Αγώνας επιβίωσης για τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα

Οι μικροί μισθοί, ο χαμηλός βαθμός προστασίας από τις απειλές και τις αγωγές SLAPP, καθώς και ο τεράστιος βαθμός κυβερνητικών πιέσεων, υπονομεύουν την ανεξαρτησία τής κατά τα άλλα... τέταρτης εξουσίας

Parallaxi
αγώνας-επιβίωσης-για-τη-δημοσιογραφί-1136497
Parallaxi

Παρουσιάστηκε πριν από λίγες μέρες στην Τεχνόπολη Αθηνών το πρώτο «Βαρόμετρο για τα ελληνικά ΜΜΕ» από το Ιδρυμα Friedrich Ebert, που έχει εφαρμοστεί σε δεκάδες χώρες και τα συμπεράσματά του είναι άκρως ανησυχητικά για τη δημοσιογραφία και κατ’ επέκταση για την ποιότητα της δημοκρατίας στη χώρα. Πρόκειται για μια πρωτοποριακή πολυσέλιδη ανάλυση του τοπίου των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, η οποία αξιολογεί ποιοτικά κρίσιμες πτυχές, όπως η ελευθερία της έκφρασης, η ανεξαρτησία των ΜΜΕ, η πολυφωνία, η δεοντολογία και η οικονομική βιωσιμότητα, βασισμένη σε μια διαφανή διαδικασία αυτοαξιολόγησης.

Αγωνία βιωσιμότητας

Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες που συμμετείχαν στη σύνταξη της έκθεσης, η ελληνική κυβέρνηση δεν προωθεί ένα ποικιλόμορφο τοπίο μέσων ενημέρωσης με οικονομικά βιώσιμα και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, ενώ παράλληλα πολύ χαμηλή βαθμολογία συγκέντρωσε το ερώτημα «αν το κράτος κατανέμει τα κονδύλια για τη δημόσια διαφήμιση με διαφανή τρόπο και αν απέχει από τη χρήση της εξουσίας του σχετικά με την τοποθέτηση αυτών των κονδυλίων ως μέσο παρέμβασης στο συντακτικό περιεχόμενο».

«Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σαφής διαφοροποίηση στην ποικιλομορφία που χαρακτηρίζει το τοπίο των μέσων στην Ελλάδα. Αυτό συνέβη με τη δημιουργία του Solomon, του ΜIIR, των Reporters United, πριν ήταν το Αthens Live ως μια πρώτη απόπειρα. Θυμίζω, επίσης, τα ανεξάρτητα μέσα της τελευταίας δεκαετίας, Press Project, Inside Story, Alterthess, Unfollow, etypos και εμβληματικότερο όλων και άλλης τάξης μεγέθους, η “Εφ.Συν.”», υπογράμμισε ένας από τους συντάκτες.

Στην έκθεση τονίζεται ότι «τα σημαντικότερα δημοσιογραφικά θέματα που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια έχουν προέλθει -αν όχι όλα- κυρίως από τα ανεξάρτητα μέσα». Ωστόσο, «οι υποκλοπές σηκώθηκαν από τα ανεξάρτητα μέσα στην Ελλάδα, αλλά και από δημοσιογράφους που είχαν καλές επαφές με το συστημικό πλαίσιο». Για τη βιωσιμότητά τους, βέβαια, στην έκθεση σημειώνεται ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει εδραιωμένη κουλτούρα συνδρομής, παρότι έχουν γίνει πετυχημένες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια από καθιερωμένα μέσα, όπως η «Καθημερινή» και «Τα Νέα». Οι εμπειρογνώμονες στάθηκαν στους αναξιοπρεπείς μισθούς των εργαζομένων τόσο στα κλασικά μέσα όσο και στα «εναλλακτικά» ή «ανεξάρτητα». «Οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί, πρέπει να κάνεις δύο δουλειές για να έχεις αξιοπρεπές εισόδημα. Αυτό έχει επίπτωση στην ποιότητα του ρεπορτάζ, όταν πρέπει να γίνεσαι χίλια κομμάτια για να τα προλάβεις όλα, αλλά και στην προσωπική ζωή των επαγγελματιών του χώρου – για την οποία δεν νοιάζεται και κανείς. Ακόμα και τα “καλά μέσα” έχουν ένα συγκεκριμένο ταβάνι οικονομικό. Το μέλλον προδιαγράφεται ζοφερό», σημείωσε ένας από τους εμπειρογνώμονες.

