Εγκαταλελειμμένες και παραδομένες στη φθορά 6.000 γέφυρες στην Ελλάδα
Χιλιάδες γέφυρες στη χώρα έχουν ξεπεράσει το προσδόκιμο ζωής, όμως παραμένουν χωρίς συντήρηση
Χωρίς συντήρηση, χωρίς επίβλεψη, ακόμη κι αν σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν έως και προβλήματα στατικότητας. Σε περίπου 6.000 υπολογίζονται οι γέφυρες που υπάρχουν στην Ελλάδα, όμως ένα σημαντικό ποσοστό, αντιμετωπίζει προβλήματα φθοράς, τα οποία εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα.
Τα τελευταία χρόνια, σημειώνονται κάποια βήματα προόδου, κυρίως μέσω της χρηματοδότησης από αναπτυξιακά προγράμματα. Δεδομένου όμως ότι το θεωρητικό προσδόκιμο ζωής περίπου 1.000 γεφυρών έχει ξεπεραστεί και ήδη έχουν σημειωθεί ουκ ολίγες καταρρεύσεις τα τελευταία χρόνια, ο χρόνος έχει πάψει να είναι σύμμαχος.
«Προβλήματα φθορών και μη συντήρησης»
Σύμφωνα με όσα σχολίασε στο iEidiseis.gr ο Βασίλης Μπαρδάκης, πρόεδρος του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδος, «ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί η καταχώρισή των γεφυρών στο Εθνικό Μητρώο Υποδομών. Επομένως, θα μείνουμε στην εκτίμηση ότι υπάρχουν συνολικά περίπου 6.000 γέφυρες, εκ των οποίων οι μισές είναι στους σύγχρονους αυτοκινητοδρόμους και οι υπόλοιπες στο παλιό επαρχιακό και εθνικό δίκτυο»
Αυτή η δεύτερη κατηγορία γεφυρών «έχει τα περισσότερα προβλήματα φθορών και μη συντήρησης. Αυτές οι γέφυρες βρίσκονται στην απόλυτη ευθύνη των Περιφερειών ή άλλων κρατικών αρχών. Οι υπόλοιπες παρακολουθούνται από τους παραχωρησιούχους και επειδή είναι σχετικά καινούριες, δεν έχουν προβλήματα».
«Χρειάζεται περισσότερη δουλειά»
Το ενθαρρυντικό σύμφωνα με τον ίδιο είναι ότι τα τελευταία χρόνια, «τρέχουν από το ΤΕΕ δύο μεγάλα έργα που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης: τα προγράμματα “Έξυπνες Γέφυρες” και “Έξυπνες Γέφυρες Περιφερειών”. Μέσω του πρώτου προγράμματος παρακολουθούνται 250 γέφυρες -100 σιδηροδρομικές και 150 οδικές- και μέσω του δεύτερου προγράμματος, παρακολουθούνται 360 οδικές γέφυρες των περιφερειών».
Στον -μικρό- αριθμό των γεφυρών που παρακολουθούνται, «έχουν τοποθετηθεί αισθητήρες που δίνουν συγκεκριμένα μεγέθη. Επίσης, υπάρχει ένα μοντέλο στον υπολογιστή, που ελέγχει αν αυτές οι μετρήσεις στην εκάστοτε γέφυρα έχουν ξεπεράσει κάποια όρια, επομένως θα πρέπει κάποιος να σπεύσει να μειώσει τα φορτία, να την ενισχύσει ή να την θέσει εκτός λειτουργίας».
Σε ότι αφορά την ελλιπή καταχώριση στο Εθνικό Μητρώο Υποδομών, ο ίδιος σχολίασε πως «έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από όταν το ΤΕΕ παρέδωσε το πληροφοριακό σύστημα στο υπουργείο Υποδομών».
