Δύο ημέρες στο Αγκίστρι
Η φύση των ελληνικών νησιών, ξερή ή και διονυσιακά καρποφόρα, παραμένει πηγή ελπίδας.
Λέξεις: Μαριαλένα Τσαντήλα
Παίρνοντας το καράβι από τον Πειραιά προς Αίγινα και έπειτα Αγκίστρι, ένιωσα μια περίεργη αίσθηση ελευθερίας όταν αγνάντευα τον ορίζοντα όπου τα νερά του Αργοσαρωνικού αναμειγνύονταν απαλά με τα ουράνιά πελάγη. Ο κοσμοσείστης θεός είχε πλήρως μετενσαρκωθεί στον μπάρμπα Ποσειδών, πλεούμενο που θαρρείς όργωνε τη θάλασσα για να μεταφέρει όσο πιο γρήγορα και απολαυστικά τουρίστες και Έλληνες, κυρίως Αθηναίους, στα παραδείσια μέρη που τόσο πολύ λιγουρευόντουσαν.
Η μητέρα μου μου λέει ότι το 2000, η απλωτή παραλία της σκάλας ήταν μια επέκταση του θαλάσσιου ορίζοντα μέσα στο νησί. Τα αλμυρίκια σκίαζαν τους κολυμβητές την ώρα που οι σκέψεις, χωρίς βάρος, γινόντουσαν ένα με τη λευκή αχλή του ορίζοντα. Την ίδια αχλή βλέπαμε και εμείς από το μπάρμπα Πωσειδών. Έκτοτε δεν είχε ξαναπάει αλλά το αγαπούσε το νησί για τον τρόπο που είχε επιδράσει στην ψυχή της, μέσα από τη φυσική του ομορφιά. Αφότου περάσαμε την Αίγινα, ο πλοίαρχος παρότρυνε τους επιβάτες απ’ τα μεγάφωνα να συνεχίσουν να θαυμάζουν τη θέα του ταξιδιού έως ότου να φτάσουμε στον τελικό μας προορισμό. Στο κατάστρωμα λοιπόν του καραβιού, μάνα και κόρη, ακολουθούσαμε πιστά τις συμβουλές του. Είχαμε αποφασίσει, έχοντας κυριολεκτικά ρουφήξει και ένα αφιέρωμα της «Καθημερινής» με τίτλο Ένα Σαββατοκύριακο στο Αγκίστρι», να περάσουμε τέσσερα βράδια και πέντε ολόκληρες σχεδόν ημέρες, στα τέλη Αυγούστου, εκεί, σε «έναν ανερχόμενο τουριστικό προορισμό» που όμως τον Απρίλιο περιγραφόταν ως το «ησυχαστήριο του Αιγαίου», από το συγκεκριμένο άρθρο.
Η πρώτη όψη του Αγκιστριού, από απόσταση, ήταν πράγματι υποσχόμενη. Σαν ένα εξωτικό πουλί που αναδύεται από την ομίχλη και εμφανίζεται μπροστά μας τυλιγμένο με ένα πευκόφυτο σάλι. Δεν είχα ξανααντικρύσει ένα τόσο πράσινο νησί. Ναι, το Αγκίστρι ονομαζόταν παλιά Κεκρυφάλεια, που σημαίνει στολισμένη κεφαλή. Εγώ αυτό το μέρος ήθελα να ανακαλύψω. Το απλό, το χωμένο στον ιδιωτικό του χρόνο, στις δικές του συνήθειες μέρος. Είχαμε αποφασίσει να μείνουμε στο Μεγαλοχώρι, όπου η ιδιοκτήτρια του ενοικιαζόμενου δωματίου μας είχε μιλήσει για ησυχία και θέα στη θάλασσα. Καθοδόν προς το λεωφορείο που ενώνει το λιμάνι της Σκάλας , όπου έφτασε το ferry με την πρωτεύουσα το Μεγαλοχώρι, το ονειρικό τοπίο του 2000 είχε αντικατασταθεί με ατελείωτες σειρές από ογκώδεις, σκούρες πολυθρονοξαπλώστρες που έμοιαζαν με παπούτσια γιγάντων αραδιασμένα στην παραλία. Ο φυσικός χώρος για τους περιπατητές είχε μετατραπεί σε μια λεπτή λωρίδα ανάμεσα στις πισίνες των ξενοδοχείων και τις γιγάντιες αυτές ξαπλώστρες. Ένα μυρμηγκομάνι ανθρώπων ήταν ευτυχισμένοι να χωρέσουν κάπου ενδιάμεσα.
Το λεωφορείο, το ένα και μοναδικό που εκτελεί όλα τα δρομολόγια προς τις παραλίες του Αγκιστριού ήταν , αντιθέτως με τον «τυχερό» παραθεριστή της γιγάντιας ξαπλώστρας, πάρα πολύ μικρό. Μέσα του στοιβάζονταν επιβάτες κυρίως όρθιοι, μαζί με τις βαλίτσες τους, τον εκδρομικό τους εξοπλισμό σε μια πρωτόγνωρη αίσθηση σάουνας, μια συνύπαρξη επικίνδυνα κρεμασμένων σωμάτων απ’ τις χειρολαβές. Εκτός από το ένα δημοτικό λεωφορείο, το ίδιο δρομολόγιο το εκτελούσε και ένα τουριστικό λεωφορείο, το οποίο ήταν εξίσου μικρό αλλά διέθετε πιο πολλά καθίσματα για τους επιβάτες. Στο τουριστικό λεωφορείο, η τιμή του εισιτηρίου ήταν διπλάσια, δηλαδή 4 ευρώ τα 10 λεπτά απόσταση. Η παροχή ενός δημόσιου βασικού αγαθού, όπως είναι η ασφαλής μετακίνηση των επιβατών που προϋποθέτει την εξασφάλιση ενός λεωφορείου με επαρκή αριθμό καθισμάτων, εμφανίζεται εδώ ως πολυτέλεια για την οποία οι πολίτες πρέπει να πληρώσουν έξτρα.
Όπως εξέφρασε, περήφανα και χαρούμενα, μια κυρία σε μια από τις διαδρομές όπου όλοι οι όρθιοι σπαρταρούσαμε σαν σαρδέλες «όταν ήμουν μικρή δε με ένοιαζαν οι πολυτέλειες». Εν αγνοία της η συνεπιβάτισσά μου προσέφερε ένα παράδειγμα του πως νομιμοποιείται στο τουριστικό φαντασιακό η υποβάθμιση παροχών, συγχέοντας την ως «περιπέτεια», ως μέρος της εμπειρίας σε αυτό το «εξωτικό» κόσμημα που αποτελεί το Αγκίστρι.
Κι όμως, το μελαγχολικό γκριζοπράσσινο της θάλασσας και ο πλατύς ορίζοντας που κρύβει σαν μυστικά τις γύρω νησίδες και κόσμους, μας καλούσε να ανακαλύψουμε περισσότερο το μέρος αυτό παρά το αίσθημα ασφυξίας που μας περιτριγύριζε. Η φύση των ελληνικών νησιών, ξερή ή και διονυσιακά καρποφόρα, παραμένει πηγή ελπίδας. Ένα από τα «must-see» του Αγκιστριού, σύμφωνα με τους κατοίκους και τα διάφορα αφιερώματα, είναι η διάσημη Απόνησος. Είναι ένα ιδιωτικό νησί που έχει παινευτεί από δημοσιογράφους και τουριστικούς πράκτορες για την εξωτική του ομορφιά.
Ενημερωθήκαμε ότι το νησί αγοράστηκε σχετικά πρόσφατα και ότι η είσοδος σε αυτό, το οποίο έχει καλυφθεί απ’ όλες τις μεριές με ξαπλώστρες, είναι επί πληρωμή ακόμα και για τους ίδιους τους κατοίκους του Αγκιστριού. Όταν εκφράσαμε την έκπληξη μας για το τίμημα που πρέπει να πληρώνουν οι ντόπιοι για να επισκέπτονται τον τόπο τους, μια Αγκιστριώτισσα μας απάντησε «Κανείς δε μιλάει. Έτσι κι ’αλλιώς στην Ελλάδα κανείς δεν μιλάει». Άραγε ο δήμος έχει ξεκινήσει την διεκδίκηση για την ελεύθερη πρόσβαση των κατοίκων σε ένα περιβάλλον που είναι κληρονομιά όλων;
Ένα κομμάτι γης που είναι φυσική προέκταση του νησιού, αποτελεί πλέον ολόκληρο μια ιδιωτική επιχείρηση. Όντως, κανείς δεν μιλάει για την αγωνία που νιώθεις όταν βλέπεις το μπετόν των πισίνων σχεδόν 10 μέτρα μακριά από τη θάλασσα. Ούτε για την δυσφορία που αποτελεί το να βλέπεις αμμουδιές που κάποτε μπορούσες να περιπλανηθείς ελευθέρα απολαμβάνοντας την άγρια φύση τους να έχουν γίνει τώρα παραθαλάσσια κέντρα διασκέδασης. Ούτε για το ότι τα ενοικιαζόμενα δωμάτια που τώρα κοστίζουν 60 ευρώ τη βραδιά, αξίζουν όμως 30 και σε λίγο θα τιμώνται 100, όχι λόγω της αύξησης της ποιότητας των παροχών αλλά διότι το Αγκίστρι πουλιέται ως ανερχόμενος τουριστικός προορισμός και έτσι οι τιμές πρέπει να αυξηθούν. Και αυτό είναι ο καπιταλισμός. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι έννοιες του επισκέπτη/ταξιδιώτη, της φιλοξενίας, της επαφής με τη φυσικό περιβάλλον και την τοπική ταυτότητα εκμηδενίζονται.
Μετά από δύο μέρες φύγαμε από το Αγκίστρι, ευτυχισμένες που επιστρέφαμε στην Αθήνα. Η διαμονή μας στο νησί μοιάζει με μια εμπειρία εγκλεισμού σε ένα προκατασκευασμένο, τουριστικό τοπίο όπου οτιδήποτε άγγιζε η φύση ήταν πανέμορφο και οτιδήποτε άγγιζε ο άνθρωπος, από αυτά που προλάβαμε να δούμε, απέπνεε ασχήμια και ασφυξία. Κάτι πιο ισχυρό από το μέτρο του ανθρώπου υφέρπει στα τουριστικά, ελληνικά νησιά. Φέρουμε όλοι μας ευθύνη, νησιώτες ή μη, όταν η φύση γίνεται άλλοθι για μια τουριστικοποίηση αισχροκέρδειας και αλαζονείας.
Μαριαλένα Τσαντήλα Φιλία Μηλιδάκη
Η Μαριαλένα Τσαντήλα είναι πτυχιούχος Ευρωπαϊκού Δικαίου από το πανεπιστήμιου του Μάαστριχτ, Ολλανδία και φοιτήτρια θεάτρου στο Conservatoire à Rayonnement Régional