Ομοφοβία και μισογυνισμός

Στην έκθεση αναδεικνύεται το γεγονός πως τα μέσα ενημέρωσης δεν εκπροσωπούν δίκαια τις διαφορετικές φωνές του κοινωνικού συνόλου, συμπεριλαμβανομένων των μειονοτήτων και των περιθωριοποιημένων ομάδων, ενώ εκφράζεται αυξημένη ανησυχία για το γεγονός ότι οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται ή, όταν εκπροσωπούνται, συχνά αντιμετωπίζονται με στερεοτυπικό τρόπο εντός της εργασίας τους.

Ακανθώδες είναι και το θέμα της διαχείρισης της ψυχικής υγείας των εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης. Οπως τόνισε μία εκ των συμμετεχόντων, «υπάρχει μια διαρκής αίσθηση ματαίωσης σε αυτή τη δουλειά, από το μέγεθος ατιμωρησίας, τις διαδικτυακές απειλές που μπορούν να μεταφερθούν και σε μια αίθουσα σύνταξης. Πόσα μέσα στην Ελλάδα έχουν άραγε σύμβουλο μη βίας επικοινωνίας ομάδων;». Αλλος σημείωσε ότι «οφείλουμε να μιλήσουμε πιο ανοιχτά και για διακρίσεις, για ομοφοβία, τρανσφοβία, μισογυνισμό. Δυστυχώς ο δημοσιογραφικός χώρος είναι αρκετά τοξικός. Πόσο συχνά θα αναλάβει ένα θηλυπρεπές άτομο πολιτικό ρεπορτάζ; Πόσο συχνά θα αναλάβει μια γυναίκα νωρίς μια διοικητική θέση; Ελάχιστα μέσα εφαρμόζουν τέτοιες πολιτικές και πρωτόκολλα για να αντιμετωπίσουν έμφυλα ζητήματα».

Εργασιακή επισφάλεια

Ως προς τα θέματα ασφάλειας των δημοσιογράφων (από φυσικές απειλές, επιθέσεις, διαδικτυακές απειλές, αγωγές SLAPP, προστασία κατά την άσκηση της εργασίας τους), οι εμπειρογνώμονες συμφώνησαν σχεδόν ομόφωνα πως ο βαθμός προστασίας είναι πολύ χαμηλός στη χώρα μας. «Είναι πολύ επισφαλώς εργαζόμενοι οι δημοσιογράφοι. Για να ξεκινήσουμε όμως να συζητάμε για ασφαλή δημοσιογραφία, η βάση είναι αξιοπρεπείς μισθοί, αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, αξιοπρεπές ωράριο, για να μπορέσει κάποιος να δείξει ποιος είναι πραγματικά και να δουλέψει σωστά, χωρίς την αγωνία τού τι ώρα θα σχολάσει, πότε θα πληρωθεί, αν θα πληρωθεί και πώς θα τα βγάλει πέρα», υπογράμμισε ένας από τους συντάκτες.

Παρεμβάσεις

Στον δείκτη με το ερώτημα «αν οι ιδιοκτήτες καθιερωμένων ιδιωτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης αποφεύγουν να παρεμβαίνουν στη συντακτική ανεξαρτησία», η αξιολόγηση ήταν επίσης πολύ χαμηλή (1,8 στα 5, με άριστα 5, η χώρα να πληροί όλες τις πτυχές του δείκτη). Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση ενός από τους εμπειρογνώμονες, όπως παρουσιάζεται (ανώνυμα) στην έκθεση: «Ο βαθμός πιέσεων είναι τεράστιος ακόμα και για μια κριτική ή ψήγματα κριτικής. Εχω εικόνα από εκπομπές που γράφονται μεσημέρι και θα παίξουν το βράδυ και όταν έχει κυκλοφορήσει λίγο το τι μπορεί να ειπωθεί, πέφτουν κυβερνητικά τηλέφωνα στον διευθυντή να μην παίξει. Και μιλάμε για πράγματα που δεν θα ρίξουν την κυβέρνηση, απλά κάνουν κριτική».

