80 χρόνια από τις φρικτές ναζιστικές θηριωδίες στη Μαραθούσα Χαλκιδικής
Το «μαύρο» καλοκαίρι ενός από τα υπέροχα Ζερβοχώρια της Χαλκιδικής - Ντόπιοι που με το αίμα τους έγραψαν την ιστορία του τόπου
80 χρόνια συμπληρώνονται από το «μαύρο» καλοκαίρι που έζησε το χωριό Μαραθούσα της Χαλκιδικής, εκεί όπου σημειώθηκε μία ακόμη ναζιστιστική θηριωδία επί ελληνικού εδάφους.
Η Μαραθούσα (γράφεται και Μαραθούσσα) είναι χωριό και έδρα ομώνυμου Δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Ζερβοχωρίων, στο νομό Χαλκιδικής.
Στα 2 με 3 χλμ. βόρεια της Μαραθούσας βρίσκεται η Πλατάνα, με το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης του 1944.
Οι κάτοικοι της Μαραθούσας έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα, έγραψαν την ιστορία του μαρτυρικού αυτού τόπου, καθώς έγιναν θύματα του Ολοκαυτώματος που σχεδίασαν και εκτέλεσαν οι γερμανοί κατακτητές μαζί ελληνόφωνους συνεργάτες τους.
Η Μαραθούσα ήταν ένα από τα πρώτα χωριά που έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση αρχικά με 18 άνδρες και σύντομα σημαντικός αριθμός των κατοίκων οργανώθηκε στο ΕΑΜ και στην ΕΠΟΝ
Οι ηρωικοί κάτοικοι της Μαραθούσας πλήρωσαν την επιλογή τους αυτή με τη ζωή τους από τη συμμορία του Γερμανού Επιλοχία Φριτς Σούμπερτ, που αποτελούνταν κατά βάση από διεστραμμένους «Έλληνες» ταγματασφαλίτες, τους περιβόητους «Σουμπερίτες», συνεπικουρούμενη από ένα τάγμα βουλγαρικού ιππικού, κύκλωσαν το χωριό και άλλους από τους κατοίκους τους έκαψαν ζωντανούς, άλλους τους εκτέλεσαν, ενώ πυρπόλησαν και κατέστρεψαν το χωριό.
Το χρονικό του Ολοκαυτώματος
Από τις πρώτες ημέρες στο χωριό λειτουργούσε ανταρτικό κέντρο, το ΕΤΑ (Επιμέλεια Του Αντάρτη) που προμήθευε με τρόφιμα και ρούχα τους άνδρες του Αρχηγείου της Χαλκιδικής που ήταν εγκατεστημένο στη βόρεια πλευρά του Χολομώντα με αρχηγό τον καπετάν Βούρο (κατά κόσμον Θωμά Τσελέπη).
Την αντίσταση στη Μαραθούσα οργανώνει την άνοιξη του 1943 ο καπετάν Μιχάλης (κατά κόσμον Νίκος Σούτσος με καταγωγή από το Νεοχώρι).
Στις 7 Ιουνίου 1944 φτάνει στη Νέα Απολλωνία ο Σούμπερτ Φριτς με 80 Σουμπερίτες (50 από τους οποίους Κρητικοί) στρατιωτικά οχήματα και με ένα μικρό αριθμό αλόγων. Τότε ξεκινάει να εφαρμόζει το σχέδιο εξόντωσης των ανταρτών και πρώτος στόχος ήταν η Μαραθούσα.
Στις 16 Ιουνίου στέλνει στη Μαραθούσα δύο έφιππους ντυμένους αντάρτες να ζητήσουν από τον παπά Αθανάσιο και τον πρόεδρο Καΐση Νικόλαο να ετοιμάσουν φαγητά για την Κυριακή 18 Ιουνίου για να φιλέψουν τον αντάρτικο λόχο που θα περάσει από εκεί το μεσημέρι στο ταξίδι τους προς το Χολομώντα για να συναντήσουν τους υπόλοιπους αντάρτες.
Ο παπάς και πρόεδρος δεν πείστηκαν. Ειδοποίησαν τον καπετάν Βούρο που και αυτός υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πάει καλά. Τους προέτρεψε να ετοιμαστούν για επίθεση και να μην ετοιμάσουν φαγητά.
Το πρωί της Κυριακής οι Μαραθιώτες στήνουν ενέδρα στη θέση «Πλατάνα» μεταξύ του χωριού τους και της Νέας Απολλωνίας, ενώ ο καπετάν Βούρος με 50 άντρες βρισκόταν τρία χιλιόμετρα ανατολικά στη θέση «Μύλος».
Πολλοί Μαραθιώτες είχαν πάει στα χωράφια τους για να θερίσουν, όμως η βροχή το απόγευμα τους χάλασε τα σχέδια και τους ανάγκασε να πάρουν το δρόμο της επιστροφής.
Το μεσημέρι της Κυριακής οι Γερμανοί ξεκίνησαν από τη Νέα Απολλωνία προς τη Μαραθούσα για να συμφάγουν, όμως τελικά αλλάζουν διαδρομή και στη διασταύρωση προς Μελισσουργό συνάντησαν τον ντόπιο ψαρά Καραμπουζούκη που τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια για να μαρτυρήσει ονόματα κομμουνιστών και σπίτια που συναντιούνται οι αντιστασιακοί.
Ο άτυχος ψαράς μην αντέχοντας τα βασανιστήρια υπέδειξε ορισμένα ονόματα. Ο Σούμπερτ μετέβη στο Μελισσουργό και ξυλοκόπησε άγρια τα άτομα αυτά.
Το μεσημέρι ξεκίνησε και πάλι προς τη Μαραθούσα, παρακάμπτοντας όμως την «Πλατάνα».
Οι Μαραθιώτες πίστεψαν ότι ο ναζιστικός κίνδυνος απομακρύνεται, ως το σημείο όμως που άρχισαν να ακούν πυροβολισμούς, κρότους, χειροβομβίδες, τις καμπάνες να χτυπούν και τις ιαχές πως όλοι οι κάτοικοι πρέπει να συγκεντρωθούν στην πλατεία διαφορετικά θα εντοπιστούν και θα εκτελεστούν επί τόπου.
Ο παπάς και ο πρόεδρος του χωριού σε μια προσπάθεια να κερδίσουν χρόνου επιχείρησαν να πείσουν τους Ναζιστές ότι οι κάτοικοι της Μαραθούσας είναι φιλήσυχοι και δεν έχουν καμία σχέση με το ΕΑΜ.
Όσοι Μαραθοίτες κατάφεραν και διέφυγαν ενημέρωσαν τους αντάρτες του ΕΑΜ που βρίσκονταν στο «Μύλο» ώστε να σπεύσουν να βοηθήσουν.
Ένας Σουμπερίτης όμως αντιλήφθηκε τους αντάρτες και άρχισε να πυροβολεί προς το μέρος τους.
Οι αντάρτες ανταπέδωσαν τα πυρά με αποτέλεσμα ένας Σουμπερίτης να τραυματιστεί και οι υπόλοιποι να τραπούν σε φυγή.
Στην πλατεία του χωριού επικρατεί πανικός. Οι Γερμανοί πήραν τα οπλοπολυβόλα τους και προσπαθούσαν να αποφύγουν τα πυρά των ανταρτών.
Όλο αυτό το σκηνικό κράτησε σχεδόν μία ώρα. Σύγχυση επικρατεί στους Μαραθιώτες για το αν πρέπει να φύγουν ή να μείνουν.
Ο καπετάν Βούρος γνωρίζοντας πώς λειτουργούν οι Γερμανοί σε ανάλογες περιπτώσεις προτρέπει τους Μαραθιώτες να εγκαταλείψουν το χωριό.
«Μαραθιώτες να φύγετε απόψε γιατί αύριο το χωριό σας θα καίγεται. Απόψε πάρτε τα ζώα και ό,τι είναι να φορτώσετε, να το φορτώσετε πριν καεί».
Πριν καλά καλά νυχτώσει οι Μαραθιώτες φορτώνουν ότι μπορούν και αρχίζουν να αναχωρούν προς τους «Μπαξέδες».
Την άλλη μέρα επέστρεψαν για να πάρουν όσα δεν πρόλαβαν.
Όσοι καθυστέρησαν συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας 19 Ιουνίου ο Σούμπερτ συναντήθηκε με δύναμη βουλγάρικου ιππικού με 300 άνδρες που έφτασε μέσω Ζαγκλιβερίου.
Οι Βούλγαροι περικύκλωσαν το χωριό και ο Σούμπερτ είχε την ελευθερία των κινήσεων πλέον.
Ο Μαραθιώτης συγγραφέας Θανάσης Φωτίου στο βιβλίο «Η ναζιστική τρομοκρατία στην Ελλάδα» περιγράφει τα όσα ανατριχιαστικά ακολούθησαν…
Ο Σούμπερτ στο λόγο του διέταξε να μπει φωτιά στο χωριό, να θανατωθούν όλα τα παιδιά στις κούνιες τους.
Τα σπίτια το ένα πίσω από το άλλο άρχισαν να παραδίδονται στη λεηλασία και τις φλόγες.
Όσοι ηλικιωμένοι έμειναν στο χωριό είτε εκτελέστηκαν επί τόπου, είτε ρίχτηκαν στα φλεγόμενα σπίτια!
Τον κ. Τσακαλέρο, γέρο κάτοικο, αφού του έσκισαν την κοιλιά, τον έκαψαν στο στρώμα με δεμάτια σίκαλης.
Τη γερόντισσα Ελένη Τερζόγλου, οι συγγενείς της την βρήκαν σφαγιασμένη και κρεμασμένη από μια συκιά.
Τους γεροσαρακατσαναίους Δημήτρη και Παρασκευή Μητρούση τους πυροβόλησε έξω από το σπίτι του Φουντούκη, τους έσπρωξε μέσα και έβαλε φωτιά στο σπίτι.
Ο γέρο Στύλος με τη γυναίκα του αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους, πίστευαν ότι ο λόγος τους θα έπιανε τόπο και ότι δε θα τους πειράξουν.
Τους έκαψαν ζωντανούς μέσα στο σπίτι τους…
Από τους 11 νεκρούς Μαραθιώτες οι έξι πυροβολήθηκαν.
Το απόγευμα της Δευτέρας το Ολοκαύτωμα ολοκληρώθηκε και άρχισε από εκεί και πέρα το πλιάτσικο, ενώ πήραν μαζί τους και ομήρους βασανίζοντάς τους φρικτά.
Το βουλγάρικο ιππικό συλλαμβάνει κατόπιν προδοσίας τους καθοδηγητές Χριστοφόρου, Ορφανίδη, Πήτα και τους οργανωμένους στο ΕΑΜ αδελφούς Γρηγόρη και Αστέριο Κοντό.
Την επόμενη μέρα οι όμηροι εκτελούνται με διαταγή του Σούμπερτ στον Πλάτανο του Λαδένη, κρανίου τόπο της Νέας Απολλωνίας.
Λέγεται, ότι ο πρόεδρος Πασχαλίδης επέμενε να τους πάνε στο μέρος από όπου τους πήραν και να μη τους σκοτώσουν εκεί.
Έτσι, οι όμηροι, που άλλες μαρτυρίες τους θέλουν 9, άλλες 14 και κάποιες 17, μεταφέρθηκαν έξω από την Μαραθούσα στην τοποθεσία Πλατάνα, όπου μετά από βασανιστήρια σφαγιάστηκαν ή εκτελέστηκαν.
Συνολικά τα θύματα ανέρχονται σε 28. Στο μνημείο αναγράφονται τα στοιχεία των 25 καθώς τα υπόλοιπα είναι αγνώστων στοιχείων.
Οι Μαραθιώτες βλέποντας από μακριά το χωριό τους να καίγεται, άρχισαν να κατευθύνονται προς την Αρναία, αλλά εκεί οι κάτοικοι φοβήθηκαν να τους φιλοξενήσουν υπό το φόβο των Γερμανών, αλλά και γιατί τους άκουγαν να φύγουν και πίστευαν ότι έχουν φυματίωση. Τους υπέδειξαν να διανυκτερεύσουν στη διπλανή ρεματιά.
Ο Σούμπερτ προκειμένου να τους εξαντλήσει χαρακτήρισε τη Μαραθούσα απαγορευμένη ζώνη για να μην μπορέσουν να επιστρέψουν και να θερίσουν τα σπαρτά τους.
Μέσω παρέμβασης του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού η απαγόρευση άρθηκε.
Η επιστροφή βέβαια θύμιζε σκηνικό αρχαίας τραγωδίας.
Θρήνος.
Η Ελένη Τσάλη οδύρεται για τον 13χρονο κωφάλαλο γιο της που έπεσε νεκρός από τα γερμανικά πυρά. Ο 13χρονος δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των Ναζί την ώρα που έβοσκε τα πρόβατα και εκείνοι τον εκτέλεσαν.
Μέσα από τις στάχτες η Μαραθούσα προσπαθεί να αναγεννηθεί. Οι κάτοικοι που επέστρεψαν μένουν σε πρόχειρα παραπήγματα και αρχίζουν να θερίζουν τη γη.
Η πρόνοια του κράτους απούσα…
Μερικά τρόφιμα και κλινοσκεπάσματα μοιράζονται στους κατοίκους μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού έπειτα από παρέμβαση του Νεαπολλωνιώτη, Στέργιου Μπαχαρίδη.
Το χωριό ξαναχτίστηκε. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος πέρασαν.
Η Μαραθούσα έγραψε με χρυσά γράμματα το όνομά της στον ιστορικό χάρτη της Ελλάδας για τους αγώνες κατά του φασισμού και υπέρ της ελευθερίας.
Το 1987 με πρωτοβουλία του τοπικού παραρτήματος Π.Ε.Α.Ε.Α στήθηκε ένα απλό μνημείο στη θέση Πλατάνα για να τιμούνται όσοι έχασαν με φρικτό τρόπο τη ζωή τους στη Μαραθούσα.
Τον Φεβρουάριο του 1988 το μνημείο βανδαλίζεται και γκρεμίζεται και λίγους μήνες μετά αναστηλώνεται πρόχειρα μόνο και μόνο για να εορταστεί η επέτειος.
Από τότε αρχίζει ένας μαραθώνιος για τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης της Μαραθούσας, με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων ώστε να στηθεί ένα μόνιμο μνημείο.
Αυτό γίνεται τελικά τον Ιούνιο του 1990. Το νέο μνημείο είναι μια υψωμένη γροθιά και δίπλα της υπάρχει μια μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των πεσόντων πατριωτών.
Κάθε χρόνο τον Ιούνιο και την πλησιέστερη προς τα γεγονότα Κυριακή, τελείται επιμνημόσυνη δέηση στο σημείο.
*με πληροφορίες:
Το Ολοκαύτωμα της Μαραθούσας – www.marathousa1.webnode.gr
Το Ολοκαύτωμα της Μαραθούσας και η ιστορία του δωσυλογισμού στη Χαλκιδική – Η Αυγή