Αυτός είναι ο λόγος που ο ίδιος κρίνει πως «έχει υπάρξει καθυστέρηση στην καταχώριση των γεφυρών στο μητρώο κι έτσι δεν γνωρίζομε ποιες γέφυρες χρειάζονται άμεσα μέτρα. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό. Επειδή είναι πάρα πολλές οι γέφυρες, πιθανόν να πρέπει να γίνει ότι συνέβη με τον προσεισμικό έλεγχο των χιλιάδων δημόσιων κτιρίων, όπου κινητοποιήθηκαν χιλιάδες μηχανικοί για να προλάβουν να τα καταγράψουν. Άλλωστε, οι συνάδελφοι στις υπηρεσίες δεν επαρκούν για να κάνουν αυτή την καταχώριση, η οποία προϋποθέτει και επιθεώρηση της κάθε γέφυρας».
Σχετικά με το ποιος είναι υπεύθυνος για αυτή την καταχώριση, ο κ. Μπαρδάκης εξήγησε ότι αποτελεί «ευθύνη του εκάστοτε υπεύθυνου φορέα, όπως είναι οι Περιφέρειες, οι ΟΤΑ και οι Δήμοι».
«Σε κρίσιμη κατάσταση το 10%»
Αναφορικά με τον αριθμό των ευάλωτων γεφυρών, ο κ. Μπαρδάκης ανέφερε πως «το 2019 δημοσιεύσαμε μια έρευνα στη ΔιαΝΕΟσις, όπου εκτιμήσαμε πως περίπου το 10% ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Στα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης υπάρχουν κάποιες οι οποίες ανήκουν στις πολύ εύτρωτες και αναμένουμε το πόρισμα που θα προκύψει από την παρακολούθησή τους, ώστε να δούμε τι ακριβώς χρειάζονται. Αρκετές άλλες όμως δεν παρακολουθούνται»
Αντίστοιχα, οι γέφυρες που βρίσκονται στο παλιό εθνικό και επαρχιακό δίκτυο, «κατασκευάστηκαν για να δέχονται μικρότερο κυκλοφοριακό φορτίο από το σημερινό», γεγονός που «αλλάζει την κόπωση των έργων. Άλλωστε, οι περισσότερες από αυτές τις γέφυρες κατασκευάστηκαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970».
Όπως άλλωστε σημειώνεται στην επίμαχη έρευνα της ΔιαΝΕΟσις, «οι παλαιότεροι κανονισμοί δεν είχαν ιδιαίτερες προβλέψεις για την επίδειξη ανθεκτικότητας σε διάρκεια, η αντισεισμική τεχνολογία δεν είχε αναπτυχθεί, οι κακοτεχνίες λόγω της έλλειψης προδιαγραφών (και εξειδικευμένων συνεργείων) ήταν αρκετές, με αποτέλεσμα όλα αυτά να συντελέσουν στη σταδιακή ανάδειξη λειτουργικών ανεπαρκειών έως και προβλημάτων δομικής ακεραιότητας».
«Έχει ξεπεραστεί το προσδόκιμο σε περίπου 1.000 γέφυρες»
Άλλωστε, σύμφωνα με τον κ. Μπαρδάκη, «το θεωρητικό προσδόκιμο ζωής στις απλές γέφυρες, είναι περίπου τα 50 έτη. Μπορούμε να πιθανολογήσουμε πως σε περίπου 1.000 γέφυρες έχει ξεπεραστεί αυτό το προσδόκιμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι χρήζουν κατεδάφισης, μπορούν να επισκευαστούν. Η τεχνολογία έχει προχωρήσει».
Αν όμως «το έργο αφεθεί ασυντήρητο κι έχουμε εξαιρετικές διαβρώσεις κι άλλα προβλήματα, τότε μπορεί να μην θεραπεύεται. Πάντως, με μια καλή ενίσχυση, η γέφυρα μπορεί να πάρει 30 επιπλέον χρόνια ζωής, κι ακόμη περισσότερα με τις μελλοντικές τεχνολογικές εξελίξεις».
«Δεν είχαμε κουλτούρα συντήρησης»
Δυστυχώς όμως, «δεν είχαμε κουλτούρα συντήρησης, ούτε στις γέφυρες, ούτε στα κτίρια. Τώρα αρχίζει να αναπτύσσεται. Έως τώρα, στεκόμασταν στο φιλότιμο του μπετόν, όμως αυτό δεν αρκεί».
