Γιατί χάθηκαν οι μουσικές σκηνές της Θεσσαλονίκης;
Τι άλλαξε και μειώθηκαν οι επιλογές μας για ζωντανή μουσική στη πόλη; Αυτοί που γνωρίζουν απαντούν.
Πόσες ιστορίες αυτής της πόλης έχουν γραφτεί σε μία μουσική σκηνή της τα παλιότερα χρόνια, κάτω από τα κόκκινα και κίτρινα φώτα, με αγαπημένες φωνές και τραγούδια που λέγαμε όλοι μαζί σαν μία παρέα;
Πόσες φορές δεν συναντηθήκαμε στα Δέκα βήματα στην άμμο, το Πλατώ, το Παραρλάμα, το Λιόγερμα, το Παρασκήνιο, το Malt and Jazz, to Club και την Αποθήκη του Μύλου, σε μία εποχή που οι επιλογές για να βγεις να ακούσεις ζωντανή μουσική, ήταν πολλές και καλές.
Τα χρόνια πέρασαν σαν νερό και η νέα κατάσταση της Θεσσαλονίκης δεν έχει δυστυχώς πολλές προτάσεις πλέον για live μουσικές, και όχι τόσο για προγράμματα όσο για χώρους που μπορούν να παρουσιάσουν τη δουλειά τους δημιουργοί, ειδικά σε μεγάλες σκηνές που τείνουν να εκλείψουν εντελώς από την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας.
Τι έχει αλλάξει άραγε; Άλλαξαν οι επιθυμίες του κόσμου και οι επιλογές εξόδου του ή οι λειτουργικές ανάγκες μίας τέτοιας μεγάλης σκηνής είναι αποθαρρυντικές για εκείνους που θέλουν να τις λειτουργήσουν;
Γιατί έμειναν λίγες οι σκηνές που φιλοξενούν πια συναυλίες καλλιτεχνών;
Μικροί χώροι όπως το Καφωδείο, η Ζώγια, φυσικά η Πριγκηπέσσα είναι οι εναλλακτικές σήμερα.
Οι άνθρωποι που προσπαθούν να δώσουν επιλογές σε αυτούς που επιθυμούν να βγουν για να ακούσουν live μουσικές, μιλάνε στην Parallaxi για τα άσχημα και τα καλά αυτής της διαδρομής που έφερε την πόλη στη σημερινή κατάσταση, μέσα από τις δικές τους ιστορίες.
Γιώργος Γεωργιάδης (WE)
Το WE είναι πολυχώρος βέβαια, δεν είναι μόνο μία μουσική σκηνή αλλά προσπαθούμε να κάνουμε όλα αυτά που μπορούμε ώστε να είναι ο χώρος βιώσιμος.
Τα σημάδια μέχρι τώρα για εμάς είναι καλά. Υπάρχει υποστήριξη, το πρόγραμμα το δικό μας έχει φτάσει μέχρι και τον Φεβρουάριο και αυτό σημαίνει ότι όντως, υπάρχει ανάγκη για τέτοιους χώρους. Βέβαια, το μεγάλο πρόβλημα στην πόλη το έχουν οι μικρές μπάντες που δεν μπορούν να κάνουν μία συναυλία σε χώρους όπως το WE που είναι μεγάλοι. Για να πραγματοποιηθεί μία συναυλία χρειάζονται τουλάχιστον δέκα με δεκαπέντε εργαζόμενοι και αυτό σημαίνει ότι είναι κάτι πολυδάπανο.
Δυστυχώς λοιπόν, αυτές οι μικρές μπάντες έχουν ελάχιστες διεξόδους σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Είναι λίγες πλέον οι μουσικές σκηνές στην πόλη που θα μπορούσαν να τις φιλοξενήσουν. Σε αυτό παίζει ρόλο πλέον και ότι έχουν αλλάξει και οι νόμοι. Το οικονομικό πλαίσιο δηλαδή είναι πολύ πιο αυστηρό και γίνονται περισσότεροι έλεγχοι. Παλιότερα οποιοδήποτε μπαράκι μπορούσε να οργανώσει μία συναυλία κι ας μην πληρούσε όλες τις προδιαγραφές, τώρα πλέον ο νόμος είναι τόσο αυστηρός που αποθαρρύνει επιχειρηματίες να το κάνουν.
Από την άλλη, ενώ το τοπίο είναι απογοητευτικό, στο WE πάμε πολύ καλά στον τομέα των συναυλιών. Αυτό έχει να κάνει και με τη δική μου χρόνια ενασχόληση με τα πράγματα και την εμπιστοσύνη των ανθρώπων σε εμένα που αναπτύχθηκε με τον καιρό. Βέβαια, στο WE δεν φιλοξενούμε όλα τα είδη μουσικής, αλλά κάποια συγκεκριμένα που αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα στον καιρό της καραντίνας, όπως είναι η hip hop μουσική που η νεολαία άκουσε πολύ στα σπίτια της και όταν βγήκε, θέλησε να την ακούσει και live και το είδαμε πολύ έντονα αυτό και στις συναυλίες του ΛΕΞ. Σκεφτείτε όμως, ότι εμείς ακόμα τις συνεννοήσεις μας με τις μπάντες, τις κάνουμε ανθρώπινα, δηλαδή μεταξύ μας και με τη λογική πως στο τέλος της νύχτας, ο σκοπός είναι να βγούμε όλοι κερδισμένοι, άσχετα αν πολλές φορές ρισκάρουμε πράγματα και μπορέι και να μη μας βγουν.
Δημήτρης Σφίγγος (Πριγκηπέσσα)
Είναι ελάχιστοι πλέον οι χώροι που μπορείς στη Θεσσαλονίκη να πας να ακούσεις ζωντανή μουσική. Φτάσαμε σε αυτό το σημείο, επειδή νομίζω πως ο κόσμος θέλει τα τελευταία 10 χρόνια, την έξοδο του να την κάνει πακέτο. Δεν έχει τα περιθώρια πια να πάει πρώτα για φαγητό ή ποτό και μετά να πάει και να ακούσει κάποιον. Θέλει να τα κάνει όλα μαζί.
Επίσης, σαν μαγαζάτορας, θα πω πως τα λειτουργικά έξοδα ενός μαγαζιού έχουν φύγει πια τόσο ψηλά που είναι δυσβάσταχτο να πεις θα έχω εγώ μια ορχήστρα με πέντε άτομα. Δε βγαίνει και δεν μπορεί και να το πληρώσει και ο κόσμος. Δεν αντέχει ο κόσμος να βγει έξω και να αφήσει χρήματα και θέλει με ένα εικοσάρικο να βγει, να φάει, να πιει και να ακούσει και τη μουσική του.
Σίγουρα, αλλάζει και η κουλτούρα. Υπάρχουν πλέον πολλές εναλλακτικές προτάσεις διασκέδασης που δεν υπήρχαν παλιά. Παλιότερα δεν υπήρχαν αυτά τα μαγαζιά με τους υπολογιστές και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, δεν μαζευόταν ο κόσμος στα σπίτια ή στα πάρκα όπως κάνει τώρα η νεολαία πολύ συχνά. Σε αυτό οδήγησε πολύ και η πανδημία, ενώ τότε ήταν πολλά μαγαζιά που μπήκαν μέσα.
Είναι δύσκολο όλο αυτό και για τους μουσικούς. Δεν υπάρχουν σκηνές να παρουσιαστούν πράγματα, ενώ η υψηλή φορολογία δεν αφήνει ένα μαγαζί να λειτουργήσει σωστά και δεν βγαίνουν τα νούμερα.
Αυτά τα μαγαζιά, είναι κατεξοχήν χειμερινά μαγαζιά και κυρίως, έχουμε να δουλέψουμε Παρασκευές και Σαββατοκύριακο. Αυτό πάει να πει πως έχουμε να δουλέψουμε 150 μέρες το πολύ μέχρι την άνοιξη. Αυτές λοιπόν, δε γίνεται να ταΐσουν 365 μέρες. Από την άλλη, τα ενοίκια στο κέντρο και για τα μαγαζιά, έχουν πάρει την άνοδο όπως τα σπίτια. Δε βγαίνεις όπως και να το δεις.
