Επί-σκεψη στο σταθμό του μετρό της Βενιζέλου
Η ανάρτηση της καθηγήτριας Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και ευρωβουλευτή, Χρυσούλας Σαατσόγλου-Παλιαδέλη.
«Είχα επισκεφτεί το σταθμό της Αγίας Σοφίας, πριν αποκολληθεί κομμάτι της πλακόστρωτης μνημειακής Μέσης Οδού (ή Λεωφόρου), της σημερινής Εγνατίας, με τις βάσεις από τους μαρμάρινους κίονες να ορίζουν σκεπαστές στοές, κάπως ανάλογα με την εικόνα της σημερινής Αριστοτέλους», αναφέρει σε ανάρτηση της στο Facebook η καθηγήτρια Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ και ευρωβουλευτής, Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη.
Αναλυτικά η ανάρτηση της:
Στο εργοτάξιο του σταθμού στη Βενιζέλου προχθές, έχοντας την επαγγελματική εμπειρία αποκατέστησα στο μυαλό μου μέρος από την αρχική εικόνα του μνημειακού τετράπυλου στο σταυροδρόμι των λιθόστρωτων προγόνων της Εγνατίας και Βενιζέλου, έξι περίπου μέτρα χαμηλότερα. Ήταν εύκολο να το φανταστώ γεμάτο ζωή και κίνηση, όπως και σήμερα, πολύβουο και πολύγλωσσο, όπως και σήμερα, στην εμπορική καρδιά, όπως και σήμερα, της τότε συμβασιλεύουσας, σημερινής συμπρωτεύουσας Θεσσαλονίκης.
Η μεγάλη οδός με τις αρχικές ασβεστολιθικές πλάκες του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα, επισκευασμένη αργότερα με λίθινες από το Χορτιάτη, εκτείνεται προς τα ανατολικά και τα δυτικά κάτω από την Εγνατία. Ο σκεπαστός λίθινος αγωγός στη μια πλευρά της δεχόταν κάποτε σοφά τα απόνερα της βυζαντινής πόλης και τα εντοιχισμένα στους πλίνθινους τοίχους μαρμάρινα κομμάτια είναι ορατά σημάδια της συνέχειας, μετά την καταστροφή της πόλης από τον μεγάλο σεισμό του 7ου αιώνα.
Περπατήσαμε προσεκτικά στην άκρη μιας πλακόστρωτης πλατείας όπου διατηρούνται ακόμη, χαραγμένες στο πλακόστρωτο, δύο τρίλιζες, σημάδια ζωντανά από στιγμές ανθρώπινης ανεμελιάς, σε περιόδους ειρήνης κι ευημερίας.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά της ξύλινης κατασκευής που οδηγούσε στην έξοδο, μια τελευταία υπόγεια ματιά προς τα ανατολικά: ο μνημειακός δρόμος διατρυπά τα χώματα και η φαντασία μας τον αναπλάθει μέχρι την Αριστοτέλους, στο ύψος της ρωμαϊκής αγοράς, κι από κει στην Αγία Σοφία, όπου υπήρχε και τον αποκόλλησαν. Στο μεγάλο σταυροδρόμι με τη Δημητρίου Γούναρη, ένα άλλο μνημειακότερο σταυροδρόμι, η Καμάρα, ένωνε κάποτε τη Ροτόντα με το ανάκτορο, ενώ πενήντα μέτρα ανατολικότερα, στο Σιντριβάνι, ο δρόμος κατέληγε στα τείχη κι οδηγούσε μέσα από μια πύλη στην Κασσάνδρεια και τη Χαλκιδική.
Έξω από το εργοτάξιο, το Αλκαζάρ και το Μπεζεστένι μας μετέφεραν στην οθωμανική πραγματικότητα. Οι γύρω οικοδομές μας προσγείωσαν στις δεκαετίες πριν και μετά τον πόλεμο. Και μας γείωσαν στην αντιπαροχή της δεκαετίας του ’60 και τα κρεμάμενα κλιματιστικά του σήμερα.
Αποκλεισμένος από τις λαμαρίνες που εμποδίζουν τη θέαση σε όσα συμβαίνουν χαμηλότερα, ο παροδίτης και ο εποχούμενος δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία όσων αποκαλύπτονται χαμηλότερα. Όχι μόνον την ιστορική, αλλά κυρίως την παρηγορητική.
Όποιος έχει την τύχη να επισκεφτεί τα αρχαία κάτω από την άσφαλτο, να δει τους ύψους έως 2 μ. σωζόμενους τοίχους βυζαντινών οικοδομημάτων και να περπατήσει τις λίθινες πλάκες του μνημειακού δρόμου, ξαναερωτεύεται την πόλη του. Ίσως και να την σέβεται περισσότερο, αναλογιζόμενος την ηλικία και το παρελθόν της.
Όμως η εικόνα που μας αποκαλύφθηκε δεν πρέπει να χαθεί ούτε να αλλοιωθεί. Είναι απαραίτητη για την αυτογνωσία μας, όχι μόνον για τον τουρισμό. Όχι επειδή μας δένει με το παρελθόν μας, αλλά κυρίως επειδή μπορεί να επηρεάσει το παρόν και το μέλλον μας. Να μας φέρει αντιμέτωπους με τις ευθύνες μας και να επηρεάσει τον πολιτισμό της αγχωτικής μας καθημερινότητας.
Είναι σαφές, για μένα τουλάχιστον, ότι όσα αποκαλύπτονται κάτω από την άσφαλτο στο σταυροδρόμι Εγνατίας με Βενιζέλου δεν μπορούν να μεταφερθούν. Πρέπει να βρεθεί τρόπος να διατηρηθούν επισκέψιμα ως ενιαίο σύνολο και να αξιοποιηθούν ως εργαλείο για τη αποκατάσταση της σχέσης του σύγχρονου δημότη με την πόλη και τους συμπολίτες του. Είναι υποχρέωση των ειδικών να επιλέξουν λύση. Όχι με πολυχασμένες πολυάνθρωπες επιτροπές που θα ροκανίσουν τον πολύτιμο χρόνο, αλλά με μιαν αντιπροσωπευτική και ευέλικτη ομάδα που θα συζητήσει επί του πρακτέου με την Αττικό Μετρό το νωρίτερο δυνατό.