Η “ενότητα” δεν είναι το μόνο που χρειάζεται η Αμερική αυτή τη στιγμή
Xωρίς πράξεις, όλες οι προσπάθειές θα είναι μάταιες.
Η πρόθεση για ενότητα και αλληλεγγύη που έδειξε ο πρόεδρος της Αμερικής, Τζο Μπάιντεν, είναι σίγουρα ελπιδοφόρα. Aλλά χωρίς πράξεις, οι προσπάθειές του θα είναι μάταιες.
Την παραμονή των προεδρικών εγκαινίων, ο εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν στάθηκε δίπλα στο Μνημείο του Λίνκολν, για να τιμήσει τους 400.000 άτομα που πέθαναν από κορονοϊό στην Αμερική. Στις σύντομες δηλώσεις του είπε ότι: «Για να θεραπευτούμε, θα πρέπει πάντα να τους θυμόμαστε. Είναι δύσκολο μερικές φορές, όμως είναι σημαντικό να το κάνουμε αυτό ως έθνος.»
Με τα λόγια αυτά έθεσε ο Μπάιντεν τον τόνο της ειρηνικής μεταβίβασης της εξουσίας της επόμενης μέρας. Μία μεταβίβαση που πριν από 2 εβδομάδες είχε προκαλέσει τη βίαιη απόπειρα πραξικοπήματος στο Καπιτώλιο, η οποία και προκάλεσε τον θάνατο πέντε ανθρώπων.
Οι απειλές για το μέλλον της Αμερικής είναι πολλαπλές: Η πανδημία, ο κίνδυνος οικονομικής κατάρρευσης, οι εξεγερμένοι λευκοί υποστηρικτές του εξτρεμισμού και οι αντιδημοκρατικές δυνάμεις καθώς και οι αμέτρητες φυλετικές ανισότητες. Όμως, βλέποντας τα εγκαίνια, στα οποία ο πρόεδρος Μπάιντεν και η αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις έδωσαν όρκο προς το έθνος για πίστη στο Σύνταγμα, δημιουργήθηκε ένα κλίμα ελπίδας για επανόρθωση.
Η ορκωμοσία της Τετάρτης ήταν μία προσωρινή αλλά σίγουρα απαραίτητη ανακούφιση για τις πληγές που δημιουργήθηκαν από μία καταστροφική προεδρία του Τραμπ. Στην ομιλία του, ο Μπάιντεν, τόνισε την ανθεκτικότητα της δημοκρατικής τάξης: «Για να ξεπεράσουμε τις προκλήσεις θα χρειαστούν πολλά περισσότερα για την αποκατάσταση της ψυχικής μας υγείας και τη διασφάλιση του μέλλοντος της Αμερικής», είπε. «Απαιτείται το πιο σημαντικό που υπάρχει σε μία δημοκρατία: ενότητα.»
Πολλά έχουν γίνει σχετικά με την έννοια της ενότητας τον τελευταίο χρόνο. Μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου, πολλοί Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες έκαναν οι ίδιοι κάλεσμα για ενότητα. Ένα θέμα που αποτέλεσε τον βασικό πυλώνα της εκστρατείας Μπάιντεν-Χάρις, οι οποίοι παρακίνησαν το έθνος να αγωνιστεί για ένα νέο μέλλον. Η ενότητα, για μερικούς, είναι καθαρά ένα συναίσθημα, μία γρήγορη και απλή θεραπεία. Ωστόσο, για άλλους, η ενότητα απαιτεί σκληρή δουλειά και υπευθυνότητα, ρισκάροντας αρκετές φορές πολλά.
Ο Μπάιντεν αναγνώρισε ότι υπάρχει δυσκολία για την επίτευξη ενότητας μέσα σε ένα έθνος το οποίο δεν έχει ξανά υπάρξει πιο διαιρεμένο από τον Εμφύλιο πόλεμο. «Ξέρω ότι το να μιλάμε για ενότητα αυτές τις μέρες, μπορεί να μοιάζει για κάποιους μία ανόητη φαντασία», είπε. «Ξέρω ότι οι δυνάμεις που μας χωρίζουν είναι βαθιές. Αλλά ξέρω επίσης ότι δεν είναι καινούργιες. Η ιστορία μας χαρακτηρίζεται από έναν συνεχή αγώνα μεταξύ του Αμερικανικού ιδεώδους και της σκληρής άσχημης πραγματικότητας που ο ρατσισμός, ο νατιτισμός και ο φόβος έχουν επικρατήσει. Η μάχη είναι αιώνια και η νίκη δεν είναι ποτέ εξασφαλισμένη.»
Ο Μπάιντεν ονόμασε την λευκή υπεροχή με το όνομά της και απέρριψε την ευφημιστική γλώσσα που αποκρύπτει το νόημα των πραγμάτων. Για να επιτευχθεί η ενότητα απαιτούνται ταχεία και αποφασιστικά βήματα από τους νομοθέτες για να διορθώσουν τα λάθη και να πάρουν τις σωστές αποφάσεις.
Ο Φρέντερικ Ντάγκλας φαντάστηκε μια Αμερική που θα ενσωμάτωνε 4 εκατομμύρια Αφροαμερικανούς στο πολιτικό σώμα και τόνισε ότι η αλληλεγγύη δεν σημαίνει τίποτα αν δεν συνοδεύεται και από δράση. Αυτές οι αρχές ενσωματώθηκαν στη 13η, 14η και 15η τροπολογία που εισήχθη μετά τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά ακόμα και τότε χρειάζονταν ακόμα πιο ισχυρή εφαρμογή και υποστήριξη από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Η χαλαρή προσέγγιση του Προέδρου Andrew Johnson για την επιβολή αυτών των διατάξεων αλληλεγγύης οδήγησε στον επαναχαρακτηρισμό των αρχών της σκλαβοκρατίας και στη συνεχιζόμενη αποδέσμευση των Μαύρων Αμερικανών. Είναι ένα παράδειγμα του τι συμβαίνει όταν οι εκκλήσεις για ενότητα δεν συνοδεύονται από πράξεις: μια επιστροφή στο status quo.
Με την εναρκτήρια ομιλία του, ο Μπάιντεν αναγνώρισε «Ότι υπάρχει έργο μπροστά μας» και προσπάθησε να χαρτογραφήσει μια πορεία προς τα εμπρός, που θα παρέχει χώρο για αστικές διαφωνίες και όχι για «πόλεμο».
Με πληροφορίες: www.theatlantic.com