Αλεξανδρούπολη: “Βρέθηκα στον δρόμο μέσα σε λίγα λεπτά, δεν είχαμε πια τίποτε”

"Σβήναμε την φωτιά με το νερό της παιδικής πισίνας της κόρης μου." Μαρτυρίες από τους κατοίκους της Αλεξανδρούπολης.

Μυρτώ Τούλα
αλεξανδρούπολη-βρέθηκα-στον-δρόμο-μ-1047086
Μυρτώ Τούλα

Για πέμπτη συνεχόμενη ημέρα καίει ανεξέλεγκτα η φωτιά στην Αλεξανδρούπολη σε μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, και πέρασμα για πολλούς τουρίστες και όχι μόνο. Άνθρωποι πενθούν το βίος τους, πάνω από τα μπαλκόνια περνούν τα καναντέρ, στην πρώτη σειρήνα το χτυποκάρδι δυναμώνει, τα 112 βουλιάζουν τους ήχους των χωριών ενώ ο καπνός της Αλεξανδρούπολης έχει φτάσει πια μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος.

Η πύρινη λαίλαπα αφήνει πίσω της χιλιάδες απώλειες, ανθρώπους, ζώα, σπίτια, περιουσίες κόπων μιας ολόκληρης ζωής, στα καμένα ο ήχος της και η σιωπή από την στάχτη και τα αποκαΐδια σκεπάζει το αύριο. Εικόνες από την εκκένωση του νοσοκομείου θυμίζουν πως η Ελλάδα είναι πια μία χώρα τριτοκοσμική.

Η οργή των πολιτών φουντώνει.

Ο Νίκος μένει στο χωριό Παλαγία, έξω από την Αλεξανδρούπολη. Το απόγευμα της Τρίτης ο στρατός του χτύπησε το κουδούνι για να εκκενώσει το σπίτι του.

“Την Δευτέρα το βράδυ η φωτιά έφτασε στο χωριό μας. Στην αρχή την βλέπαμε στο βουνό και έπειτα επιθετικά πλησίαζε τα σπίτια μας. Κατεβάσαμε τα παντζούρια, και κλείσαμε τις ασφάλειες. Γύρω στις 7:30 το απόγευμα ο στρατός, μας χτύπησε την πόρτα για να εκκενώσουμε το σπίτι, κατεβήκαμε στην πλατεία του χωριού, μέχρι τη μία τα ξημερώματα καθόμασταν όλοι εκεί. Όταν μας είπαν να εγκαταλείψουμε το σπίτι, η καρδιά μου βάρυνε. Το σπίτι μας ήταν ακατοίκητο οικόπεδο, μόνοι μας το φτιάξαμε τούβλο – τούβλο. Για να το τελειώσουμε πήραμε δάνεια και χρεωθήκαμε. Από την μία στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε άστεγοι. Η φωτιά εκείνη την ώρα κάπως “χαλάρωσε”, ανεβήκαμε στο σπίτι μας να δούμε αν κάηκε, κάτσαμε ένα 20λεπτο να μαζέψουμε ότι μπορούσαμε, γύρω στις 2 το μεσημέρι, ο στρατός ξαναχτύπησε το κουδούνι, ακόμη μία εκκένωση. Η φωτιά είχε δυναμώσει. Κατεβήκαμε ακόμη πιο κάτω από την πλατεία για να είμαστε ασφαλείς. Τα ασθενοφόρα τρέχανε, ήρθαν υλικά αγαθά πρώτης ανάγκης αλλά ήταν για τους πυροσβέστες και τον στρατό. Οι πυροσβεστικές δυνάμεις ήταν λίγες, δεν μπορούσαν να κάνουν τα αδύνατα δυνατά. Οι εθελοντές ήταν αρκετοί και γι’ αυτό κάποια στιγμή η φωτιά ελέγχθηκε. Αν δεν υπήρχαν εκείνοι θα καιγόμασταν ζωντανοί. Οι κάτοικοι σβήναμε τις φωτιές μέχρι τα ξημερώματα με λάστιχα νερού και κλαδιά. Στο σπίτι μας ευτυχώς δεν υπήρχαν ζημιές, μόνο κάτι ξερόχορτα κάηκαν. Οι καπνοί από τα αποκαΐδια και τα ενεργά μέτωπα έχουν δημιουργήσει μία παχύρευστη ομίχλη η οποία προκαλεί ασφυξία. Δεν μπορείς να ανασάνεις. Έχουμε διακοπή νερού και ρεύματος σε τακτά χρονικά διαστήματα. Φυσάει ακόμη εδώ και μέχρι τώρα ζούμε υπό τον φόβο της αναζωπύρωσης. Βρεθήκαμε όλοι στον δρόμο χωρίς τίποτα. Η μαμά μου είναι άνεργη και από την μία στιγμή στην άλλη θα χάναμε και το σπίτι μας, την έβλεπα να κλαίει στην πλατεία και ένιωθα πως χάνεται η ζωή μου. Βγήκαμε από σπίτι χωρίς να έχουμε μαζί μας τίποτα και πως να πάρεις τους κόπους μίας ζωής μαζί σου;” H Χρυσάνθη τις ημέρες της φωτιάς έτυχε να βρεθεί στην πατρίδα της την Αλεξανδρούπολη

“Η φωτιά από την μία άκρη της Αλεξανδρούπολης έφτασε στην άλλη μέσα σε μία νύχτα. Η πόλη περικυκλώθηκε στις φλόγες. Αν η φωτιά ξεπερνούσε την Εγνατία Οδό δεν θα υπήρχε άλλη διαφυγή πέραν της θάλασσας. Δεν υπάρχουν μέσα για να φύγουμε δια θαλάσσης όσοι μένουμε εκεί. Δεν υπάρχουν αρκετές πυροσβεστικές δυνάμεις, οι φίλοι μου πηγαίνουν σκεφτείτε ως εθελοντές για να σβήσουν τις φωτιές και να σώσουν ό, τι μπορούν. Φυσικά για όλους εκείνους που συνδράμουν δεν υπάρχουν καν μάσκες και είδη πρώτης ανάγκης για να είναι ασφαλείς. Καλύπτουν όλοι με μπλούζες τα πρόσωπα τους και με χειρουργικές μάσκες για να αποφύγουν τα αναπνευστικά προβλήματα. Η φωτιά έφτασε μέχρι το νοσοκομείο, χρειάστηκε να εκκενωθεί. Όλοι στην Αλεξανδρούπολη τρέχαμε να βοηθήσουμε τους ασθενείς, στις ειδήσεις δεν είδα τίποτα μέχρι τις 4 το πρωί που ήμουν ξύπνια. Η γιαγιά μου έτυχε να βρίσκεται στο νοσοκομείο την ώρα της εκκένωσης λόγω αναπνευστικού προβλήματος, εκείνο το βράδυ την έστειλαν στο νοσοκομείο της Ξάνθης και σήμερα το πρωί της είπαν να πάει να την παραλάβει κάποιος ενώ η γυναίκα ήταν με οξυγόνο. Επιτελικό κράτος. Στο νοσοκομείο εκείνο το βράδυ υπήρχε μόνο ένα πυροσβεστικό, τι να κάνει μόνο ένα πυροσβεστικό; Η μεταφορά των ασθενών επειδή δεν έφταναν τα ΕΚΑΒ έγινε με ΚΤΕΛ και όσοι δεν μπορούσαν να μεταφερθούν σε άλλα νοσοκομεία νοσηλευόντουσαν σε καράβι, στρωματσάδα, ηλικιωμένοι άνθρωποι. Η φωτιά την δεύτερη νύχτα έκαψε χωριά πυκνοκατοικημένα, έσβησε από τον χάρτη, σπίτια, σχολεία τους κόπους μίας ολόκληρης ζωής. Δεν είδαμε πουθενά στις ειδήσεις όμως να αναφέρεται. Οι άνθρωποι που εκκένωσαν τα σπίτια τους δεν γνωρίζουν αν κάηκαν, οι αρχές δεν έχουν ενημέρωση πρέπει να πάνε να δουν οι ίδιοι τους. Σε διάφορα χωριά ήταν εγκλωβισμένοι ηλικιωμένοι άνθρωποι και δεν μπορούσαν να απεγκλωβιστούν, οι εθελοντές τους βοήθησαν. Τα μηνύματα 112 έπεφταν βροχή. Πανικός, εικόνες πολέμου. Να βλέπεις την πατρίδα σου να καίγεται και να μην ξέρεις τι να κάνεις.”

Η κ. Μαρία με τον σύζυγο της και τα παιδιά της έσωσε το σπίτι της από την φωτιά στη Νίψα.

ΠΗΓΗ: evros24.gr

“Μέχρι σήμερα η φωτιά καίει ανεξέλεγκτα, δεν μπορούμε να πάρουμε ανάσα, δεν ξέρουμε πότε θα σταματήσει όλο αυτό. Η φωτιά λένε πως ξεκίνησε από κεραυνό το Σάββατο. Είναι Τετάρτη και ακόμη δεν έχει σβήσει. Πυροσβεστικές δυνάμεις υπήρχαν από την αρχή αλλά κανείς δεν φανταζόταν την έκταση που θα έπαιρνε λόγω του αέρα. Η καταστροφή είναι τεράστια, η φωτιά ξεκίνησε από την Μελία και κόντεψε να φτάσει μέσα στην πόλη. Η φωτιά ήρθε δίπλα στο σπίτι μας που υπήρχε ένα πάρκο το οποίο κάηκε. Ευτυχώς την σβήσαμε με κουβάδες γεμάτους νερό και λάστιχα. Παίρναμε νερό από την παιδική πισίνα των παιδιών μας. Κάποια στιγμή ήρθε ένας φίλος μας που είχε όχημα με βυτίο και μας βοήθησε κι έτσι έσβησε. Η πυροσβεστική ήταν σε άλλα σημεία, είναι λίγοι, που να πρωτοπάνε;  Eυτυχώς υπάρχουν εθελοντές, είναι πολλοί που μένουν πίσω στις εκκενώσεις. Όταν ήρθε το μήνυμα εκκένωσης η αλήθεια είναι πως επικράτησε πανικός, έχουμε μωρά παιδιά, δεν ήξερα τι να πάρω μαζί μου, ο νους μου πήγε στο χειρότερο. Ο πανικός επικράτησε.  Ο άντρας μου εκείνο το βράδυ έμεινε στο σπίτι και το έσωσε. Οι φλόγες ήταν σε ύψος πολύ μεγάλες, ο καπνός ήταν αφόρητος, εικόνες πολέμου. Κάηκε το εκκλησάκι του χωριού και κάποιες αποθήκες. Ζώα κάηκαν πάρα πολλά, μάθαμε για ένα κοπάδι ενός κτηνοτρόφου, τα έχασε όλα. Φίλοι και γνωστοί είναι αυτή την στιγμή στο πύρινο μέτωπο, δεν έχουμε σήμα δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε εύκολα μαζί τους. Οι πυροσβέστες χρειάζονται είδη πρώτης ανάγκης, δεν έχουμε ρεύμα αλλά στέλνουμε ξηρά τροφή και νερό τόσο στους εθελοντές όσο και στους πυροσβέστες. Το μέλλον της πόλης μας θα είναι πολύ δύσκολο”.

Ο Αχιλλέας είναι φωτορεπόρτερ και βρέθηκε στην Αλεξανδρούπολη από την Δευτέρα.

“Στον δρόμο περνούσαμε από διάφορα σημεία που είχε περάσει η πύρινη λαίλαπα. Πρώτη μας στάση ήταν το χωριό Νίψα, στο οποίο η φωτιά είχε σβήσει, επόμενη στάση το χωριό Άβαντος. Η φωτιά εκεί ήταν μεγάλη, υπήρχαν ελάχιστα πυροσβεστικά οχήματα, ωστόσο οι κάτοικοι ήταν περισσότεροι, οι οποίοι όργωναν τα χωράφια για να μην καούν και έφτιαχναν αντιπυρικές ζώνες. Η φωτιά μπήκε μέσα σε χωριά, κάηκαν σπίτια, στάνες, αμάξια, σχολείο και αποθήκες. Στην αποστολή περάσαμε και από την Κομοτηνή, η φωτιά ήταν πάνω στο βουνό, ωστόσο υπήρχαν ζημιές σε χωριά. Οι άνθρωποι εδώ είναι στα χαμένα. Υπάρχει κούραση και φαίνεται, ωστόσο βλέπεις και αλληλεγγύη και έναν άψογο συντονισμό από τους κατοίκους οι οποίοι κατευθύνουν την κατάσβεση. Την Τρίτη το πρωί η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, δεν έβλεπες γύρω, παντού υπήρχαν στάχτες και καπνοί. Αναζωπυρώσεις υπάρχουν παντού σε κάθε χωριό. Οι καμένες εκτάσεις είναι τεράστιες, στις φωτογραφίες δεν μπορεί να αποτυπωθεί, αλλά είναι μία γραμμή συνεχόμενη μόνο καμένο πολλών χιλιομέτρων.”

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα