Ερημιά και εγκατάλειψη στα Νοσοκομεία – Τι γίνεται (και) στην Ευρώπη
Οι ελλείψεις νοσηλευτικού προσωπικού στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες μεγάλες χώρες της Ευρώπης υποδεικνύουν ένα μεγάλο πρόβλημα
Για πολλά χρόνια, τα εθνικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης της Ευρώπης διαφημίζονται ως από τα καλύτερα στον κόσμο, κάτι που τα τελευταία χρόνια όμως, δείχνει να αλλάζει και να φθίνει με τις δεκάδες ελλείψεις ιατρικού προσωπικού στα νοσοκομεία όλων των χωρών.
Όμως, ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού της που γερνάει, οι αυξανόμενες μακροχρόνιες ασθένειες και η «εξάντληση» μετά την Covid των τριών τελευταίων χρόνων, συνδυάστηκαν αυτόν τον χειμώνα, για να δημιουργήσουν ένα πρόβλημα «τσουνάμι» υγειονομικής περίθαλψης που είναι πιθανό να επιδεινωθεί πριν καταφέρει να βελτιωθεί.
«Όλες οι χώρες της Ευρώπης αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα που σχετίζονται με το εργατικό δυναμικό υγείας και φροντίδας», ανέφερε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε έκθεση που παρουσιάστηκε μέσα στη χρονιά, προειδοποιώντας για δυνητικά τρομερές συνέπειες χωρίς επείγουσα κυβερνητική δράση.
Στη Γαλλία, υπάρχουν λιγότεροι γιατροί τώρα από αυτούς που υπήρχαν το 2012. Περισσότεροι από 6 εκατομμύρια άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων 600.000 με χρόνιες ασθένειες, δεν έχουν τακτικό γιατρό και το 30% του πληθυσμού δεν έχει επαρκή πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας.
Στη Γερμανία, 35.000 θέσεις στον τομέα της περίθαλψης ήταν κενές πέρυσι, 40% περισσότερες από ό, τι πριν από μια δεκαετία, ενώ μια έκθεση αυτό το καλοκαίρι που πέρασε, ανέφερε ότι έως το 2035 περισσότερες από το ένα τρίτο όλων των θέσεων εργασίας στον τομέα της υγείας θα μπορούσαν να είναι κενές. Αντιμετωπίζοντας τον πρωτοφανή υπερπληθυσμό των νοσοκομείων λόγω «σοβαρής έλλειψης νοσηλευτών» , ακόμη και η Φινλανδία θα χρειαστεί 200.000 νέους εργαζόμενους μέχρι το 2030.
Στην Ισπανία , το υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε τον Μάιο ότι περισσότεροι από 700.000 άνθρωποι περίμεναν για χειρουργική επέμβαση και 5.000 γιατροί και παιδίατροι πρώτης γραμμής στη Μαδρίτη απεργούν εδώ και σχεδόν ένα μήνα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την πολυετή υποχρηματοδότηση και υπερκόπωση που τους προκάλεσε η περίοδος της πανδημίας.
Οι προσπάθειες για την αντικατάσταση των συνταξιοδοτούμενων εργαζομένων ήταν ήδη «υπό βέλτιστες», ανέφερε η έκθεση του ΠΟΥ για την Ευρώπη, αλλά έπρεπε τώρα να επεκταθούν επειγόντως, για να «βελτιωθεί η διατήρηση και να αντιμετωπιστεί η αναμενόμενη αύξηση των νέων που εγκαταλείπουν το εργατικό δυναμικό λόγω εξουθένωσης, κακής υγείας και γενικής δυσαρέσκειας».
Στο ένα τρίτο των χωρών της περιοχής, τουλάχιστον το 40% των γιατρών ήταν ηλικίας 55 ετών και άνω, ανέφερε η έκθεση. Ακόμη και όταν οι νεότεροι ασκούμενοι έμεναν παρά το άγχος, τις πολλές ώρες και συχνά τις χαμηλές αμοιβές, η απροθυμία τους να εργαστούν σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές ή υποβαθμισμένες πόλεις είχε δημιουργήσει «ιατρικές ερήμους» που αποδεικνύονταν σχεδόν αδύνατο να γεμίσουν.
«Όλες αυτές οι απειλές αντιπροσωπεύουν μια ωρολογιακή βόμβα που μπορεί να οδηγήσει σε κακά αποτελέσματα υγείας, μεγάλους χρόνους αναμονής, πολλούς θανάτους που σε άλλη περίπτωση μπορούν να αποφευχθούν και ενδεχομένως ακόμη και σε κατάρρευση του συστήματος υγείας», προειδοποίησε ο Χανς Κλούγκε, περιφερειακός διευθυντής του ΠΟΥ για την Ευρώπη.
Ελλάδα
Οι ελλείψεις γιατρών στα νοσοκομεία και το μηδενικό σε πολλές περιπτώσεις ενδιαφέρον από τους νέους γιατρούς για κάλυψη κενών θέσεων βρίσκονται στο προσκήνιο. Η επιλογή τους προς το εξωτερικό ή τον ιδιωτικό τομέα είναι σίγουρα ένα σημαντικό παρακλάδι του προβλήματος.
Οι απολαβές των γιατρών στο ΕΣΥ συγκριτικά με χώρες του εξωτερικού αλλά και τον ιδιωτικό τομέα είναι ένας από τους βασικούς λόγους που οι νέοι γιατροί δεν επιθυμούν να εργαστούν στα ελληνικά νοσοκομεία. Γι’ αυτό σε πολλές περιπτώσεις προκηρύσσονται θέσεις αλλά καταλήγουν άγονες. Σύμφωνα με πληροφορίες από τους γιατρούς των νοσοκομείων, ένας επιμελητής Β’, που είναι και η χαμηλότερη βαθμίδα, λαμβάνει περί τα 1.400 ευρώ και οι εφημερίες κυμαίνονται από 400 έως 650 ευρώ τον μήνα. Ενας γιατρός σε θέση διευθυντή λαμβάνει περίπου 2.500 – 2.700 ευρώ μισθό μαζί με εφημερίες.
Από την άλλη, το ΕΣΥ ερημώνει. Έλλειψη προσωπικού, χώρων και υλικών, κι έλλειψη υπομονής από γιατρούς, νοσηλευτές και βέβαια τους ταλαιπωρημένους ασθενείς, που αναζητούν κρεβάτι στρωμένο πρόχειρα με μια κόλλα χαρτί, για να ακουμπήσουν πάνω του το σώμα τους και μαζί και τον πόνο ή την ανημποριά τους, διογκώνει ένα πρόβλημα που μπορεί να είναι πανευρωπαϊκό, έχει όμως τη δική του βαρύτητα στη χώρα μας.
Πριν λίγες μέρες, υπερψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής με 156 ψήφους – αποκλειστικά εκείνες των βουλευτών της Ν.Δ. – το πολυσυζητημένο νομοσχέδιο ΕΣΥ του υπουργείου Υγείας «Δευτεροβάθμια περίθαλψη, ιατρική εκπαίδευση, μισθολογικές ρυθμίσεις για τους ιατρούς και οδοντιάτρους του Εθνικού Συστήματος Υγείας», με 141 βουλευτές της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης να ψηφίζουν «κατά». Με τις ίδιες ακριβώς ψήφους υπερψηφίστηκαν ονομαστικά και τα άρθρα 7, 10 και 56 του νομοσχεδίου, ενώ ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων εντός και εκτός νοσηλευτικού προσωπικού.
Ο νέος νόμος δίνει μεταξύ άλλων τη δυνατότητα σε γιατρούς του ΕΣΥ να εργάζονται παράλληλα και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, και στους ιδιώτες γιατρούς να εργάζονται με μερική απασχόληση στα δημόσια νοσοκομεία. Για τους καθηγητές Ιατρικής, μάλιστα, προβλέπεται ότι μπορούν να εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα, όχι μόνο σε ιδιωτικές κλινικές κάνοντας επεμβάσεις, αλλά ακόμη και ως επιστημονικοί σύμβουλοι, σε διάφορες ιδιωτικές μονάδες.
Οι αμοιβές των γιατρών βάσει του νέου νομοσχεδίου ΕΣΥ
Σχετικά με τους μισθούς των γιατρών, όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, θα καταβληθούν αναδρομικά, από τις 28 Ιουνίου 2022, αυξήσεις ύψους 10%, μεσοσταθμικά, στους μισθούς και τα επιδόματα περισσότερων από 20.000 γιατρών του ΕΣΥ και από την 1η Ιανουαρίου 2023 θα καταβληθεί περαιτέρω προσαύξηση, ύψους έως και 690 ευρώ, στο νοσοκομειακό επίδομα για τους γιατρούς οι οποίοι υπηρετούν σε ΜΕΘ.
Ακόμη, θα χορηγηθεί μηνιαίο χρηματικό επίδομα, ύψους 250 – 400 ευρώ, στους γιατρούς που υπηρετούν στα τμήματα επειγόντων περιστατικών (ΤΕΠ) των νοσοκομείων του ΕΣΥ στη χώρα, αλλά και στους αναισθησιολόγους οι οποίοι εδρεύουν στα αναισθησιολογικά τμήματα των νοσοκομειακών ιδρυμάτων.
Παράλληλα, από 1/1/2023 επισημαίνεται πως θα καταβληθεί επιπλέον προσαύξηση του νοσοκομειακού επιδόματος των γιατρών που υπηρετούν σε ΜΕΘ, ενώ θα δοθεί μηνιαίο επίδομα σε γιατρούς που υπηρετούν στα ΤΕΠ και σε αναισθησιολόγους που υπηρετούν σε αναισθησιολογικά τμήματα. Η αναμόρφωση των ειδικών μισθολογικών ρυθμίσεων και η αύξηση των αποδοχών που αφορούν τους Ιατρούς και Οδοντιάτρους του Εθνικού Συστήματος Υγείας, τους έμμισθους Ειδικευόμενους Ιατρούς, τους Επικουρικούς Ιατρούς κ.λπ.
Γαλλία
Σε ορισμένες χώρες, οι χειρότερες ελλείψεις είναι μεταξύ των γενικών γιατρών, με τη Γαλλία ιδίως να πληρώνει το τίμημα για προηγούμενα λάθη σχεδιασμού. Πίσω στο 1971, περιόρισε τον αριθμό των δευτεροετών φοιτητών ιατρικής μέσω του λεγόμενου numerus clausus που αποσκοπούσε στη μείωση των δαπανών για την υγεία και στην αύξηση των κερδών.
Το αποτέλεσμα ήταν μια κατάρρευση του ετήσιου αριθμού φοιτητών – από 8.600 στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σε 3.500 το 1993 – και ενώ οι εισαγωγές έχουν αυξηθεί κάπως και το ανώτατο όριο άρθηκε εντελώς πριν από δύο χρόνια, θα χρειαστούν χρόνια για να φτάσει το μέγεθος του εργατικού δυναμικού.
Παρόλο που το 10% των γενικών γιατρών της Γαλλίας εργάζονται πλέον πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης, οι ηλικιωμένοι γιατροί που εγκατέλειψαν το επάγγελμα ήταν περισσότεροι από τους νεοεισερχόμενους πέρυσι, όταν οι αριθμοί ήταν ακόμη 6% χαμηλότεροι σε σχέση με αυτό που ήταν πριν από μια δεκαετία. Θα μπορούσε να είναι το 2035 πριν η χώρα φτάσει σε μια ικανοποιητική αναλογία γιατρών προς κατοίκους σε εθνικό επίπεδο.
«Στην πραγματικότητα, περίπου το 87% της Γαλλίας θα μπορούσε να ονομαστεί ιατρική έρημος», είπε η κατώτερη υπουργός Υγείας Agnès Firmin Le Bodo τον περασμένο μήνα , δεσμευόμενη για μια «πλήρη ανακατασκευή» των υπηρεσιών γιατρού μέσω περισσότερων πολυλειτουργικών κέντρων υγείας και εξ αποστάσεως διαβουλεύσεων, αλλά χωρίς καμία εξαγγελία, μέχρι στιγμής, για τους γιατρούς να εγκατασταθούν σε κακώς διαμορφωμένους χώρους.
Η επιδημία γρίπης του φετινού χειμώνα, πέρα από τον Covid-19, έχει αποκαλύψει τις αδυναμίες του συστήματος, δημιουργώντας «μια κρίση όχι μόνο για τον νοσοκομειακό τομέα της Γαλλίας αλλά για όλη τη γαλλική υγειονομική περίθαλψη», δήλωσε ο Arnaud Robinet της Γαλλικής Ομοσπονδίας Νοσοκομείων, προειδοποιώντας ότι η υπηρεσία δεν ήταν πλέον σε θέση να ανταποκρίνεται συστηματικά σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Γερμανία
Στη Γερμανία , η οποία δαπανά περισσότερα για την υγειονομική περίθαλψη από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, τα νοσοκομεία προκαλούν μεγαλύτερη ανησυχία, με το κύμα του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού (RSV) του φετινού χειμώνα σε μικρά παιδιά να προκαλεί συναγερμό σε ολόκληρη τη χώρα.
Εν μέσω αναφορών για υπερπληθυσμένα τμήματα τραυματιών και για γονείς που αναγκάστηκαν να κοιμηθούν στους διαδρόμους των νοσοκομείων ή να ταξιδέψουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για τη θεραπεία ενός παιδιού, η Süddeutsche Zeitung ανέφερε ότι η χώρα πέρασε δύσκολα, «τι σημαίνει όταν ένα σύστημα εκρήγνυται… σε σκηνές που για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να φαινόταν αδιανόητο».
Σε μια αναφορά προς το κοινοβούλιο με τίτλο: «Κόκκινο επίπεδο συναγερμού – τα νοσοκομεία σε κίνδυνο», η Γερμανική Νοσοκομειακή Εταιρεία (DKG) τόνισε και πάλι τη χρόνια έλλειψη προσωπικού ως κύριο πρόβλημα, σημειώνοντας ότι πολλά νοσοκομεία χρειάστηκε να κλείσουν προσωρινά τα τμήματα τραυματιών λόγω έλλειψης γιατρών και νοσηλευτών.
Περισσότερες από 23.000 θέσεις παραμένουν ακάλυπτες στα νοσοκομεία της Γερμανίας μετά από αρκετά χρόνια χαμηλών προσλήψεων και πρόσφατες μαζικές παραιτήσεις, ιδιαίτερα σε εντατική και χειρουργεία, από το προσωπικό που επικαλείται τον τόσο έντονο φόρτο εργασίας που ορισμένοι δεν μπόρεσαν να κάνουν ούτε ένα μικρό διάλειμμα ή να πάνε στην τουαλέτα, όπως χαρακτηριστικά έχουν αναφέρει.
Ο υπουργός Υγείας της Γερμανίας ανακοίνωσε πακέτο βοήθειας 300 εκατομμυρίων ευρώ για τις παιδιατρικές κλινικές και μια απροσδιόριστη ακόμη «επανάσταση στη νοσοκομειακή περίθαλψη» που βάζει «την ιατρική πάνω από την οικονομία», συν ένα σχέδιο για τη μετακίνηση νοσηλευτών και γιατρών, ώστε να ανταποκριθεί στη ζήτηση που απορρίφθηκε ως «παράλογη» από κορυφαίους γιατρούς.
Πορτογαλλία
Σοβαρούς κινδύνους για τις εγκυμονούσες και τα παιδιά τους προκαλεί η έλλειψη γιατρών στα δημόσια μαιευτήρια της Πορτογαλίας.
Οι διοικήσεις πολλών νοσοκομείων έχουν αναγκαστεί να κλείσουν προσωρινά τις μαιευτικές κλινικές και κάποιοι προειδοποιούν ότι ίσως οδηγηθούν σε οριστικό λουκέτο.
