είναι σε πολύ οριακό σημείο ιδιαίτερα σε νοσοκομεία περιφερειακά της βόρειας Ελλάδας και σ’ έναν βαθμό στη Θεσσαλονίκη. Τα νοσοκομεία της Αττικής είναι σε καλύτερη κατάσταση και γίνεται ένας αγώνας δρόμου ώστε να έχουμε πιο σαφή ημερομηνία για την αύξηση του εμβολίου και την έναρξη των εμβολιασμών».
Ως «μαξιλάρι» ασφαλείας για τη σταδιακή επιστροφή στην καθημερινότητα, ο κ. Δημόπουλος θέτει τον αριθμό των 500 ημερήσιων κρουσμάτων σε συνάρτηση πάντα με τον αριθμό των τεστ κορωνοϊού που διεξάγονται, υπό τον όρο της στοιχειωδούς αποσυμπίεσης του συστήματος υγείας.
«Ιδανικά θα θέλαμε ο αριθμός των κρουσμάτων κάθε μέρα να είναι γύρω στα 500 ή και λιγότερα, σε συνδυασμό με ενδεικτική διαθεσιμότητα της τάξης του 30% των κλινών ΜΕΘ, προκειμένου να μπορούν να εξυπηρετούνται και ασθενείς που δεν πάσχουν από κορωνοϊό αλλά χρειάζονται νοσηλεία εντατικής θεραπείας».
Μάλιστα παραθέτει ως παράδειγμα το Ισραήλ, καθώς πρόκειται για «κράτος με ανάλογο πληθυσμό με εμάς -ίσως λιγότερο- και άρχισε την άρση μέτρων όταν τα κρούσματα έπεσαν κάτω από 500 την ημέρα».
«Αυτό βέβαια εξαρτάται και από τον αριθμό των τεστ που γίνονται ημερησίως, δηλαδή των δείκτη θετικότητας», υπογραμμίζει.
«Ο καλύτερος τρόπος να υπάρχει εικόνα της διασποράς είναι να εξετάζεται ένα τυχαιοποιημένο δείγμα, ένας συγκεκριμένος αριθμός ατόμων με μία τυχαία κατανομή η οποία να αντανακλά μία περιφέρεια, μία πόλη ή δομή και εκεί να πραγματοποιούνται επαναλαμβανόμενα τεστ», διευκρινίζει.
«Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να έχουμε μία εικόνα του δείκτη θετικότητας. Στους ελέγχους έξω από ένα νοσοκομείο υπάρχει μία επιλογή ατόμων που είναι σε αυξημένο κίνδυνο, ή που θεωρούν ότι είναι πιο πιθανό να έχουν μολυνθεί και εξετάζονται», συμπληρώνει.
Τον Ιανουάριο η πρώτη διάθεση του εμβολίου στην Ελλάδα
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις για το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού, μετά και την έγκριση των Αρχών της Βρετανίας του εμβολίου των Pfizer και BioNTech, ο καθηγητής Αιματολογίας-Ογκολογίας εκτιμά πως εντός Ιανουαρίου ενδεχομένως να ξεκινήσει στην Ελλάδα το πρώτο στάδιο εμβολιασμών.
«Τα δεδομένα που υπάρχουν για την ώρα στο θέμα των εμβολίων είναι αφαιρετικά. Για δύο τουλάχιστον εμβόλια για τα οποία έχουμε πιο πλήρη στοιχεία, δίνουν μια μεγάλη αποτελεσματικότητα. Υπάρχει παράλληλα η δυνατότητα για μαζική παραγωγή τους και ήδη ξεκινούν οι διαδικασίες για να εξασφαλιστούν οι συνθήκες μεταφοράς και συντήρησης των εμβολίων. Πιστεύω πως μέσα στον Ιανουάριο θα δοθεί η δυνατότητα και στην Ελλάδα να αρχίσει το πρόγραμμα εμβολισμών. Γνωρίζουμε ότι θα έχουμε μια τμηματική διάθεση των εμβολίων, δεν πρόκειται να έρθει η απαραίτητη ποσότητα σε ένα μήνα», δηλώνει χαρακτηριστικά.
«Με τα δεδομένα που έχουμε από άλλες πανδημίες και επιδημίες και σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότητα περίπου του 90% – εάν η αποτελεσματικότητα επιβεβαιωθεί και σε μια πιο μακροπρόθεσμη παρακολούθηση, ο εμβολιασμός του πληθυσμού σε ένα ποσοστό 60–70% μπορεί να δώσει την προοπτική ελέγχου της πανδημίας», καταλήγει ο Αθανάσιος Δημόπουλος.