Αυτή η έλλειψη συντήρησης, ειδικά την περίοδο των μνημονίων, «δίνει τη λογική εξήγηση ότι η Πολιτεία δεν είχε τα κονδύλια για να φροντίσει τις γέφυρες κι άλλα έργα. Αυτό συνέβαινε όμως και πριν από την οικονομική κρίση. Ήταν θέμα νοοτροπίας. Ήταν πιο εύκολο για κάποιους να κάνουν καινούρια έργα και να κόψουν κορδέλες, παρά να προχωρήσουν σε μια ανάπλαση».
Πάντως, ο ίδιος θεωρεί πως «πλέον αναπτύσσεται αυτή η κουλτούρα. Οι κεντροευρωπαϊκές χώρες έχουν ίδια ή και χειρότερα προβλήματα. Στην Ιταλία έχουν 1-2 καταρρεύσεις γεφυρών ετησίως. Επομένως όλοι στοχεύουν πλέον στην ανθεκτικότητα των υποδομών».
Καταρρεύσεις γεφυρών
Πάντως, τα τελευταία χρόνια, δεν είναι λίγες οι καταρρεύσεις γεφυρών που έχουν σημειωθεί και στην Ελλάδα. Οι πιο πρόσφατες σημειώθηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο στη Ρόδο, όταν λόγω έντονων πλημμυρικών φαινομένων, κατέρρευσαν γέφυρες κοντά στους οικισμούς Φαληράκι και Τσαΐρι.
Αντίστοιχα, τον Σεπτέμβριο του 2013, κατέρρευσαν περισσότερες από 15 παλιές γέφυρες στη Θεσσαλία λόγω της κακοκαιρίας «Daniel».
Το 2019, η κατάρρευση της ιστορικής γέφυρας (ηλικίας 111 ετών) του Κερίτη στα Χανιά, αποτέλεσε μια μεγάλη απώλεια πολιτιστικής κληρονομιάς.
Τον Νοέμβριο του 2018, κατέρρευσε η γέφυρα της Καβαλάς, έπειτα από τη διέλευση γερανοφόρου οχήματος. Όπως προέκυψε, υπήρξαν σοβαρές οξειδώσεις του οπλισμού και ορισμένες αστοχίες της λειτουργίας των δομικών υποσυστημάτων.
Παράλληλα, το 2015 κατέρρευσε και το πέτρινο τοξωτό γεφύρι της Πλάκας, εξαιτίας απότομης πλημμύρας στον ποταμό Άραχθο. Η γέφυρα είχε σχεδόν καταρρεύσει και το 2007, όμως τα σχέδια επισκευής της δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.
«Προβλήματα στατικότητας»
Αναφορικά με το αν εκτιμά πως σε κάποιες γέφυρες ενδεχομένως να υπάρχουν ζητήματα στατικότητας, ο κ. Μπαρδάκης σχολίασε πως «σίγουρο ένα ποσοστό από το 10% των πολύ εύτρωτων γεφυρών θα έχει προβλήματα στατικότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν σπεύσει οι ΟΤΑ και προχωρούν σε έργα επισκευών και ενισχύσεων. Σίγουρα όμως υπάρχουν κι άλλες που είναι σε κακή κατάσταση και δεν συντηρούνται».
Άλλωστε, πολλές από αυτές τις γέφυρες, «δεν έχουν το κλασικό μπετόν που βάζουμε στα κτίρια, αλλά αντιθέτως έχουν μέσα σίδερα που έχουν τεντωθεί πριν τη σκυροθέτηση, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε απότομη -και απροειδοποίητη- μερική κατάρρευση».
Αυτός είναι ο λόγος που «δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθεί κι άλλος χρόνος. Έχουν υπάρξει μικρές καταστροφές στο παρελθόν, ευτυχώς χωρίς τραυματισμούς ή ανθρώπινες απώλειες. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι πρέπει να ρισκάρουμε. Πρέπει να σπεύσουμε, να διακρίνουμε τις πιο επείγουσες περιπτώσεις, ώστε να προλάβουμε αρνητικά συμβάντα».
Πηγή: Βασίλης Ανδριανόπουλος / ieidiseis