Η κυβέρνηση της Πορτογαλίας έχει συστήσει Ειδική Ομάδα για την αντιμετώπιση της Έκτακτης Ανάγκης στα Μαιευτήρια και τη Φροντίδα Νεογνών.
«Δουλέψαμε κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο σε ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης των κλινικών μαιευτικής και γυναικολογικής και νεογνικής φροντίδας. Πιστεύουμε ότι αυτό θα συμβάλλει στην αναδιάταξη των πόρων, ώστε ορισμένα νοσοκομεία να μπορούν να κρατήσουν ανοιχτά τα επείγοντα και τις μαευτικές κλινικές.» δήλωσε στο euronews ο επικεφαλής της Ομάδας, Diogo Ayres de Campo.
Αρκετά πορτογαλικά νοσοκομεία αναγκάστηκαν να κλείσουν τα επείγοντα περιστατικά μαιευτικής και γυναικολογίας αρκετές φορές αυτό το καλοκαίρι, λόγω έλλειψης γιατρών. Κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης, δύο μωρά και μια έγκυος έχασαν τη ζωή τους κατά τη μεταφορά σε άλλο νοσοκομείο, λόγω έλλειψης κενών θέσεων στο νεογνολογικό. Οι θάνατοι ερευνώνται, ενώ ο υπουργός Υγείας παραιτήθηκε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Ομάδα Εργασίας, το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Πορτογαλίας χρειάζεται περίπου200-250 γιατρούς στις ειδικότητες της γυναικολογίας και μαιευτικής.
Οι ελλείψεις γιατρών στην Πορτογαλία, όπως και στη γειτονική Ισπανία, οφείλονται εν πολλοίς στο γεγονός ότι χιλιάδες Πορτογάλοι γιατροί και νοσηλευτές έχουν εγκαταλείψει τη χώρα αναζητώντας καλύτερες αμοιβές και προοπτικές σε άλλες χώρες
Τα τελευταία χρόνια, τα επίπεδα θνησιμότητας γυναικών και νεογνών στην Πορτογαλία έχουν αυξηθεί, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο των τελευτάιων 40 ετών.
Ωστόσο, δεν είναι η έλλειψη γιατρών που προκαλεί την αυξημένη θνησιμότητα, όπως φαίνεται από τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Έκτακτη Ομάδα:
«Το πρόβλημα δεν φαίνεται να είναι η ανταπόκριση στις κλινικές, τουλάχιστον δεν είναι προφανές ότι έχει να κάνει με την ανταπόκριση» διευκρινίζει ο Diogo Ayres de Campo «αλλά έχει να κάνει με την αύξηση των κυήσεων γυναικών που προέρχονται από άλλες χώρες, συχνά χώρες με λιγότερους οικονομικούς πόρους που αποφασίζουν να γεννήσουν στην Πορτογαλία.»
Ισπανία
Στην Ισπανία, ο χειμώνας έχει ήδη ωθήσει το υπερτεταμένο προσωπικό πρώτης γραμμής σε απεργίες. Η κρίση στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, που αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid, ακολουθεί δεκαετίες υποεπενδύσεων, ανταγωνισμό μεταξύ των περιφερειών για ιατρικό προσωπικό και το δέλεαρ για καλύτερες αμοιβές και συνθήκες στο εξωτερικό.
Μεγάλο μέρος της δυσαρέσκειας επικεντρώθηκε στην περιοχή της Μαδρίτης, όπου στα μέσα Νοεμβρίου τουλάχιστον 200.000 άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους για να υπερασπιστούν τη δημόσια υγειονομική περίθαλψη έναντι των υφέρπουσας ιδιωτικοποίησης και να εκφράσουν ανησυχία για την αναδιάρθρωση του συστήματος πρωτοβάθμιας περίθαλψης από την περιφερειακή κυβέρνηση.
Το συνδικάτο Metges de Catalunya (Γιατροί της Καταλονίας) σχεδιάζει επίσης μια διήμερη απεργία τον επόμενο μήνα για να διαμαρτυρηθεί για την «υπερφόρτωση, την περιφρόνηση και την επισφάλεια». Ο γενικός γραμματέας του συνδικάτου, είπε ότι η πανδημία ήταν «το κερασάκι στην τούρτα», αλλά η τρέχουσα κατάσταση ήταν τόσο προβλέψιμη όσο και καταθλιπτική.
Πολλοί Ισπανοί γιατροί επέλεξαν την πρόωρη σύνταξη, παρά τα μειωμένα χρήματα στις συντάξεις τους, είπε, προσθέτοντας ότι η κύρια επιτακτική ανάγκη είναι να γίνει το επάγγελμα πιο ελκυστικό για να σταματήσει η «αιμορραγία» των επαγγελματιών.
Ιταλία
Η δημόσια υπηρεσία υγείας της Ιταλίας, επίσης, αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις προσωπικού, που επιδεινώνονται από την πανδημία, η οποία προκάλεσε την έξοδο προσωπικού από το επάγγελμα, την πρόωρη συνταξιοδότηση ή τη μετάβαση σε ρόλους στον ιδιωτικό τομέα.
Οι περιφερειακές κυβερνήσεις έχουν υπογράψει συμβάσεις με ελεύθερους επαγγελματίες γιατρούς για την κάλυψη βαρδιών στα νοσοκομεία όπου χρειάζεται, τονίζοντας τους χαμηλούς μισθούς του ιταλικού δημόσιου τομέα υγείας.
«Υπάρχουν τρύπες που πρέπει να γεμίσουν, ειδικά σε μονάδες έκτακτης ανάγκης», δήλωσε ο Τζιοβάνι Λεόνι, αντιπρόεδρος ιταλικής ομοσπονδίας γιατρών. «Το θέμα είναι ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες κερδίζουν δύο έως τρεις φορές περισσότερα – έως και 1.200 ευρώ για μια βάρδια 10 ωρών».
Πολλοί γιατροί είχαν εγκαταλείψει τους ρόλους του δημόσιου τομέα «πριν από την ώρα τους», πρόσθεσε ο Λεόνι. «Έχουν βρει άλλους τύπους θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα – ρόλους που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να κάνουν νυχτερινές βάρδιες ή Σαββατοκύριακα».
Αγγλία
Οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες πρώτων βοηθειών του δημόσιου συστήματος υγείας (NHS) της Βρετανίας ψήφισαν υπέρ των απεργιακών κινητοποιήσεων με αίτημα μισθολογικές αυξήσεις, αλλά η κυβέρνηση έκρινε “απρόσιτες” τις διεκδικήσεις τους.
Σύμφωνα με το συνδικάτο Unison, χιλιάδες διασώστες της υπηρεσίας ασθενοφόρων ψήφισαν υπέρ της πραγματοποίησης απεργίας σε πολλές περιοχές της Αγγλίας, κυρίως το Λονδίνο, πιθανότατα πριν από τα Χριστούγεννα, με αίτημα αυξήσεις μισθών και προσωπικού.
Εν μέσω κρίσης του κόστους διαβίωσης και του συστήματος υγείας, οι νοσηλευτές ανακοίνωσαν την περασμένη εβδομάδα ότι θα κατέβουν σε απεργία για δύο ημέρες, στις 15 και στις 20 Δεκεμβρίου, σε μια πρωτοφανή κίνηση εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα στη Βρετανία. Το νοσηλευτικό προσωπικό της Βρετανίας θα απεργήσει για πρώτη φορά στην ιστορία του συνδικάτου.
Η απόφαση να προχωρήσει κάποιος σε απεργία και να “χάσει ένα ημερομίσθιο” είναι πάντα “δύσκολη”, υπογραμμίζει σε ανακοίνωσή της η γενική γραμματέας του συνδικάτου Unison Κριστίνα Μακάνια. Ωστόσο οι καθυστερήσεις και ο χρόνος αναμονής δεν θα μειωθεί “όσο η κυβέρνηση δεν δρα για τους μισθούς”, σημειώνει.