Καρύδης: «Σα να χτύπησαν 8,5 Ρίχτερ τη Θεσσαλία»- Αγρότες και κτηνοτρόφοι μετρούν τις πληγές τους
Πολύ μεγάλες απώλειες σε μελίσσια και βαμβακοκαλλιέργειες.
Εικόνα εξωφύλλου: onlarissa
Ο καθηγητής Αντισεισμικών Κατασκευών του ΕΜΠ, Παναγιώτης Καρύδης, παρομοίασε το Σάββατο (16/09) την κακοκαιρία Daniel που έπληξε σφόδρα τη Θεσσαλία με σεισμό 8,5 Ρίχτερ.
Συγκεκριμένα, σε σχετικές δηλώσεις του στην ΕΡΤ, ο κ. Καρύδης ανέφερε: «Για το αποτέλεσμα ευθύνονται πολλά. Δεν είναι μόνον η κακοκαιρία. Μπορεί να είναι και κακοτεχνίες, μπορεί να είναι ότι δεν ελήφθησαν όλα τα στοιχεία υπόψη, τα περιβαλλοντικά, κατασκευαστικά προβλήματα δηλαδή. Μπορεί να έφτιαξε ένα έργο, αλλά δίπλα να μην κοίταξες τι γίνεται, αν ολισθαίνει ο δρόμος, αν έχει προβλήματα κ.λπ.».
Για τα προβλήματα στις γέφυρες, ο ίδιος τόνισε το εξής: «Δυστυχώς είναι λογικό, διότι οι γέφυρες είναι σχεδιασμένες να φέρουν φορτία κατακόρυφα, δηλαδή να περνάει ο κόσμος φορτηγά και τρένα ακόμα, αντέχουν. Και, μάλιστα, θα έλεγα ότι και αν υπερβούμε τα κατακόρυφα φορτία σημαντικά, δεν θα πέσει η γέφυρα διότι υπάρχουν οι συντελεστές ασφαλείας. Εκείνο που δεν αντέχει είναι να μπει ένας φραγμός, δηλαδή ένα τείχος κάτω από τη γέφυρα, απ’ όλα τα φερτά υλικά, από κλαριά, από κορμούς δέντρων. Εγώ είδα ακόμα και αυτοκίνητα να έχουν φρακάρει τη δίοδο του νερού, πράγμα που συγκεντρώνεται το νερό πάνω στα ανάντη, δηλαδή από εκεί που έρχεται, ανεβαίνει η στάθμη του νερού, ανεβαίνει, ανεβαίνει, ανεβαίνει και δημιουργεί πλάγια ώθηση μεγάλη, τεράστια, για την οποία δεν είναι σχεδιασμένη και φεύγει».
«Θα υπάρξουν καθιζήσεις στα κτήρια»
Παράλληλα, ο κ. Καρύδης μίλησε και για την κατασκευή των σπιτιών που αποτελεί επίσης πρόβλημα. «Εγώ θεωρώ πέραν αυτού του προβλήματος που σας είπα για την υπόσκαψη θεμελίων. Θεωρώ ότι το σπίτι το ίδιο είναι ακατάλληλο και ενδεχομένως θα μπορούσα να πω επικίνδυνο και από υγειονομικής και από στατικής πλευράς, διότι το σπίτι μέσα έχει κενά, δηλαδή η τοιχοποιία, η δομή δεν είναι συμπαγής. Παραδείγματος χάρη, τα τούβλα έχουν τρύπες, οι πέτρες στο μέσον έχουν το κενό, το γνωστό τα πατώματα, οι οροφές. Όλα αυτά κρύβουν μέσα ζωύφια, έντομα, μικρόβια, πράγμα που είναι εξαιρετικά δύσκολο να απομακρυνθούν. Να καθαριστεί. Πώς θα καθαριστεί η μάζα του τοίχου; Αυτό είναι ένα θέμα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο καθηγητής Αντισεισμικών Κατασκευών του ΕΜΠ μίλησε ακόμα και για τη στατικότητα των κτηρίων στην περιοχή, που είναι κατασκευασμένα, αρκετές φορές από άργιλο. «Πολλά, επίσης, από αυτά τα κτήρια που βλέπουμε, η δομή τους, οι τοιχοποιίες τους, έχουν φτιαχτεί μέσα με σημαντικό ποσοστό αργίλου. Η άργιλος όπως ξέρουμε, όταν είναι ξερή, στεγνή, είναι ένα σημαντικό υλικό το οποίο προσφέρει – ακόμη και σε σεισμό – κάποια προστασία, δηλαδή συνδέονται οι πέτρες, τα τούβλα μεταξύ τους. Όταν όμως βραχεί, γίνεται ολισθηρή, γλιστράει, είναι επικίνδυνο και για να στεγνώσει αυτό το πράγμα χρειάζεται πάρα πολύ καιρό. Δεν στεγνώνει εύκολα. Θα υπάρξουν καθιζήσεις, παραμορφώσεις δηλαδή ας μην το κοιτάμε όπως είναι σήμερα». Η πρότασή του από εδώ και στο εξής είναι η εξής: «O πολεοδομικός αναδασμός, δηλαδή για να συγκρατήσουμε τον κόσμο στην περιοχή και να μη φύγει, καλό είναι να μεταφερθούν σε γειτονικές περιοχές, οι οποίες μετά από κατάλληλες μελέτες, γεωλογικές, πολεοδομικές, χωροταξικές κλπ, να επιλεγούν έτσι ώστε να κατασκευαστούν πάλι σύγχρονα νέα κτίρια, ενδεχομένως και πάνω σε πυλωτές αν θέλετε».
Πλημμυρίζουν τα Παρακάρλια
Γράφει ο Κώστας Γκούμας στο larissanet:
Επειδή τις δύο τελευταίες ημέρες στα ΜΜΕ (κυρίως Αθηναϊκά κανάλια) ακούγονται ένα σωρό ανακρίβειες («Υπερχείλισε η λίμνη Κάρλα» κ.α παρόμοια), τα οποία στη συνέχεια διακινούνται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης που υποτίθεται ενημερώνουν (;) τους θεσσαλούς πολίτες (μεταξύ των οποίων και όσους βιώνουν την τραγωδία αυτή και αγωνιούν για το μέλλον τους στην ευρύτερη περιοχή της Κάρλας), θα προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα σε ότι αφορά το σημερινό έργο της Κάρλας, ποιος ο ρόλος και οι δυνατότητες του, ποια η κατάσταση σήμερα (από όσες πληροφορίες έχω) και ποια η προοπτική.
- Τι είναι ο Ταμιευτήρας Κάρλας (δηλαδή η μερική ανασύσταση της λίμνης Κάρλας) και ποιος ο ρόλος του;
Στη θέση της λίμνης Κάρλας (που αποστραγγίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960) κατασκευάστηκε πρόσφατα (άρχισε το 1999 και ολοκληρώθηκε το 2018) το έργο του Ταμιευτήρα με έκταση 38.500 στρ., χωρητικότητα 184 εκατ. μ3 νερού, που περιβάλλεται από αναχώματα 23 χιλιομέτρων (με ύψος 10 μέτρα), 4 συλλεκτήρες 28 χιλιομέτρων, ορισμένα έργα εισόδου και εξόδου του νερού, αντλιοστάσια και έργα μεταφοράς νερού για άρδευση.
Πρόκειται για [..ένα αντιπλημμυρικό – εξυγιαντικό έργο πολλαπλής σκοπιμότητας με το οποίο θα αντιμετωπισθούν σοβαρά προβλήματα όπως η προστασία από πλημμύρες & η ρύπανση του Παγασητικού, ……..ενώ ταυτόχρονα θα αποκατασταθεί μερικώς το προϋπάρχον οικοσύστημα της Κάρλας και θα διασφαλισθεί στο μέλλον η «αειφορεία» στην διαχείριση των εδαφικών και υδατικών πόρων…].
Σύμφωνα με τους μελετητές των περιβαλλοντικών μελετών της Κάρλας, (Οκτώβριος 2011, ΤΕΕ Μαγνησίας) : «Η Κάρλα δεν είναι μόνο ταμιευτήρας, διότι δεν αδειάζει ποτέ εντελώς, η Κάρλα δεν είναι μόνο υγρότοπος, διότι έχει σημαντική διακύμανση στάθμης & παράλληλη χρήση (άρδευση), η Κάρλα δεν είναι αυτόνομη υδατοσυλλογή, διότι παράλληλα καλείται να συμβάλει έμμεσα στον εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφορέων».
- Τι ήταν στην πραγματικότητα η «ΚΑΡΛΑ» ; Όπως μπορείτε να δείτε και από τον χάρτη του 1910, πρόκειται για μία λίμνη, δίπλα σε μία τριπλάσια έκταση αγρών και βάλτων, τους οποίους τροφοδοτούσε κατά περιόδους ο Πηνειός.
Δύο διαφορετικά υδάτινα συστήματα σε γειτνίαση (λιμναίο τμήμα – στάσιμα νερά, έλη κλπ.), τα οποία έως το 1962 συνέθεταν ΕΝΑ ενιαίο οικοσύστημα.
Το πρώτο βρισκόταν στην Παρακάρλια περιοχή με 135 χιλ. στρ., περιοδικά καλλιεργούμενα (όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες) και συχνά κατακλυζόμενα, όπου συνυπήρχαν έλη και βάλτοι με βάθος 1-2 μέτρα. Το δεύτερο ήταν ο υγρότοπος της λίμνης Κάρλας με 45 χιλ. στρ. και βάθος 2-6 μέτρα, η οποία πάντοτε διατηρούσε ένα μέρος των νερών της, ανεξάρτητα από τις διάφορες περιόδους βροχοπτώσεων και πλημμυρών, ενώ συχνά μεγάλα τμήματα της περιοχής αυτής καλλιεργούνταν.
Εξαιτίας του χαμηλότερου υψόμετρου της λίμνης έναντι του Πηνειού, η ευρύτερη περιοχή δεχόταν τα νερά της λεκάνης απορροής της, αλλά κυρίως την πλημμυρική παροχή του Πηνειού, μέσω του χειμάρρου του Ασμακίου (όπως συνέβη – εν μέρει – και τώρα από το φαινόμενο Daniel).
- Τι συνέβη και σήμερα πλημμύρισε η ευρύτερη περιοχή;
Ο Ταμιευτήρας Κάρλας [με μέσο ύψος αναχωμάτων 8,50 μ. (+ 52,50)], έχει την δυνατότητα να αποθηκεύει περίπου 184 εκατ. κ. μ. νερού (τόσο από νερά βροχοπτώσεων, όσο και νερά από τον Πηνειό (με αντλήσεις).
Αυτή την στιγμή είναι αποθηκευμένα περίπου 110 hm3 νερού (με βάθος 5,33 μ. και ένδειξη στάθμης +47,70 – σύμφωνα με τα ψηφιακά όργανα μέτρησης – δες σχετική φωτό), ενώ μπορεί να αποθηκεύσει (σύμφωνα με την εγκεκριμένη – από το ΥΠΕΧΩΔΕ – μελέτη του 1999) άλλα 60 – 70 περίπου [μέχρι την Ανώτατη Στάθμη Πλημμυρών (ΑΣΠ) που είναι στο + 50,00, δες σχετικό πίνακα ΥΠΕΧΩΔΕ].
Συνεπώς τα όσα ακούγονται ότι «Η λίμνη υπερχειλίζει..» και άλλα παρόμοια δεν στέκουν.
Δεν ευθύνεται ο Ταμιευτήρας Κάρλας για το γεγονός ότι είναι ήδη πλημμυρισμένη η ευρύτερη περιοχή των παρακάρλιων.
Είναι προφανές ότι συγκεντρώθηκαν – σε πρώτο χρόνο – μεγάλες ποσότητες τοπικών νερών προερχόμενων από τις γειτονικές ΒΑ περιοχές (Μαρμαρίνης, Αετολόφου, Ανάβρας κλπ.) και τις ΝΔ (Μ. Μοναστηρίου, Ν. Περιβολίου κλπ.), συγκεντρώθηκαν (ήδη από την στιγμή της εκδήλωσης του Daniel) μέσω των υφιστάμενων στραγγιστικών τάφρων και συλλεκτήρων και οδηγήθηκαν στα χαμηλότερα σημεία της περιοχής.
Στην συνέχεια – τις επόμενες ημέρες – και επειδή η άμυνα των παρακαρλίων (που βρίσκεται στα αναχώματα του Πηνειού της περιοχής Λάρισας – Κουλουρίου) δεν άντεξε και τα αναχώματα έσπασαν ή υπερχείλισαν με συνέπεια μεγάλες ποσότητες (δεκάδων εκατομμυρίων κ. μ. νερού) από τον Πηνειό να οδηγούνται (από την περιοχή Γυρτώνης – Κουλουρίου μέσω του Ασμακίου) στις παρακάρλιες περιοχές, σταδιακά άρχισαν να πλημμυρίζουν όλες αυτές οι χαμηλότερες υψομετρικά (κατά 15 – 20 μέτρα από τον Πηνειό) εκτάσεις.
Ότι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην περιοχή της Κάρλας είναι αποτυχία του συστήματος προστασίας της από τις πλημμυρικές ροές του Πηνειού (σχεδιασμός που η υλοποίηση του άρχισε στις δεκαετίες του 1940 – 50 με τα προστατευτικά αναχώματα του Πηνειού και «έκλεισε» το 2018 με την ολοκλήρωση όλων των έργων του Ταμιευτήρα).
Πρέπει να εξεταστεί εάν η αποτυχία οφείλεται σε έργα προστασίας που πλέον δεν επαρκούν (πχ. ύψος αναχωμάτων, συμπληρωματικά πρόσθετα έργα κλπ.) ή/και σε κακή συντήρηση και διαχείριση των υφιστάμενων υποδομών (πχ. «τραυματισμός» αναχωμάτων σε διάφορα σημεία, κλπ.) που τελικά δεν συγκράτησαν τα νερά.
Προφανώς θα πρέπει να γίνει έλεγχος – επαναξιολόγηση όλων των υφιστάμενων αντιπλημμυρικών υποδομών προστασίας (αν λειτούργησαν ή όχι και που), καθώς και οι τυχόν απαιτούμενες αντίστοιχες παρεμβάσεις ώστε να μην ξανασυμβούν παρόμοιες καταστάσεις.
Ποια είναι η προοπτική για τις πλημμυρισμένες περιοχές;
Δεν είναι καθόλου εύκολο να προσεγγίσει κανείς το ζήτημα αυτό σήμερα (που βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη) και θα ήταν ανεύθυνο να προδιαγράψουμε τι θα συμβεί και πως μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Θα παραθέσω όμως κάποια στοιχεία που διαθέτω και όσα πληροφορούμαι από φίλους της περιοχής, προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας (πολίτες, φορείς και αρμόδιες υπηρεσίες) την σοβαρότητα, τις δυσκολίες και το μέγεθος του προβλήματος, καθώς και τις προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε το επόμενο χρονικό διάστημα στην εν λόγω περιοχή της Κάρλας (εκτός των άλλων ήδη γνωστών προβλημάτων σε όλη την Θεσσαλία).
Οι πλημμυρισμένες περιοχές, σύμφωνα με την δορυφορική εικόνα του Θ. Παπαλάσκαρη **, φθάνουν περίπου τις 172.000 στρέμματα.
Εάν το βάθος του νερού είναι 1,0 έως 1,5 μέτρο (σύμφωνα με πληροφορίες αγροτών της περιοχής), τότε σήμερα λιμνάζουν περίπου 170 έως 260 hm3 (260 εκατομμύρια κ. μ. νερού).
Με δεδομένο ότι η παροχετευτική ικανότητα της σήραγγας Κάρλας (προς τον Παγασητικό) είναι μόλις 8,4 κ. μ. / δευτ. (ή 725.000 κ. .μ /24ώρο), ακόμη και εάν δεχθούμε ότι δεν πρόκειται να συνεχιστεί η ροή νερού από την Πηνειό προς τα Παρακάρλια, τότε για να αδειάσουν όλες αυτές οι ποσότητες νερού από την ευρύτερη περιοχή, θα απαιτηθούν πολλοί μήνες !!
Να επισημάνω εδώ ότι η σήραγγα κατασκευάστηκε για συγκεκριμένο σκοπό (εκκένωση της λίμνης) πριν 60 χρόνια και σήμερα ΔΕΝ αποτελεί στοιχείο αντιπλημμυρικής προστασίας της υπολεκάνης παρά μόνο βοηθητικό – συμπληρωματικό σύστημα αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης.
Παραθέτω επιπλέον βοηθητικά στοιχεία στη σύνθετη αυτή και πολυπαραγοντική εξίσωση :
Η χωρητικότητα του Ταμιευτήρα (σύμφωνα με την μελέτη) : 184 hm3
Το βάθος του νερού (μέσα στον Ταμιευτήρα) : 5,33 μ.
Η στάθμη (μ.υ.θ.) : 47,7 μ. (δες σχετική φωτογραφία με την ψηφιακή μέτρηση στις 16/9/2023)
Η αναμενόμενη ετήσια εξάτμιση (μέση υδρολογική χρονιά) : 38 hm3
Η αναμενόμενη εισροή βροχόπτωσης (μέση υδρολογική χρονιά) : 19 hm3
Τα συμπεράσματα δικά σας !!
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Ταμιευτήρα Κάρλας στον σύνδεσμο :
https://www.ypethe.gr/news/pagkosmia-imera-perivallontos-2018-afieroma-sti-limni-karla
** Ιστορικό «ρεκόρ» έκτασης της επιφάνειας της «Λίμνης Κάρλας», το απόγευμα της «Παρασκευής 15/09/2023», από την πλημμύρα στην «Θεσσαλία» σύμφωνα με δορυφορικά δεδομένα – Του Θωμά Παπαλάσκαρη : https://theswater.blogspot.com/2023/09/15092023.html
Αγώνας με τις λάσπες
Φωτ. larissanet/Θανάσης Καλιακούδας
Τα νερά από τις πλημμυρισμένες συνοικίες της Λάρισας υποχώρησαν και τώρα οι δημότες δίνουν τη μάχη με τις …λάσπες! Αγώνας για να καθαρίσουν σπίτια, επιχειρήσεις, δρόμους!
Οι εικόνες είναι από την περιοχή πέριξ της ΔΕΥΑΛ.
Στη Λάρισα σήμερα μηχανικοί του υπ. Υποδομών -Συνεχίζεται η προσπάθεια αποκατάστασης των ζημιών
Αγρότες και κτηνοτρόφοι μετρούν τις “πληγές” τους
Εκτεταμένες καταστροφές στην πρωτογενή παραγωγή της Θεσσαλίας άφησαν πίσω τους οι πλημμύρες από την καταιγίδα Daniel. Σύμφωνα με εκτιμήσεις οι πλημμύρες που προκλήθηκαν από την θεομηνία είχαν ως αποτέλεσμα να «καλυφθούν» με νερό και λάσπη σχεδόν 750.000 στρέμματα, κυρίως σε πεδινές περιοχές.
Ακόμη, σύμφωνα με δήλωση του Δημήτρη Μπιλάλη στο ΑΠΕ, «πολλές από αυτές τις περιοχές όμως δεν είναι καλλιεργήσιμη γη, είναι βιομηχανικές εκτάσεις, αστικές κ.α.». Οι εκτάσεις που έχουν υποστεί κάποιου είδους ζημία ανέρχονται 600.000-650.000 στρέμματα και αφορούν καλλιέργειες όπως είναι το βαμβάκι, η βιομηχανική ντομάτα, το καλαμπόκι, η μηδική κ.α..
Το μέλλον της ζωικής παραγωγής
Μεγάλο πλήγμα δέχθηκε και η ζωική παραγωγή της Θεσσαλίας, όπου πολλοί κτηνοτρόφοι έχουν δει το ζωικό τους κεφάλαιο να έχει καταστραφεί ολοσχερως. Σύμφωνα με τα στοιχεία από τον ΕΛΓΑ, μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα οι δηλωμένες απώλειες σε αιγοπρόβατα ανέρχονται σε 67.041, στα βοειδή σε 5.698, στα μελισσοσμήνη σε 47.666, στους χοίρους σε 20.097 και στα πτηνά σε 126.416. Μέχρι το ίδιο διάστημα οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν συλλέξει και διαχειριστεί (σ.σ. υγειονομική ταφή ή καύση) 29.786 νεκρά αιγοπρόβατα, 16.105 χοίρους, 72 βοοειδή και 49.300 πτηνά.
Όπως ανέφεραν στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, «το μεγαλύτερο πρόβλημα σε όλη αυτή τη διαδικασία είναι η προσέγγιση των σημείων όπου βρίσκονται τα νεκρά ζώα, μιας και οι δρόμοι που οδηγούν στις περισσότερες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις έχουν καταστραφεί, ενώ το περιβάλλον όπου γίνονται οι επιχειρήσεις είναι συνεχώς μεταβαλλόμενες, μιας και η στάθμη του νερού παρουσιάζει διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή».
Σε συνεχή επαφή με το ΥΠΑΑΤ βρίσκονται οι κτηνοτρόφοι
Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης είχε από το 2020 Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης νεκρών ζώων. «Πάνω σε αυτό βασιστήκαμε, συνεπικουρούμενοι από πάρα πολλά ιδιωτικά σκαφτικά μηχανήματα, υπό την καθοδήγηση των κτηνιάτρων της Περιφέρειας Θεσσαλίας, οι οποίοι και διαχειρίζονται την κρίση» ανέφεραν και προσθέτοντας πως «από το κέντρο επιχειρήσεων στη Λάρισα, καθημερινά αξιολογείται σε ποιες κτηνοτροφικές μονάδες μπορούμε να επιχειρήσουμε και να συντονίσουμε τα συνεργεία και τα μηχανήματα έργου για να γίνεται με ασφαλή υγειονομικό τρόπο η συγκομιδή των νεκρών ζώων, τα οποία στη συνέχεια θα οδηγηθούν για είτε σε κλιβάνους είτε σε ταφή, πάντα τηρουμένων των απαραίτητων υγειονομικών πρωτοκόλλων».
Όλα τα στελέχη της κτηνιατρικής υπηρεσίας και του ΥΠΑΑΤ που βρίσκονται από την πρώτη ημέρα στην περιοχή είναι σε συνεχή επαφή με τους κτηνοτρόφους, προκειμένου να συντονίζονται τα συνεργεία συλλογής των νεκρών ζώων. Πριν από λίγες ημέρες στη διαδικασία εκτός από την εταιρεία διαχείρισης των νεκρών ζώων έχουν εμπλακεί και 40 στελέχη του Στρατού, τα οποία υπό την καθοδήγηση των κτηνιάτρων της Π.Ε. Θεσσαλίας, επιχειρούν κατά κύριο λόγο σε περιαστικές περιοχές, συλλέγοντας τα εναπομείναντα νεκρά ζώα.
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μπιλάλης «η ζωική παραγωγή θα αργήσει να επανέλθει στους προηγούμενους ρυθμούς της μιας και για να γίνει αυτό θα πρέπει να υπάρχει παραγωγή ζωοτροφών. Επίσης, πολλές σταβλικές εγκαταστάσεις έχουν πάθει σοβαρές ζημιές και θα πρέπει να δοθούν εκ νέου άδειες προκειμένου να ξεκινήσει ξανά η κατασκευή τους».
«Θα αργήσει να επανέλθει η ζωϊκή παραγωγή στους πρότερους ρυθμούς»
Πάνω από το 70% της βαμβακοκαλλιέργειας έχει υποστεί καταστροφές Σχεδόν το 70% στη βαμβακοκαλλιέργεια της Θεσσαλίας εκτιμάται ότι έχει υποστεί καταστροφές από τη θεομηνία «Ντάνιελ», με την παραγωγή στη περιοχή να αναμένεται μειωμένη τουλάχιστον κατά 50-60%, κάτι που συνολικά θα επηρεάσει την παραγωγή της χώρας κατά 15-20%. Σύμφωνα με στοιχεία, από τα 2,5 εκατομμύρια στέμματα που καλλιεργούνται σε όλη τη χώρα, τα 800.000 στρέμματα περίπου (32%) βρίσκονται στη Θεσσαλία.
Από τα 800 χιλ. στρέμματα, 410 χιλ. στρέμματα περίπου καλλιεργούνται στην περιφερειακή ενότητα Καρδίτσας, 270 χιλ. στρέμματα στη Λάρισα, 93 χιλ. στρέμματα στην περιφερειακή ενότητα Τρικάλων και 37 χιλ. στρέμματα περίπου στη Μαγνησία.
Στη Θεσσαλία λειτουργούν περίπου 20 εκκοκκιστήρια μεγάλος αριθμός των οποίων έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές στις υποδομές και στον εξοπλισμό. Όπως είπε στο ΑΠΕ ο κ. Νταράουσε «ίσως να υπάρχει και μεγάλη απώλεια σε αποθηκευμένο εκκοκκισμένο βαμβάκι της προηγούμενης εκκοκκιστικής περιόδου. Το φαινόμενο αυτό ίσως να είναι πιο έντονο στα εκκοκκιστήρια του Νομού Καρδίτσας που έχει το μεγαλύτερο αριθμό εκκοκκιστηρίων».
Δύσκολη η επόμενη χρονιά
Το νερό που είχε ως αποτέλεσμα να πλημμυρίσει ο θεσσαλικός κάμπος, πέρα από τις καταστροφές σε καλλιέργειες, δημιούργησε και επιπλέον ζητήματα. Πολλοί είναι οι παραγωγοί που έχουν δει τα αγροτικά τους μηχανήματα αλλά και το γεωργικό τους εξοπλισμό, τα συστήματα ποτίσματος, τα αποθηκευμένα αγροεφόδια να έχουν πάθει ενδεχομένως και ανεπανόρθωτες ζημιές.
«Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να φέρουν τα χωράφια σε ομαλή κατάσταση. Δεν γνωρίζουμε αν ο χρόνος που απομένει θα είναι αρκετός, για να προετοιμάσουν τα χωράφια, για τις χειμερινές καλλιέργειας, όπως το κριθάρι και το σιτάρι, ως μια απαίτηση της νέας ΚΑΠ για εναλλαγή καλλιεργειών», τόνισε ο κ. Νταράουσε.
Για να γίνουν όλα αυτά όπως επισημαίνει ο ίδιος «απαιτείται χρόνος και χρήμα, σχέδια και διαδικασίες, κυρίως για την αποκατάσταση των ζημιών σε υποδομές και γεωργικό εξοπλισμό που είναι απαραίτητα για τις προετοιμασίες των χωραφιών για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο και να ξαναφέρουν τα πράματα σε μια κανονικότητα».
Σοβαρές απώλειες σε γεωργικό εξοπλισμό
Οι αγρότες εκτός από τις απώλειες που υπέστησαν οι παραγωγές τους είδαν και τον γεωργικό τους εξοπλισμό να έχει πληγεί. Κατεστραμμένοι γεωργικοί ελκυστήρες, θεριζοαλωνιστικές μηχανές, καρούλια και λάστιχα ποτίσματος αλλά και αγωγοί, έχουν «θαφτεί» κάτω από τόνους λάσπης.
«Πολλά τρακτέρ έχουν υποστεί ζημιές και χρειάζονται άμεσα επισκευή προκειμένου να μπορέσουμε να προλάβουμε τη φετινή συγκομιδή αλλά και να «προετοιμάσουμε» τα χωράφια για την επόμενη καλλιεργητική χρονιά» ανέφερε ο καθηγητή του Γεωπονικού.
Επίσης, κάποιες ποσότητες σιτηρών έχουν καταστραφεί μιας και βρίσκονταν αποθηκευμένες σε σιλό, μιας και «παραδοσιακά» διοχετευόταν στην αγορά τον Σεπτέμβριο όταν και συνήθως ανεβαίνει η τιμή τους.
Οδικό δίκτυο
Το αγροτικό οδικό δίκτυο δεν θα μπορούσε να έχει μείνει αλώβητο μιας και πολλοί δρόμοι βρέθηκαν κάτω από το νερό, καλυπτόμενοι από φερτά υλικά και μπάζα. Σύμφωνα με τον καθηγητή και διευθυντή του εργαστηρίου Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Μπιλάκη εκεί εντοπίζεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα «γιατί για να συγκομίσεις την παραγωγή σου θα πρέπει να μπορείς να πας στο χωράφι».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της Ζαγοράς, όπου ο τοπικός συνεταιρισμός που παράγει τα ομώνυμα μήλα, τις προηγούμενες ημέρες απεύθυνε έκκληση στις αρχές να προχωρήσουν στο άνοιγμα νέων δρόμων καθώς είναι παντελώς κατεστραμμένο «το εσωτερικό αγροτικό οδικό δίκτυο και αυτό αποτελεί κομβικότατο ζήτημα ενόψει περιόδου συγκομιδής μήλων αλλά και καστάνων», όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του. Πέρα από την συγκομιδή της σοδειάς θα πρέπει να γίνει και η καταγραφή των ζημιών που έχουν πάθει τα δένδρα και οι καλλιέργειες γενικώς.
Τα εδάφη
Αρκετή κουβέντα έγινε το προηγούμενο διάστημα περί υποβάθμισης της ποιότητας των εδαφών εξαιτίας της μεταφοράς φερτών υλικών. Σύμφωνα με τις ενημερώσεις του ΕΛΓΟ -ΔΗΜΗΤΡΑ οι εκτάσεις που έχουν απλά πλημμυριστεί θα μπορέσουν να καλλιεργηθούν άμεσα μετά την αποστράγγισή τους, ενώ εκείνες που αναμείχθηκαν με φερτά υλικά (ιδιαίτερα σε επίπεδες ζώνες) θα είναι καλλιεργήσιμες υπό προϋποθέσεις.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ο ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ έχει δεσμευθεί να προσφέρει τις απαραίτητες επιστημονικές λύσεις που θα συμβάλλουν στη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής. «Τα εδάφη σε επικλινείς περιοχές όπου το νερό έφυγε με δύναμη, παρέσυρε μαζί του και μεγάλο κομμάτι από γόνιμα εδάφη, υποβαθμίζοντας έτσι την ποιότητά του, όμως εκεί δεν υπήρχαν καλλιέργειες» είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μπιλάλης και πρόσθεσε «στις πεδινές εκτάσεις δεν είναι θέμα αυτό της γονιμότητας.
Το ζήτημα είναι να γίνει η άμεση απομάκρυνση των φερτών υλικών (πέτρες, ξύλα κ.α.). Πολλά από τα χωράφια έχουν δεχθεί μεγάλες ποσότητες χώματος αλλά δεν είναι κάτι το οποίο μας ανησυχεί. Αντιθέτως, θα συμβάλει στην αύξηση της γονιμότητας παρά στην υποβάθμισή τους».
«Fake news» ότι θα αυξηθούν τα τρόφιμα
Ιδιαίτερο ντόρο προκάλεσαν το προηγούμενο διάστημα αναφορές ότι έχουν ήδη προκληθεί ανατιμήσεις πανελλαδικά στα λαχανικά. «Ο καθένας μπορεί να κάνει ότι θέλει» υπογραμμίζει ο κ. Μπιλάλης και εξηγεί «κύριο προϊόν είναι το σιτάρι. Τα χωράφια είχαν ήδη συγκομιστεί, ενώ αν προκλήθηκαν κάποιες ζημιές αυτές εντοπίζονται σε σιλό που είχαν αποθηκευμένες ποσότητες, οι οποίες φτάνουν το πολύ σε μερικές χιλιάδες τόνους. Η τιμή του σιταριού είναι παγκοσμιοποιημένη».
Λίγες αυξήσεις ενδέχεται να προκαλέσουν στα μήλα Ζαγοράς τα προβλήματα με το οδικό δίκτυο, ενώ σε ότι αφορά στα κηπευτικά που φτάνουν στην Αττική, αυτά συνήθως έρχονται από την Θήβα κ.α. Γιατί να αυξηθούν;» σημείωσε. Σε ό,τι αφορά στο ελληνικό κρέας εκτιμάται ότι θα παρατηρηθεί μια αύξηση καθώς «έχουν προκληθεί μεγάλες ζημιές σε ζωοτροφικές μονάδες αλλά και οι ζωοτροφές, που έχουν ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος παραγωγής».
Για το ίδιο θέμα εξέδωσε ανακοίνωση και το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στην οποία υπογράμμισε ότι οποιαδήποτε αύξηση τιμών στα οπωροκηπευτικά θεωρείται αδιανόητη. Σύμφωνα με στοιχεία από τα πληροφοριακά συστήματα του ΕΛΓΑ, το σύνολο της παραγωγής οπωροκηπευτικών προϊόντων στη χώρα είναι 371.000 στρέμματα, εκ των οποίων το 7,5% ή τα 28.000 στρέμματα καλλιεργούνται στην περιοχή της Θεσσαλίας και ελάχιστα από αυτά έχουν πληγεί.
«Κάθε αύξηση σε τιμές οπωροκηπευτικών, μόνο ως ξεκάθαρη αισχροκέρδεια σε βάρος των καταναλωτών, μπορεί να χαρακτηρισθεί. Και ως τέτοια θα αντιμετωπισθεί από την κυβέρνηση» υπογράμμισε το ΥΠΑΑΤ.
Απώλειες σε χιλιάδες μελίσσια της Θεσσαλίας από τις καταστροφικές πλημμύρες
«Η φονική θεομηνία που έπληξε πρόσφατα τη Θεσσαλία προκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές στο σύνολο της αγροτικής παραγωγής της περιοχής. Ο κλάδος της μελισσοκομίας, δεν έμεινε ανεπηρέαστος. Από τα πρώτα διασταυρωμένα στοιχεία, οι απώλειες ανέρχονται σε 45 χιλιάδες μελίσσια». Αυτά μεταξύ άλλων τονίζει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Αλέξανδρος Παπαχριστοφόρου, επίκουρος καθηγητής Εφαρμοσμένης Μελισσοκομίας στο Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ως μια πρώτη εκτίμηση των επιπτώσεων της κακοκαιρίας Daniel και στη μελισσοκομία.
Υπολογίζεται όμως, σύμφωνα με τον ίδιο, ότι ο συνολικός αριθμός θα υπερβεί τις 60 χιλιάδες, χωρίς να αποκλείεται να φτάσει ή και να ξεπεράσει τις 80 χιλιάδες νεκρά μελίσσια, για να εξηγήσει:
«Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν καταστράφηκαν μόνο μελίσσια των ντόπιων μελισσοκόμων αλλά και συναδέλφων τους από άλλες περιοχές της χώρας, οι οποίοι τα είχαν μεταφέρει στους νομούς της Θεσσαλίας είτε για ανάπτυξη πριν τις μελιτοεκκρίσεις των πευκοδασών είτε για συλλογή μελιών από τις τοπικές μελιτοφορίες. Οι ζημιές είναι πολυδιάστατες επεκτείνονται στην απώλεια της επερχόμενης παραγωγής σε φθινοπωρινό μέλι και στο αδυνάτισμα των μελισσιών που επέζησαν λόγω παντελούς έλλειψης τροφής στις πλημμυρισμένες εκτάσεις. Τα μελίσσια αυτά κινδυνεύουν με αποδεκατισμό τον επερχόμενο χειμώνα. Πέρα από τα πιο πάνω, η απώλεια δισεκατομμυρίων μελισσών, μειώνει δραματικά το “επικονιαστικό δυναμικό” στην περιοχή, γεγονός που θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην παραγωγή τροφής, στη βιοποικιλότητα και στο φυσικό περιβάλλον της Θεσσαλίας».
Ο επίκουρος καθηγητής Εφαρμοσμένης Μελισσοκομίας στο Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας αναφέρεται και σε οδηγίες προς τους πληγέντες μελισσοκόμους.
Μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν, τονίζει, οι πληγέντες μελισσοκόμοι θα πρέπει να προβούν σε μέτρα για τον περιορισμό των συνεπειών από τις πλημμύρες:
– Θα πρέπει να καταστρέψουν άμεσα (κατά προτίμηση με καύση) τις κηρήθρες από τα πνιγμένα μελίσσια. Η αποθήκευση και πιθανή μελλοντική χρήση, δεν επιτρέπεται! Η παραμονή των κηρηθρών σε επαφή με τα ακάθαρτα και μολυσμένα ύδατα, έχει επιβαρύνει ανεπανόρθωτα το κερί με ουσίες και μικροβιακό φορτίο το οποίο εγκυμονεί κινδύνους για την ανάπτυξης νέων μελισσιών σε αυτές.
– Μέλι και γύρη που βρίσκονται σε κηρήθρες νεκρών μελισσιών, πρέπει επίσης να καταστραφούν άμεσα. Πιθανή χρήση για τροφοδότηση διασωθέντων μελισσιών επιμολύνει και τα υγιή μελίσσια.
– Η καταστροφή κηρηθρών και αποθεμάτων τροφών από τα νεκρά μελίσσια πρέπει να είναι άμεση για να αποφευχθεί ο κίνδυνος λεηλασίας από τα εναπομείναντα μελίσσια.
– Οι κυψέλες, μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν αν πλυθούν και απολυμανθούν σχολαστικότατα, αφού στεγνώσουν. Συνιστάται η χρήση φλογίστρου για πρόσθετη απολύμανση.
– Επιβάλλεται, όπου είναι εφικτό, η μεταφορά των μελισσιών που διασώθηκαν σε ανθοφορίες φθινοπωρινής ερείκης και πολύκομπου για αναγέννηση των πληθυσμών.
– Αν η μεταφορά των μελισσιών είναι αδύνατη, καλό είναι να εφαρμοστεί τροφοδότηση, τόσο με σάκχαρα όσο και με πρωτεϊνική τροφή (γυρεόπιτες, υποκατάστατα γύρης).
Οι αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να στηρίξουν άμεσα την αποζημίωση και ενίσχυση των μελισσοκόμων. Κάποια έκτακτα μέτρα που προτείνονται, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η παράκαμψη της υποχρέωσης δήλωσης των απωλειών στο ηλεκτρονικό μητρώο (για να μην χαθεί η δυνατότητα επιδότησης της επόμενης χρονιάς), η μη επιβάρυνση από τον ΕΛΓΑ της επιθεώρησης (με το ποσό των 2 ευρώ ανά κυψέλη) και η ενδεχόμενη επιδότηση της παραγωγής και διάθεσης ελληνικών μελισσοτροφών προς τους πληγέντες. Λόγω του πολύ χαμηλού ποσού της αποζημίωσης ανά μελίσσι, καλό θα ήταν να προβλεφθεί και αποζημίωση από την ολοκληρωτική απώλεια της παραγωγής μελιού. Οι επιθεωρήσεις πρέπει να είναι άμεσες και όχι ετεροχρονισμένες για να μειωθεί ο κίνδυνος επιμολύνσεων άλλων μελισσιών. Η μελισσοκομία πρέπει να στηριχθεί από το κράτος καθώς με τη σειρά της, θα μπορέσει να στηρίξει την αναγέννηση της φύσης στη Θεσσαλία, μέσω της επικονίασης, όπως υπογραμμίζει.
Για να καταλήξει τονίζοντας:
«Μέσα στις ερχόμενες 10 ημέρες, το Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, θα καλέσει σε ανοικτή συζήτηση στις εγκαταστάσεις του, πληγέντες μελισσοκόμους και αρμόδιους φορείς. Μέσω του επιστημονικού προσωπικού του, θα συμβάλει εθελοντικά σε κάθε προσπάθεια στήριξης της μελισσοκομίας αλλά και της ζωικής παραγωγής της Θεσσαλίας, στο σύνολό της».
Καταστροφές στο 70% στη βαμβακοκαλλιέργεια στη Θεσσαλία – Μειωμένη έως και 20% η παραγωγή της χώρας
Σχεδόν το 70% στη βαμβακοκαλλιέργεια της Θεσσαλίας εκτιμάται ότι έχει υποστεί καταστροφές από τη θεομηνία «Ντάνιελ», με την παραγωγή στη περιοχή να αναμένεται μειωμένη τουλάχιστον κατά 50-60%, κάτι που συνολικά θα επηρεάσει την παραγωγή της χώρας κατά 15-20%.
Σύμφωνα με στοιχεία, από τα 2,5 εκατομμύρια στέμματα που καλλιεργούνται σε όλη τη χώρα, τα 800.000 στρέμματα περίπου (32%) βρίσκονται στη Θεσσαλία.
Από τα 800 χιλ. στρέμματα, 410 χιλ. στρέμματα περίπου καλλιεργούνται στην περιφερειακή ενότητα Καρδίτσας, 270 χιλ. στρέμματα στη Λάρισα, 93 χιλ. στρέμματα στην περιφερειακή ενότητα Τρικάλων και 37 χιλ. στρέμματα περίπου στη Μαγνησία.
Μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Προϊστάμενος Εθνικού Κέντρου Ταξινόμησης Βάμβακος – ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Δρ. Νταράουσε Μωχάμεντ ανέφερε ότι «οι ζημιές από την κακοκαιρία ευρίσκουν τη βαμβακοκαλλιέργεια αρκετά όψιμη, λόγω των προηγούμενων καιρικών συνθηκών. Μεγάλο ποσοστό των “καρυδιών” δεν έχει ανοίξει ακόμα» κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο σημαίνει ότι «ανάλογα με τη διάρκεια και το ύψος του νερού που καλύπτει την καλλιέργεια, πέραν από τις άμεσες καταστροφές, το μεγάλο ποσοστό των “καρυδιών” δύσκολα θα ανοίξει ή δεν θα έχει κανονικό άνοιγμα».
Το ύψος του νερού που βρίσκεται σε κάθε αγροτεμάχιο παίζει σημαντικό ρόλο μιας και σε περίπτωση που είναι χαμηλότερο από το φυτό «η ζημιά θα είναι μικρότερη, όμως η παραγωγή θα είναι πολύ μειωμένη, ίσως σε τέτοιο βαθμό που η συλλογή του προϊόντος δεν είναι συμφέρουσα οικονομικά» σύμφωνα με τον κ. Νταράουσε.
Στη Θεσσαλία λειτουργούν περίπου 20 εκκοκκιστήρια μεγάλος αριθμός των οποίων έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές στις υποδομές και στον εξοπλισμό. Όπως είπε στο ΑΠΕ ο κ. Νταράουσε «ίσως να υπάρχει και μεγάλη απώλεια σε αποθηκευμένο εκκοκκισμένο βαμβάκι της προηγούμενης εκκοκκιστικής περιόδου. Το φαινόμενο αυτό ίσως να είναι πιο έντονο στα εκκοκκιστήρια του Νομού Καρδίτσας που έχει το μεγαλύτερο αριθμό εκκοκκιστηρίων».
Δύσκολη η επόμενη χρονιά
Το νερό που είχε ως αποτέλεσμα να πλημμυρίσει ο θεσσαλικός κάμπος, πέρα από τις καταστροφές σε καλλιέργειες, δημιούργησε και επιπλέον ζητήματα. Πολλοί είναι οι παραγωγοί που έχουν δει τα αγροτικά τους μηχανήματα αλλά και το γεωργικό τους εξοπλισμό, τα συστήματα ποτίσματος, τα αποθηκευμένα αγροεφόδια να έχουν πάθει ενδεχομένως και ανεπανόρθωτες ζημιές.
«Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να φέρουν τα χωράφια σε ομαλή κατάσταση. Δεν γνωρίζουμε αν ο χρόνος που απομένει θα είναι αρκετός, για να προετοιμάσουν τα χωράφια, για τις χειμερινές καλλιέργειας, όπως το κριθάρι και το σιτάρι, ως μια απαίτηση της νέας ΚΑΠ για εναλλαγή καλλιεργειών», τόνισε ο κ. Νταράουσε.
Για να γίνουν όλα αυτά όπως επισημαίνει ο ίδιος «απαιτείται χρόνος και χρήμα, σχέδια και διαδικασίες, κυρίως για την αποκατάσταση των ζημιών σε υποδομές και γεωργικό εξοπλισμό που είναι απαραίτητα για τις προετοιμασίες των χωραφιών για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο και να ξαναφέρουν τα πράματα σε μια κανονικότητα».
Κατάσταση εδάφους
Αναφορικά με την κατάσταση που θα βρίσκεται το έδαφος μετά την υποχώρηση των υδάτων ο Προϊστάμενος του Εθνικού Κέντρου Ταξινόμησης Βάμβακος του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τις επιπτώσεις στο εδαφικό σύστημα, αφού δεν υπάρχει προηγούμενη καταγεγραμμένη εμπειρία» και συμπληρώνει πως «οι επιπτώσεις από τη μια περιοχή στην άλλη θα είναι διαφορετικές, εξαρτάται από την τοποθεσία, αν γειτνιάζει ή είναι κοντά με ποτάμια ή με υπερυψωμένες περιοχές που επηρεάζουν το είδος και το ποσό των φερτών υλικών στα χωράφια, πέρα από το χώμα (λάσπη), όπως πέτρες, σκουπίδια, δένδρα, πλαστικά και άλλα ξενόφερτα υλικά, τα οποία θα πρέπει να απομακρυνθούν».
Σε ό,τι έχει να κάνει με τη γονιμότητα των εδαφών ο κ. Νταράουσε λέει ότι είναι δύσκολο «να εκφέρει κανείς με σιγουριά άποψη, εφόσον δεν υπάρχουν στοιχεία από προηγούμενη εμπειρία και πιστεύω ότι αυτό είναι ένα δύσκολο και ανοιχτό θέμα».
Θα επηρεαστεί το μέλλον της βαμβακοκαλλιέργειας
Μιλώντας για το μέλλον της βαμβακοκαλλιέργειας στη χώρα μας μετά την καταστροφή στη Θεσσαλία, ο κ. Νταράουσε υπογραμμίζει ότι «η φετινή χρονιά με τις καταστροφές από την κακοκαιρία, θα αποτελέσει ένα πρόσθετο αρνητικό παράγοντα, που θα επηρεάσει αρνητικά το μέλλον της βαμβακοκαλλιέργειας» σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος παραγωγής και με τις αυξημένες απαιτήσεις που υπάρχουν στην αγορά αλλά και από τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ).
Τέλος, η διαχείριση των προβλημάτων θα είναι πιο δύσκολη και οι απαιτήσεις για τη στήριξή της θα είναι αυξημένες.
«Θα κινηθούμε νομικά εναντίον της Περιφέρειας και της Πολιτικής Προστασίας»
Ο Δημήτρης Νταλαρίζος, κάτοικος του χωριού Κεραμίδι στη Μαγνησία περιγράφει την καταστροφή που άφησε πίσω της η κακοκαιρία Daniel στο χωριό του αλλά και για τις ημέρες που ακολούθησαν με την Πολιτεία να είναι άφαντη.
Μιλώντας στη εκπομπή «MEGA Σαββατοκύριακο», ο κ. Νταλαρίζος είπε πως το νερό είναι ακόμα μέσα στο χωριό, ακόμα και μία εβδομάδα μετά, σε κάποια σημεία μάλιστα έχει παραμείνει στα 4 μέτρα.
«Σκεφτόμαστε να κινηθούμε νομικά εναντίον του κράτους»
«Όλα τα σπίτια είναι έτοιμα να πέσουν. Εγώ μένω σε φίλους, στο αυτοκίνητο. Περίπου 40 άτομα μένουν στην εκκλησία ακόμα. Το χωριό έχει περίπου 300 κατοίκους. Δεν έχει έρθει κανένας. Η Πολιτεία δεν ενδιαφέρεται ούτε για τρόφιμα, ούτε για τίποτα. Θέλουν να κάνουν μία δομή στη Μάνδρα για να πάνε τον κόσμο εκεί στα κοντέινερ. Έχουν διώξει τους μετανάστες για να πάνε εμάς. Είναι και άλλα χωριά μέσα στο νερό. Σκεφτόμαστε να κινηθούμε νομικά εναντίον της Περιφέρειας αλλά και της Πολιτικής Προστασίας που δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου. Δεν έχει κάνει τίποτα τόσα χρόνια. Ό,τι έχουμε είναι από τις δωρεές του κόσμου που έχει ευαισθητοποιηθεί. Εγώ δεν έχω λάβει τίποτα από τις αποζημιώσεις. Το χωριό το έχουν βγάλει κόκκινο και δεν έχει μπει ούτε ευρώ» αναφέρει.
«Για να καλλιεργηθούν τα χωράφια θα περάσουν 4-5 χρόνια»
Όπως είπε ο κ. Δημήτρης Νταλαρίζος οι κάτοικοι ζητούν από την Πολιτεία να φτιάξει κατοικίες στη Φαρκαδόνα για να μείνουν καθώς μόλις βρέξει τα σπίτια θα ξαναπλημμυρίσουν.
«Στον ‘’Ιανό’’ δεν είχαμε πρόβλημα αλλά από τότε δεν έγινε κανένα έργο στα αναχώματα. Για να καλλιεργηθούν τα χωράφια θα περάσουν 4-5 χρόνια. Ο κόσμος είναι σε απόγνωση κα δεν ξέρει τι θα γίνει. Και οι κτηνοτρόφοι που κατάφεραν και έσωσαν τα ζώα, δεν έχουν πόσιμο νερό. Άνθρωποι στο χωριό μου έβλεπαν πτώματα να επιπλέουν. Το 112 δεν χτύπησε σε εμάς».
«Εγώ δεν έχω λάβει τίποτα από τις αποζημιώσεις»
Αναφορικά με το τί περιμένει να ανακοινώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης σήμερα Σάββατο από τη ΔΕΘ για τη στήριξή τους, ο κ. Δημήτρης Νταλαρίζος είπε πως θέλουν να ακούσουν πως θα στηρίξει τον αγροτικό τομέα και την κτηνοτροφία και πως θα φτιάξει κατοικίες.
«Να μην σκορπίσουμε πάλι σαν χωριό. Να δώσει χρήματα γιατί (σ.σ οι κάτοικοι) έχουν χάσει και τα μηχανήματα και το βιός του. Θέλουμε να μας βοηθήσει για να ξανακινήσουμε. Η Φαρκαδόνα είναι ‘υγειονομική βόμβα’ και πρέπει να στείλουν κάποιον επιστήμονα να το δει».
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ, Θ. Παπακώστας, ΕΡΤ, larissanet, Κώστας Γκούμας, Μega