Εξαήμερη εργασία: Τι σημαίνει για τους εργαζόμενους
Η διάταξη που αναμένεται να εφαρμοστεί το καλοκαίρι θα επιχειρήσει να καθιερώσει ένα εργασιακό μοντέλο που λειτουργεί ήδη με παράτυπο τρόπο.
Από την πρώτη Ιουλίου πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή -και επισήμως- το εξαήμερο εργασιακό καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο οι εργαζόμενοι επιχειρήσεων συνεχούς λειτουργίας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα θα μπορούν να απασχοληθούν μία ημέρα επιπλέον του πενθημέρου, λαμβάνοντας προσαύξηση κατά 40% του ημερομισθίου και 115% στις αργίες.
Ο νόμος 5053/23, που ψηφίστηκε επί θητείας του πρώην υπουργού Εργασίας, Άδωνι Γεωργιάδη, θεσμοθετεί στην ουσία το εβδομαδιαίο εργασιακό ωράριο των έξι ημερών σε περιπτώσεις αιφνίδιου και εξαιρετικού φόρτου εργασίας για τις επιχειρήσεις μη συνεχούς λειτουργίας, με απαραίτητη προϋπόθεση να αποδεικνύεται αυτό ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας και να δηλώνεται εκ των προτέρων από τον εργοδότη στο Πληροφοριακό Σύστημα ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ, καταχωρώντας τα στοιχεία των χρονικών ορίων εργασίας των ενδιαφερόμενων εργαζομένων.
Μάλιστα, το εν λόγω άρθρο του νόμου, που αφορά φορείς του Δημοσίου, ΔΕΚΟ και κλάδους του ιδιωτικού τομέα συνεχούς λειτουργίας πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, απαγορεύει το εργασιακό ωράριο να υπερβαίνει τις οκτώ ώρες ημερησίως, αλλά και να πραγματοποιείται υπερεργασία, υπερωρία και η νυχτερινή βάρδια.
Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, «η εργασία που παρέχεται κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%». Συνεπώς, φαίνεται πως η διάταξη που αναμένεται να εφαρμοστεί το καλοκαίρι θα επιχειρήσει να καθιερώσει ένα εργασιακό μοντέλο που λειτουργεί ήδη με παράτυπο τρόπο.
Επιπλέον, οι εργαζόμενοι που θα δουλεύουν και την έκτη ημέρα δεν θα δικαιούνται ρεπό, με την κυβέρνηση να προωθεί την κουλτούρα της εργασιακής εντατικοποίησης, την ίδια στιγμή που πολλά κράτη της Ευρώπης πειραματίζονται με το μοντέλο της τετραήμερης εργασίας, χωρίς περικοπή αποδοχών, λαμβάνοντας έως τώρα θετικές ενδείξεις τόσο για τους υπαλλήλους, όσο και για τις επιχειρήσεις οι οποίες το εφαρμόζουν.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία έρευνας της Eurostat που αποκαλύπτουν πως οι Έλληνες εργάζονται τις περισσότερες ώρες σε σχέση με τους υπόλοιπους Eυρωπαίους. Όταν σε μια συνηθισμένη εβδομάδα, οι ώρες εργασίας για άτομα ηλικίας 20-64 ετών ήταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά μέσο όρο 37,5 ώρες, στη χώρα μας φτάνουν τις 41.
Φέρνοντας από την άλλη, στο προσκήνιο το επιχείρημα της κυβέρνησης περί αντιμετώπισης του ελλιπούς εργατικού δυναμικού και την παρουσίαση του νόμου ως δικαίωμα του εργαζομένου που επιθυμεί να βγάλει μεγαλύτερο εισόδημα, η απάντηση μπορεί να δοθεί με αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες και την αύξηση των προσλήψεων και των μισθών, λαμβάνοντας υπόψη και τα υψηλά και διαρκώς αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας που μαστίζουν τη χώρα μας.
Το κύριο όμως ερώτημα που προκύπτει εντοπίζεται στο εάν η ζωή των εργαζομένων θα μετατραπεί σε μία κατάσταση εργασιακής «ομηρίας», έχοντας στο νου πως ο νόμος μεροληπτεί σε μεγάλο βαθμό υπέρ των εργοδοτών, για τους οποίους «ανοίγεται η πόρτα» ενδεχόμενης εργασιακής εκμετάλλευσης, βασιζόμενης στη δυνατότητα να αιτηθούν από τους υφισταμένους τους να δουλέψουν μία ημέρα επιπλέον και στη δυσμενή θέση των τελευταίων, οι οποίοι δύσκολα θα αρνηθούν, με τον φόβο να μην χάσουν τη δουλειά τους. Οικονομική ανάσα λοιπόν για τον πολίτη ή εργασιακός εγκλωβισμός σε αδιέξοδο;