Έτσι το νερό παρέμεινε δημόσιο αγαθό
Η δικαίωση απέναντι στις προθέσεις της κυβέρνησης και ο αγώνας που προηγήθηκε έως αυτήν.
Αντισυνταγματική κρίνει η Ολομέλεια του Συμβούλιο της Επικρατείας την ένταξη των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο.
Το γεγονός ανατρέπει τις προθέσεις της κυβέρνησης για τις δύο εταιρείες ύδρευσης, ενώ συνιστά ένα σοβαρό θέμα και μια τεράστια νίκη εφόσον ο έλεγχος του νερού παραμένει ουσιαστικά στα χέρια του κράτους.
Η απόφαση φαίνεται παράλληλα να φέρνει μια σειρά από επιπτώσεις και στις διοικήσεις των δύο επιχειρήσεων.
Οι πρώτοι αγώνες
Η προσφυγή στο Ανώτατο Ακυρωτικό δικαστήριο, είχε γίνει από τα σωματεία εργαζομένων και είναι η δεύτερη φορά που το ΣτΕ υπεραμύνεται του δημόσιου αγαθού του νερού. Η πρώτη απόφαση είχε εκδοθεί το 2014 και ήταν εκείνη που ανέτρεψε την ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ.
Το σκεπτικό της απόφασης
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης που εξέδωσε, κατά πλειοψηφία η Ολομέλεια ΣτΕ (19 προς 1 που μειοψήφησε) ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ από το ελληνικό δημόσιο είναι επιβεβλημένος όχι μόνο με την άσκηση εποπτείας μέσω εταιρείας που ελέγχει αλλά και απευθείας με τον έλεγχο του μετοχικού της κεφαλαίου. Όπως αναφέρεται, «η ΕΕΣΥΠ είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου παρεμβαλλόμενο μεταξύ του Δημοσίου και της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, επιδιώκει, προεχόντως, σκοπούς ταμειακούς και ταμιευτικούς, με τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας προσιδιάζοντα στην εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών».
Σε άλλο μάλιστα σημείο, η απόφαση αναφέρει ότι τα κέρδη που αποφέρει η διαχείριση του χαρτοφυλακίου της ΕΕΣΥΠ διατίθενται, υποχρεωτικά, πρώτον κατά 50% ως μέρισμα στο Ελληνικό Δημόσιο για την περαιτέρω διάθεσή τους προς απομείωση των οικονομικών-δανειακών υποχρεώσεων της χώρας, και δεύτερο κατά το υπόλοιπο 50%, ως μέρισμα στο Ελληνικό Δημόσιο για την πραγματοποίηση επενδύσεων και εν μέρει στην ίδια την ΕΕΣΥΠ ΑΕ για την άσκηση της επενδυτικής της πολιτικής και την δημιουργία αποθεματικών.
Η ολομέλεια του ΣτΕ ουσιαστικά ευθυγραμμίζεται με την αντίστοιχη του Δ’ Τμήματος του ΣτΕ, η οποία είχε εκδοθεί το καλοκαίρι του 2020 και έκρινε αντισυνταγματική την μεταφορά του 50% των μετοχών των δύο κρατικών εταιρειών στην ΕΕΣΥΠ. Λόγω όμως της σπουδαιότητας του θέματος αποφασίστηκε τότε να μεταφερθεί το θέμα στην κρίση της Ολομέλειας.
Να σημειωθεί ότι το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ με νεώτερη απόφαση (92/2022) που δημοσιεύθηκε στις 18 Γενάρη αποφαίνεται και κατά της ΚΥΑ τιμολόγησης νερού, εναντίον της οποίας είχαν επίσης προσφύγει τα ίδια σωματεία εργαζομένων. Και πάλι λόγω της σοβαρότητας του θέματος, η υπόθεση είχε παραπεμφθεί για να εκδικαστεί σε νέα δίκη, στην μείζονα σύνθεση του ΣτΕ, στις 10 του ερχόμενου Μάη.
Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να τιμολογείται με αυστηρά οικονομικά κριτήρια και χωρίς εκτίμηση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών αποτελεσμάτων.
Τον Μάιο του 2017, εκδόθηκε η ΚΥΑ τιμολόγησης νερού η οποία ουσιαστικά, λογιστικοποιεί τις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης, με τους εργαζόμενους να αναφέρουν ότι ανοίγει την πόρτα σε ιδιώτες για την διαχείριση του νερού, ενώ εισάγει την «ανάκτηση κόστους» όπου οι πολίτες πλέον θα χρηματοδοτούν τις επενδύσεις του κάθε ιδιώτη εξασφαλίζοντας του σίγουρο κέρδος. «Ότι περίπου συμβαίνει στα διόδια του ΣΔΙΤ της Αττικής Οδού και των Εθνικών δρόμων» αναφέρουν.
Τα δικαστήριο επικαλείται την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι «Το ύδωρ δεν είναι εμπορικό προϊόν όπως όλα τα άλλα, αλλά αποτελεί κληρονομιά που πρέπει να προστατεύεται και να τυγχάνει της κατάλληλης μεταχείρισης», καθώς και ότι «η ύδρευση συνιστά υπηρεσία κοινής ωφέλειας».
Πρόσθετες κινήσεις ως τη νίκη
Τους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση του Εξωτερικού Υδροδοτικού Συστήματος (ΕΥΣ) της Αττικής που διαχειρίζεται η ΕΥΔΑΠ είχαν αναλύσει το 2020 σε συνέντευξη Τύπου στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, συνδικαλιστές της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ.
Μαζί τους δικηγόροι που ασχολούνται με τη νομική μάχη που διεξάγεται στο ΣτΕ για την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης και την προστασία του νερού ως δημόσιου αγαθού
Μεταξύ άλλων, ο δημοσιογράφος συντονιστής της συνέντευξης Τύπου, Γιώργος Αυγερόπουλος. Ο ίδιος είχε τονίσει ότι όλο και περισσότερες πόλεις σε προηγμένες οικονομικά χώρες της Δυτικής Ευρώπης επιστρέφουν στο μοντέλο δημοσίου ελέγχου των υδάτων.
Από την πλευρά του, ο Ηλίας Κορλός, πρόεδρος της ΟΜΕ-ΕΥΔΑΠ, είχε πει πως η ιδιωτικοποίηση του ΕΥΣ αποτελεί χειρότερη εξέλιξη από την ιδιωτικοποίηση της ίδιας της ΕΥΔΑΠ.
Ο πρόεδρος των εργαζόμενων της ΕΥΑΘ, Γιώργος Αρχοντόπουλος, είχε προειδοποιήσει πως οι δήμοι κινδυνεύουν να γίνουν όμηροι των εταιρειών ύδρευσης, ενώ ο δικηγόρος Αλέξανδρος Σαριβαλάσης ανέλυσε την απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ από το 2014 που διατηρεί το δημόσιο χαρακτήρα της ΕΥΔΑΠ. Τέλος, η δικηγόρος Κατερίνα Γεωργιάδου τόνισε πως «ουσιαστικά το ΣτΕ λέει στο Υπερταμείο ότι έχετε μετοχές της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ αλλά δεν μεταβιβάζονται. Ο σκοπός του Υπερταμείου δεν μπορεί να ξεπερνά το δικαίωμα της πρόσβασης στο δημόσιο αγαθό του νερού».
Η σημασία του νερού ως δημόσιου αγαθού, σύμφωνα με την ανάλυση του Κωνσταντίνου Βαλσαμάκη
O Κωνσταντίνος Βαλσαμάκης, ΜΒΑ, MSc, Απόφοιτος Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης, μέλος του ΕΝΑ, είχε γράψει για το νερό στην Ελλάδα, τις επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης συστημάτων υδροδότησης στο εξωτερικό και γιατί είναι σημαντική η δημόσια και κοινωνική διαχείριση των συστημάτων συλλογής και διανομής του νερού:
«Σπάνια σκεπτόμαστε το νερό ως πολύτιμο αγαθό, αντίθετα συχνά το θεωρούμε ως δεδομένο, το σπαταλάμε και πιστεύουμε ότι είναι μια υποχρέωση των κυβερνήσεων να το παρέχουν στους πολίτες. Ποια είναι όμως η κατάσταση στην πραγματικότητα;
Θα φανταζόταν κάποιος ότι την εποχή της προηγμένης τεχνολογίας και της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, οι άνθρωποι δεν θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην πρόσβαση στο νερό. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), ένας άνθρωπος σήμερα για να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες του σε νερό (πόσιμο, μαγείρεμα, καθαριότητα, υγιεινή) χρειάζεται από 50 έως 100 λίτρα νερό. Παράλληλα, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), σχεδόν 800 εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Την ίδια στιγμή, λόγω της κλιματικής αλλαγής και της ερημοποίησης τεράστιων περιοχών του πλανήτη, υπολογίζεται ότι μέχρι το 2025 σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Γης θα ζει σε περιοχές με δυσκολία στην πρόσβαση στο νερό.
Με την ανάγνωση αυτών των λίγων μόνο δεδομένων, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι αυτό το, τόσο απαραίτητο για τη ζωή, αγαθό πρέπει όχι μόνο να προστατευθεί αλλά και να ενισχυθεί περισσότερο ο ελεύθερος χαρακτήρας του. Στο πλαίσιο αυτό, της αναγκαιότητας για την προστασία του νερού ως υπέρτατο αγαθό, ο ΟΗΕ το 2010 με το ψήφισμα 64/292 αναγνώρισε «το δικαίωμα πρόσβασης σε ασφαλές και καθαρό πόσιμο νερό και στην αποχέτευση ως ανθρώπινο δικαίωμα, βασικό για την πλήρη απόλαυση της ζωής και όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Με άλλα λόγια, αναγνωρίστηκε ότι η πρόσβαση στο νερό είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο κτίζονται όλα τα άλλα δικαιώματα, αφού χωρίς νερό δεν υπάρχει ζωή.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε συνέχεια της πρώτης μέχρι σήμερα επιτυχημένης ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών «Right2Water» (δικαίωμα στο νερό), εξέδωσε στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς τη νέα αναθεωρημένη οδηγία για το πόσιμο νερό που «αφορά την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης για όλους εντός της Ένωσης» και η οποία και πρέπει εντός δύο ετών να ενσωματωθεί στο δίκαιο των κρατών-μελών της ΕΕ. Άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη με την ανακοίνωση της 19ης Μαρτίου 2014, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καλεί τα κράτη-μέλη, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, να διασφαλίσουν την πρόσβαση όλων των πολιτών σε ένα ελάχιστο επίπεδο ύδρευσης, σύμφωνα με τις συστάσεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, και να εφαρμόσουν σωστά την οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα».