Εξαιρετικά χαμηλή βαθμολογία (μόλις 1,3 στα 5) καταγράφεται και στο ερώτημα αν τα όργανα που ρυθμίζουν τα δημόσια μέσα ενημέρωσης είναι ανεξάρτητα, αν διορίζονται με διαφάνεια και αν προστατεύονται από τον νόμο από πολιτικές ή οικονομικές παρεμβάσεις. Στο Βαρόμετρο του Ιδρύματος Friedrich Ebert στηλιτεύεται το γεγονός ότι ο πρόεδρος και ο διευθύνων σύμβουλος του ΕΣΡ διορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση μέσω της διάσκεψης των προέδρων του Κοινοβουλίου, όπως και ότι αλλάζουν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος στην ΕΡΤ και στο ΑΠΕ-ΜΠΕ κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση.

Οπως υπογραμμίστηκε, «είναι η πρώτη φορά στα χρονικά της χώρας, στη συγκρότηση του ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου, που δεν τηρήθηκε μια ισορροπία για να έχουμε ένα κοινής αποδοχής σώμα, έστω ως πρόσχημα», ενώ αναφέρθηκε πως η κατάσταση του ασφυκτικού ελέγχου των κρατικών μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα επιδεινώθηκε με την κυβέρνηση Μητσοτάκη καθώς, με το «επιτελικό κράτος», εκτός από την ΕΥΠ πέρασε απευθείας στο Μαξίμου και ο έλεγχος της ΕΡΤ και του ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Προτάσεις για τη βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος 

Στην έκθεση του Βαρόμετρου αναφέρονται επιγραμματικά και ορισμένες προτάσεις για τη βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος των δημοσιογράφων και τη διασφάλιση της εφαρμογής των κωδίκων δεοντολογίας, όπως η δημιουργία γραφείων ανθρώπινου δυναμικού, όπου οι εργαζόμενοι θα μπορούν να προσφεύγουν σε περίπτωση που αντιμετωπίσουν καταστάσεις που τους φέρνουν σε δύσκολη θέση. Επιπλέον, τονίστηκε η ανάγκη για σωστή εφαρμογή της νομοθεσίας και για λειτουργία τμημάτων ελέγχου (fact-checking) στα μεγάλα μέσα, καθώς σήμερα αυτά είναι ελάχιστα.

Επίσης, προτάθηκε να δημιουργηθεί ένα παρατηρητήριο ή μια ανώνυμη φόρμα, όπου οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ να μπορούν να καταγγέλλουν προβλήματα πίεσης ή λογοκρισίας, με την προϋπόθεση ότι θα δοθεί προσοχή στις ψευδείς καταγγελίες. Σχετικά με την ενσωμάτωση της οδηγίας για τα SLAPP στην ελληνική έννομη τάξη, προτάθηκε να δημιουργηθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή με επώνυμα μέλη, συμπεριλαμβανομένων δημοσιογράφων, και να ενσωματωθεί σωστά η οδηγία.

Για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της ποικιλομορφίας, προτάθηκε η ύπαρξη ενός νέου, απλού, σαφούς και εφαρμόσιμου κώδικα δεοντολογίας, «προσαρμοσμένου στην πραγματικότητα». Τονίστηκε επίσης η ανάγκη για διαφάνεια στη μετοχική σύνθεση των μέσων, καθώς και για διασφάλιση της ποιότητας των μελών του ΕΣΡ και της ποικιλομορφίας στην αντιπροσωπευτικότητα του οργάνου.

Πηγή: efsyn.gr / Κώστας Ζαφειρόπουλος

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα