Έρευνα της ΚΑΠΑ Research: Ένα στους τέσσερις Έλληνες δεν τηρεί τα μέτρα πρόληψης κατά του κοροναϊού
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η απαισιοδοξία των πολιτών αυξάνεται
Σημαντικά είναι τα βασικά συμπεράσματα στα οποία καταλήγει έρευνα που διεξήγαγε η ΚΑΠΑ Research τον Σεπτέμβριο για την κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορονοϊού στην ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η απαισιοδοξία των πολιτών αυξάνεται ενώ φαίνεται να προβληματίζει περισσότερο ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας, παρά ο ίδιος ο ιός.
Ειδικότερα:
- Ένας στους τέσσερις πολίτες δηλώνει πως δεν τηρεί τα μέτρα πρόληψης κατά του κορονοϊού όπως αυτά ανακοινώνονται από τις Αρχές. Πιο συγκεκριμένα, το 24% αναφέρει ότι δεν συνηθίζει να φοράει μάσκα και το 25% ότι δεν τηρεί τις απαραίτητες αποστάσεις που επιτάσσει το social distancing.
- Σε αυτό το κλίμα, καταγράφεται σαφής πτώση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους συμπολίτες τους για την ορθή τήρηση των μέτρων αποτροπής μετάδοσης του ιού (από το πλειοψηφικό 58% του περασμένου Απριλίου στο 39% σήμερα, με πλειοψηφική την έλλειψη εμπιστοσύνης από το 53%).
- Όσον αφορά στις στάσεις απέναντι στο πολυαναμενόμενο εμβόλιο, η ελληνική κοινωνία τριχοτομείται: ένα 38% προτίθεται να εμβολιαστεί όταν το εμβόλιο διατεθεί, ένα 25% παραμένει επιφυλακτικό δηλώνοντας ότι θα εμβολιαστεί αφού πρώτα βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχουν παρενέργειες και, τέλος, ένα διόλου αμελητέο 35% αρνείται να μπει στη διαδικασία.
- Συνολικά, η απαισιοδοξία για την εξέλιξη της επιδημίας στη χώρα ενισχύεται σημαντικά (στο 56% από το 43% του Ιουνίου), ενώ μόλις 17% θεωρούν ότι η Ελλάδα έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο.
- Ωστόσο, ο φόβος μιας νέας οικονομικής καταστροφής και των επιπτώσεών της στην εργασία και το εισόδημα είναι μεγαλύτερος από τον φόβο προσβολής από την COVID-19. Το γεγονός αυτό εξηγεί και τη συνεχώς μειούμενη αίσθηση αναγκαιότητας των περιοριστικών μέτρων πρόληψης: το 98% του Μαρτίου που έβλεπε τα μέτρα ως αναγκαία, σήμερα καταγράφεται στο 54% με σταδιακή πτώση σε 4 διαδοχικές μετρήσεις.
- Η αποδοχή του τρόπου διαχείρισης της κρίσης του κορονοϊού από την κυβέρνηση παραμένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα (50% αποδοχή), με σαφή όμως υποχώρηση από τα πολύ υψηλά του περασμένου Μαρτίου-Απριλίου (91% και 76% αντίστοιχα). Παράλληλα, οι αποφάσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης (32 δισ. Ευρώ για την Ελλάδα) ενισχύουν σε πιο ανεκτά επίπεδα την αποδοχή της στάσης της Ε.Ε. απέναντι στην πανδημία (στο 36% από το χαμηλό 12% του Απριλίου).
Κάθε κρίση είναι μια κατάσταση απόκλισης από την κανονική ροή των πραγμάτων. Επειδή απειλεί τους ουσιώδεις στόχους ενός σχεδίου διακυβέρνησης, ο χρόνος για τη λήψη των αποφάσεων διαχείρισης οφείλει να είναι «ακαριαία» σύντομος. Όσο παρατείνεται η ανωμαλία της υγειονομικής κρίσης, η περιπτωσιολογία εκπλήσσει διαρκώς τους διαχειριστές, οι αλληλέγγυοι κοινωνικοί δεσμοί εμπιστοσύνης χαλαρώνουν, η κόπωση από τα συνεχώς ανακοινωθέντα μέτρα δημιουργεί αμφισβητήσεις και αμφισβητίες, η εμπιστοσύνη στις Αρχές κλυδωνίζεται.
Το κεντρικό αφήγημα της χώρας έχει στη βάση του ένα «μεθοδολογικό» λάθος: η κρίση COVID-19 παρουσιάζεται ως μια έκτακτη συνθήκη στην οποία όλοι οφείλουμε να συμμορφωθούμε έως την ανακάλυψη του εμβολίου και όχι ως μια κατάσταση διαρκείας σε έναν νέο κόσμο – ψηφιακό και μη μαζικό – στην οποία θα πρέπει να προσαρμοστούμε και να μάθουμε να ζούμε.
Πηγή: ‘Εθνος