Γι’ αυτό φτάσαμε σήμερα, όλα τα μαγαζιά να είναι λίγο από όλα πλέον. Να έχουν και μία μέρα καραόκε, να έχουν και δύο μουσικούς με την κιθάρα τους, να προσφέρουν και θεματικές βραδιές. Αλλιώς δε βγαίνουν.
Νάκης Παπαδήμος (Μικρή Σκηνή)
Τα πράγματα είναι λίγο δύσκολα για τον κόσμο. Η έξοδος που έχει είναι Παρασκευή, Σάββατο και λίγο την Κυριακή. Υπάρχει οικονομική στενότητα δηλαδή και αυτό είναι το δύσκολο της εποχής. Οι μικρές σκηνές από την άλλη, είναι λίγο πιο οικονομικές από μία μεγάλη σκηνή που είναι για άλλο budget. Όλο αυτό που έχει γίνει, με τις διάφορες κρίσεις είναι αμφίδρομο και για τους μουσικούς και για τις σκηνές. Είναι δύσκολο πλέον να το έχεις αυτό ως κύριο επάγγελμα.
Το ότι φτάσαμε όμως εδώ, ώστε να μην υπάρχουν πλέον πολλές μουσικές σκηνές στην πόλη, ίσως φταίνε και οι κάποιες ελάχιστες πια μουσικές προτάσεις. Δεν υπάρχουν δηλαδή καινούρια μουσικά πράγματα που να θέλουν να αναδειχτούν. Εμείς στη Μικρή Σκηνή, είμαστε ανοιχτοί σε πολλά διαφορετικά είδη, αλλά και πάλι είναι αποθαρρυντικά τα μηνύματα ανταπόκρισης. Πάντως, πιστεύω πως έχουμε να προσφέρουμε πολλά ως μουσική αλλά και ως θεατρική σκηνή στην πόλη.
Νίκος Παπαδημητράκης (Duende jazz bar)
Εγώ μιλάω ως ιδιοκτήτης του Duende Jazz Bar που με το πρώτο lockdown είδαμε λόγω αβεβαιότητας ότι δεν είναι βιώσιμο να συνεχίσουμε να κρατάμε έναν τέτοιο χώρο που με όλους αυτούς τους περιορισμούς που ερχόταν με τις αποστάσεις των πελατών και τα επόμενα κύματα που ερχόταν δεν γινόταν να μείνουμε ανοιχτοί. Αυτά τα μέτρα λοιπόν, ήταν αποτρεπτικά για τους μικρούς χώρους που πολλοί έκλεισαν έτσι.
Τώρα είμαστε σε μία διαδικασία αναζήτησης νέου χώρου που θα έχει κάποιες καλύτερες προδιαγραφές και να μπορεί να ανταπεξέλθει σε τέτοιου τύπου απρόοπτα, ενώ εδώ και έναν χρόνο περίπου, έχουμε μία συνεργασία με το Καφωδείο Ελληνικό όπου στον επάνω του όροφο διοργανώνουμε κάποιες jazz βραδιές μία με δύο φορές την εβδομάδα, στα ίδια πρότυπα που είχαμε όταν λειτουργούσαμε στον δικό μας χώρο.
Αυτό λοιπόν για μάς, είναι ένα μεταβατικό στάδιο, μέχρι να βρούμε τον καινούριο δικό μας χώρο, αλλά και μέχρι να δούμε τι θέλει ο κόσμος σε αυτή τη φάση, μετά το σοκ της πανδημίας. Το συμπέρασμα είναι πως ακόμα υπάρχει στον κόσμο ένα μούδιασμα, αλλά υπάρχει και η ανάγκη να βγει και να ακούσει ζωντανή μουσική. Αυτό φάνηκε και από τις μεγάλες συναυλίες του καλοκαιριού σε ανοιχτούς χώρους.
Από την άλλη, είναι και τα έξοδα που πάντα είναι πολλά. Όταν έχουμε μία συναυλία είναι πολύ μικρότερα τα περιθώρια κέρδους. Ο στόχος είναι να βγάλεις τα έξοδα της συναυλίας και αν δεν πάει καλά, η ζημιά είναι μεγάλη. Η ενεργειακή κρίση, η ακρίβεια βοήθησαν κι αυτά να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση.