Απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου: «Αν υπήρχαν τα συστήματα ασφαλείας δεν θα γινόταν η σύγκρουση των τρένων»
Τι αποφάσισε το Δικαστήριο της Αθήνας
Καταπέλτης κατά των ΟΣΕ και «Hellenic Train» είναι η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το έγκλημα των Τεμπών που είδε τη δημοσιότητα.
Είναι η υπ’ αριθμόν 966/2024 απόφαση με την οποία επιδικάστηκε αποζημίωση ύψους 800.000 ευρώ στην οικογένεια ελεγκτή (σύζυγο, αδελφή και δύο παιδιά) που είχε επιβιβαστεί στην επιβατική αμαξοστοιχία στη Λάρισα λίγο πριν από τη σύγκρουση με την εμπορική.
Η απόφαση ουσιαστικά αναφέρει ότι τα τρένα κινούνταν στα «τυφλά» χωρίς κανένα σύστημα ασφαλείας, κατά τη διάρκεια της πολύνεκρης σύγκρουσης, με ευθύνη των εταιρειών του ΟΣΕ και της «Hellenic Train», που γνώριζαν απόλυτα την επικίνδυνη κατάσταση.
Το σκεπτικό της απόφασης αναδεικνύει ορισμένες από τις σοβαρές πλευρές που οδήγησαν στο προδιαγεγραμμένο έγκλημα καθώς και ευθύνες τόσο για τον ΟΣΕ, που έχει την υποδομή όσο και για την «Hellenic Train», που έχει τα βαγόνια, το μεταφορικό έργο.
Πιο αναλυτικά, το δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τη μέρα του δυστυχήματος δεν λειτουργούσε «η φωτεινή πλευρική σηματοδότηση, η οποία μεταξύ της Λάρισας και των Νέων Πόρων ήταν εκτός λειτουργίας από το 2019». Επίσης, δεν λειτουργούσε ούτε το «σύστημα τηλεδιοίκησης και ελέγχου κυκλοφορίας που μεταξύ άλλων δεν επιτρέπει να χαραχθούν αυτόματα μη συμβατά μεταξύ τους δρομολόγια».
Όπως επισημαίνεται, με τη χρήση του συγκεκριμένου συστήματος η «χάραξη του δρομολογίου της IC 62 (επιβατική αμαξοστοιχία) θα γινόταν από τον κεντρικό χειριστή, ο οποίος στο κέντρο της τηλεδιοίκησης θα είχε την πλήρη εικόνα της κατάστασης όλων των σταθμών της περιοχής του και της γραμμής που διαχειριζόταν και επιτηρούσε και θα διαβιβαζόταν για εκτέλεση στον σταθμάρχη Λάρισας».
Ελειπε το σύστημα αυτόματης πέδησης
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, δεν λειτουργούσε ούτε το «σύστημα επιβολής αυτόματης πέδησης (μεταξύ αυτών το ECTS) για την περίπτωση που ο οδηγός δεν συμμορφώνεται με τα φωτοσήματα». Οπως αναφέρεται, «εάν λειτουργούσε και χαραζόταν το δρομολόγιο της IC 62 από τη γραμμή καθόδου (είτε από τον σταθμάρχη Λάρισας είτε από τον κεντρικό χειριστή τηλεδιοίκησης), ο επόμενος από τη Λάρισα σταθμός (Ν. Πόροι) δεν θα έδινε την ελεύθερη γραμμή καθόδου για την εμπορική αμαξοστοιχία και το φωτόσημο στην έξοδο θα ήταν κόκκινο». Επίσης, αναφέρεται ότι «αν ο μηχανοδηγός της εμπορικής αμαξοστοιχίας δεν συμμορφωνόταν και παραβίαζε το κόκκινο φωτόσημο εξόδου από τους Ν. Πόρους, θα ενεργοποιούνταν από το σύστημα ETCS η αυτόματη πέδηση και για τους δύο αντίθετα κινούμενους συρμούς, οι οποίοι θα ακινητοποιούνταν επιτόπου. Δηλαδή, ακόμη και όλα λάθος να είχαν γίνει από τον μηχανοδηγό και τον σταθμάρχη και πάλι το δυστύχημα θα είχε αποσοβηθεί».
Ακόμα τονίζεται: «Το αρχικό λάθος του σταθμάρχη της Λάρισας υπήρξε μοιραίο ακριβώς επειδή δεν λειτούργησαν αυτές οι ασφαλιστικές δικλείδες. Το λάθος του σταθμάρχη θα το σταματούσε η τηλεδιοίκηση, δηλαδή ο πιο έμπειρος σταθμάρχης που θα ασκούσε την τηλεδιοίκηση. Στο πλαίσιο της τηλεδιοίκησης θα υφίστατο και σηματοδότηση και δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να χαραχθούν δύο τρένα σε μια γραμμή. Ελλείπουσας τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης στο συγκεκριμένο τμήμα της διαδρομής, ο στερούμενος εμπειρίας σταθμάρχης που βρισκόταν μόνος στη βάρδια ήταν εντελώς ανεπαρκής για τη διαχείριση της κυκλοφορίας».
Αποκαλυπτική είναι η δικαστική απόφαση και σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του Κέντρου Ελέγχου Κυκλοφορίας Λάρισας. Οπως σημειώνεται, «επειδή ακριβώς δεν λειτουργούσε η φωτοσήμανση δεν λειτουργούσε επίσης και το Κέντρο Ελέγχου Κυκλοφορίας Λάρισας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κεντρικός χειριστής που να επιτηρεί τον σταθμάρχη Λάρισας και να μπορεί να επέμβει σε περίπτωση λανθασμένων χειρισμών όπως η προκειμένη».
ΠΗΓΗ: rizospastis.gr