- Το νερό στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η πρόσβαση στο νερό είναι θεωρητικά εξασφαλισμένη για το σύνολο του πληθυσμού, αν και υπάρχουν κοινωνικές ομάδες όπως πχ Ρομά και μετανάστες, που λόγω ευρύτερων συνθηκών διαβίωσης και ποικίλων αποκλεισμών, δεν έχουν ακόμα και σήμερα εύκολη πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης, ότι λόγω της νησιωτικότητας της χώρας μας, για πολλά χρόνια υπήρχαν ουσιαστικές δυσκολίες στον ανεφοδιασμό των νησιών με πόσιμο νερό. Την περίοδο 2015 – 2019 όμως, με συντονισμένες προσπάθειες Δήμων, Περιφερειών και της κεντρικής διοίκησης, έγινε εφικτό να σταματήσει έπειτα από δεκαετίες η μεταφορά νερού με υδροφόρες στα νησιά των Κυκλάδων και του Ιονίου και το 2019 ήταν η πρώτη χρονιά που σχεδόν στο σύνολο των νησιών λειτούργησαν μονάδες αφαλάτωσης (σε κάποια ποιο απομακρυσμένα νησιά του Α. Αιγαίου, τον ανεφοδιασμό ανέλαβε το Πολεμικό Ναυτικό). Να σημειωθεί βέβαια ότι, σε ό,τι αφορά τη νησιωτική χώρα, η αφαλάτωση λύνει μόνο το βασικό πρόβλημα, αυτό δηλαδή της σταθερής παροχής πόσιμου νερού και τελεί πάντα υπό την προαίρεση της σωστής και συνεχούς συντήρησης των εγκαταστάσεων αφαλάτωσης. Συνεχίζει όμως να υπάρχει το πρόβλημα της διαρκούς συντήρησης του δικτύου υδροδότησης (που σε πολλές περιπτώσεις είναι σε κακή κατάσταση λόγω παλαιότητας ή και μη χρήσης) αλλά και η ανάγκη για περαιτέρω υποστήριξη, αφού λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης των καλοκαιρινών μηνών, ιδίως σε κάποια μεγαλύτερα νησιά, χρειάζονται επιπλέον παρεμβάσεις.
Σε επίπεδο ιδιοκτησίας, το νερό ως αγαθό και υπηρεσία μέχρι σήμερα είναι μέρος του ευρύτερου δημοσίου τομέα, αφού ως αγαθό το παράγουν και το διανείμουν οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.), που είναι ΝΠΙΔ του νόμου 1069/80 (ΦΕΚ Α’/191). Η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη αντίστοιχα, εξαιρούνται του εν λόγω νόμου, είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και ανήκουν κατά πλειοψηφία στην Ελληνική Εταιρία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε. της οποίας μοναδικός μέτοχος είναι το Ελληνικό Δημόσιο (και θυγατρική της οποίας είναι το γνωστό ΤΑΙΠΕΔ). Είναι αυτές κυρίως για τις οποίες γίνεται πολύς λόγος για το αν πρέπει μεταβιβαστούν κατά ένα μέρος σε ιδιωτικά κεφάλαια ή όχι. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφερθεί, ότι ένα από τα αιτήματα της ανωτέρω πρώτης ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών είναι «η υδροδότηση και η διαχείριση των υδάτινων πόρων να αψηφούν τους “κανόνες τής εσωτερικής αγοράς” και να απαγορεύεται η απελευθέρωση της αγοράς των υπηρεσιών ύδρευσης», με άλλα λόγια να προστατευτεί ο δημόσιος χαρακτήρας του νερού.
Πρόσφατα, ανακοινώθηκε ότι το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών προτίθεται προχωρήσει εντός του Μαΐου, σε σύναψη σύμβασης σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), με αντικείμενο την «Διαχείριση-Λειτουργία και Συντήρηση του Εξωτερικού Υδροδοτικού Συστήματος (Ε.Υ.Σ.) Αθήνας», που περιλαμβάνει τα φράγματα και τους ταμιευτήρες Ευήνου, Μόρνου, Μαραθώνα, τη λίμνη Υλίκη, τις γεωτρήσεις στην Πάρνηθα και στη Βοιωτία, τα υδραγωγεία, τα δίκτυα μεταφοράς μήκους περίπου 400 χιλιομέτρων και τα αντλιοστάσια, πρακτικά δηλαδή τη συνολική υποδομή υδροδότησης της Αθήνας. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εκτός του ότι αποτελεί «δώρο» σε κάποια μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα και ανοίγει πιθανώς το δρόμο για την πλήρη ιδιωτικοποίηση του νερού, είναι πιθανό ότι θα επιφέρει αστάθεια στη συνεχή παροχή νερού στην πρωτεύουσα, καθώς η ΕΥΔΑΠ δεν θα μπορεί πλέον να ελέγξει τις διαδικασίες ασφαλούς συλλογής και μεταφοράς του αδιύλιστου νερού, με το οποίο τροφοδοτούνται οι μονάδες επεξεργασίας νερού και κατά συνέπεια το δίκτυο διανομής του νερού στα νοικοκυριά.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε και τις αποφάσεις 1906/2014 και 1223/2020 του ΣτΕ, όπου ξεκάθαρα αναφέρεται ότι «(γ)[Η] παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Τούτο ισχύει και προκειμένου περί των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, τις οποίες δύναται να παρέχει μια δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί υπό νομικό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου ως ανώνυμη εταιρεία”. (δ) “Ο χαρακτήρας, όμως, της δημοσίας επιχειρήσεως αναιρείται στην περίπτωση της αποξενώσεως του Ελληνικού Δημοσίου από τον έλεγχο της ανωνύμου εταιρείας δια του μετοχικού κεφαλαίου, ήτοι της αποξενώσεώς του από εκείνο το ποσοστό των μετοχών (μεγαλύτερο του 50% σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας και το καταστατικό) που εξασφαλίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τη δυνατότητα εκλογής, από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο είναι το ανώτατο διοικητικό όργανο της εταιρείας που διαμορφώνει τη στρατηγική και πολιτική της ανάπτυξής της και διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία της».
- Η πρακτική της ιδιωτικοποίησης του νερού στο εξωτερικό
Έχει υποστηριχθεί ότι η ιδιωτικοποίηση του νερού μπορεί να φέρει σημαντικά οφέλη, αφού θεωρητικά μπορεί: α) να αποτελέσει μια σημαντική λύση για τα δοκιμαζόμενα οικονομικά των δήμων και των κρατών γενικότερα, αφού από την πώληση του νερού θα εισρεύσουν χρήματα στα δημοτικά και κρατικά ταμεία και β) θα βοηθήσει σημαντικά στην επισκευή και τη συντήρηση του δικτύου υδροδότησης (λόγω της τεχνογνωσίας του ιδιωτικού τομέα), που στην Ελλάδα είναι πράγματι αρκετών δεκαετιών και αρκετά επιβαρυμένο. Ωστόσο, ο αντίλογος είναι ότι οι κοινωνίες στο ενδεχόμενο ιδιωτικοποίησης του νερού, θα βρεθούν σχεδόν άμεσα αντιμέτωπες με αύξηση των τιμολογίων, αφού πλέον οι εταιρείες (που θα διαχειρίζονται έναν φυσικό πόρο) θα στοχεύουν στο κέρδος, σε αντίθεση με την Πολιτεία που στόχο έχει το δημόσιο συμφέρον. Παράλληλα, ως δεδομένη θεωρείται η απώλεια θέσεων εργασίας για τη μείωση του κόστους ενώ, αν και η πιθανότατα μαζικών εξαγωγών πόσιμου νερού σε περιοχές του πλανήτη όπου υπάρχει έλλειψη είναι μάλλον απίθανη λόγω του μεγάλου κόστους που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, καθόλου απίθανη δεν πρέπει να θωρείται η επιλογή των μεγάλων πολυεθνικών των ανεπτυγμένων χωρών (και ειδικά πολυεθνικών κλάδων που το νερό είναι πρώτη ύλη πχ κλάδος χημικών, κλάδος αναψυκτικών κλπ) να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε άλλες χώρες ώστε να εκμεταλλεύονται, και αναπόφευκτα να μολύνουν του υδάτινους (και όχι μόνο) πόρους άλλων περιοχών και όχι των δικών τους.
Το ερώτημα είναι τι είδους κοινωνία επιθυμούμε να έχουμε και η διάθεση του νερού στους πολίτες είναι ένας πολύ αξιόπιστος δείκτης των προθέσεων της εκάστοτε κυβέρνησης.
Είναι γνωστό ότι σε αρκετές χώρες του εξωτερικού έχει επιχειρηθεί να ιδιωτικοποιηθεί το νερό, με πολύ άσχημα αποτελέσματα για τον μέσο πολίτη. Σύμφωνα με έρευνα της εφημερίδας Guardian σε δώδεκα πόλεις των ΗΠΑ για την περίοδο 2010-2018, το κόστος του νερού λόγω των ιδιωτικοποιήσεων αυξήθηκε κατά μέσο όρο 80%! Γνωστό επίσης είναι το παράδειγμα της πόλης του Παρισιού (η Γαλλία έχει μεγάλη παράδοση στο θέμα της ιδιωτικοποίησης του νερού) όπου το 2010 η διαχείριση του νερού πέρασε ξανά στα χέρια του δημοσίου έπειτα από απόφαση του σοσιαλιστή δημάρχου Bertrand Delanoë, έπειτα από είκοσι πέντε χρόνια ιδιωτικής διαχείρισης, με αποτέλεσμα η τιμή του νερού να μειωθεί άμεσα κατά 8% και ταυτόχρονα η ποιότητά του να βελτιωθεί αισθητά. Παρόμοια είναι και η κατάσταση στο Βερολίνο, όπου το 2013 το νερό έπειτα από μαζική και δυναμική κινητοποίηση των πολιτών, επέστρεψε στο δημόσιο έλεγχο (μέσω ενός δαπανηρού buy back) έπειτα από δώδεκα χρόνια ιδιωτικής διαχείρισης που είχαν οδηγήσει σε αύξηση του κόστους για τα νοικοκυριά μέχρι και 25% (δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι η γαλλική Veolia, ηγέτης στη συγκεκριμένη αγορά παγκοσμίως, συμμετείχε στην ιδιωτικοποίηση του νερού και στις δύο αυτές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες). Δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει από τον κατάλογο των χωρών που ιδιωτικοποίησαν το νερό τη δεκαετία του ‘80, η Μεγάλη Βρετανία της Margaret Thatcher. Σήμερα, η Μ. Βρετανία εξακολουθεί να έχει ένα σχεδόν πλήρως ιδιωτικοποιημένο σύστημα υδροδότησης, με φυσικό επακόλουθο την αύξηση του κόστους των νοικοκυριών κατά 42% σε σχέση με την περίοδο πριν από το 1989 (όταν και ιδιωτικοποιήθηκε το νερό) με αποτέλεσμα η βρετανική κοινή γνώμη να επιθυμεί την επανακοινωνικοποίηση του νερού σε ποσοστό άνω του 80%.
Τα παραδείγματα είναι αρκετά και συνήθως ακολουθούν το ίδιο μοτίβο, αρχικά ιδιωτικοποίηση του νερού με την πρόφαση ότι «ο ιδιωτικός τομέας μπορεί καλύτερα», στη συνέχεια δυσανάλογη αύξηση του κόστους για τα νοικοκυριά (ακόμα και σε σχέση με τυχόν αναβαθμισμένες υπηρεσίες όπως στη Μ. Βρετανία) και τελικά επιστροφή στο δημόσιο έλεγχο.
Φαίνεται ότι η τάση των δεκαετιών του ‘80 και του ‘90 για ιδιωτικοποίηση του νερού, αντιστρέφεται παγκοσμίως, με ελάχιστες εξαιρέσεις λόγω ίσως και ειδικών συνθηκών (πχ Σαουδική Αραβία) και η στόχευση των κρατών κλίνει προς αυτή της «διαχείρισης ορισμένων αγαθών ως ευρωπαϊκών κοινών αγαθών, μακριά από λογικές ανταγωνισμού και ιδιωτικοποίησης».
- Τι πρέπει να γίνει; Δημόσιο ή όχι;
Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο κάποιος να επιχειρηματολογήσει υπέρ της ιδιωτικοποίησης του νερού, τόσο σε πρακτικό όσο και σε ηθικό επίπεδο. Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δημόσιων Παρόχων Ύδρευσης, Aqua Publica Europea (ΑPE) και της Δημόσιας Επιχείρησης Ύδρευσης, VIVAQUA (Βέλγιο), Bernard van Nuffel, τόνισε χαρακτηριστικά «Αν το φυσικό μονοπώλιο ενός πόρου που είναι απαραίτητος για τη ζωή περιέλθει σε μία ιδιωτική εταιρεία με σκοπό το κέρδος, είναι σχεδόν αδύνατο να διασφαλιστεί η δίκαιη πρόσβαση στον πόρο.» και αυτή η άποψη περικλείει την ουσία και το νόημα σε ό,τι αφορά το δημόσιο χαρακτήρα του νερού. Ταυτόχρονα, το ίδιο το αγαθό χαρακτηρίζεται πλέον ως ανθρώπινο δικαίωμα, απολύτως απαραίτητο για την απόλαυση των άλλων δικαιωμάτων σε μια κοινωνία δικαιοσύνης και ισότητας και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό η πρόσβαση σε αυτό να υπόκειται σε αποκλεισμούς. Ακόμα και σε όρους βιώσιμης ανάπτυξης ο ΟΗΕ, ορίζει ότι ο 6ος Στόχος Βιώσιμης Ανάπτυξης είναι «η εξασφάλιση στην πρόσβαση στο νερό και στην αποχέτευση για όλους».
Η υπόθεση της μείωσης των τιμών του νερού, που προβάλλεται ως επιχείρημα υπέρ της ιδιωτικοποίησης (ελεύθερη αγορά που αυτορυθμίζεται κλπ.), δεν επιβεβαιώνεται πουθενά όπου έχει εφαρμοστεί η ιδιωτικοποίηση του νερού και πλήθος ερευνών καταλήγουν σε αυτό το συμπέρασμα. Στο ίδιο πλαίσιο, το επιχείρημα της αποδοτικότερης συντήρησης του δικτύου από τον ιδιωτικό τομέα μπορεί να αντικρουστεί πειστικά, αφού με τη βοήθεια των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, παρέχεται μια μοναδική ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί το σύστημα συλλογής, διύλισης και διανομής του νερού, αφήνοντας μια σημαντική κληρονομιά στις επόμενες γενιές, αλλά και διασφαλίζοντας ότι θα «αποφευχθούν ανεπιθύμητες λύσεις όπως η αύξηση του δανεισμού των παρόχων ή/και των τιμολογίων του νερού».
Η διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα του νερού (πρέπει να) είναι αυτονόητη επιλογή για τις κυβερνήσεις, αφού μόνο τότε α) δεν αποκλείεται κανένας πολίτης από την πρόσβαση σε αυτό και επομένως δεν δημιουργούνται ανισότητες, β) εξασφαλίζεται η ίδια ποιότητα νερού για όλους (φανταστείτε ένα δυστοπικό κόσμο, όπου όσο ακριβότερο θα είναι το νερό τόσο ποιοτικότερο θα είναι, τι νερό θα πίνουν τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει κάτι τέτοιο στο συνολικό επίπεδο της δημόσιας υγείας;) και γ) η τιμολόγηση γίνεται όχι με σκοπό το κέρδος αλλά με βάση το δημόσιο συμφέρον, τις ανάγκες συντήρησης του δικτύου και το καλό των πολιτών.
Συμπερασματικά, το νερό είναι ένα κοινωνικό αγαθό και η βάση εξέλιξης και ευημερίας των κοινωνιών, στο πλαίσιο μάλιστα που το βάζει και ο ΟΗΕ. Συνεπώς η δημόσια και κοινωνική διαχείριση των συστημάτων συλλογής και διανομής νερού θα είναι πάντα καταλληλότερη λύση από την ιδιωτική διαχείρισή τους.
Ακόμα και αν αποδειχθεί ότι η διατήρηση του νερού, των υποδομών, των δικτύων και της υδροδότησης, υπό δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο σημαίνει ένα μεγαλύτερο οικονομικό κόστος για το κράτος, αυτό είναι ένα κόστος που θα πρέπει η Πολιτεία και οι πολίτες πρόθυμα να αναλάβουμε, αφού νερό σημαίνει ζωή για όλους!».
Με πληροφορίες από Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών, H Eφημερίδα των Συντακτών