Κομισιόν: 9 κίτρινες κάρτες στην Ελλάδα για κοινωνικά θέματα
Αυξήθηκε το ποσοστό των νοικοκυριών που επιβαρύνονται υπερβολικά από το κόστος στέγασης
Απανωτές κίτρινες κάρτες για εννιά κοινωνικά ζητήματα (πχ στέγαση, κατάρτιση, εισόδημα, ιατρική περίθαλψη) προβλέπει η εξαμηνιαία έκθεση της Κομισιόν, στο σκέλος που αφορά την απασχόληση.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις σε σχέση με την κοινωνική προστασία και ένταξη, αναφέρει η έκθεση της Κομισιόν ειδικά για την απασχόληση.
Κατά πρώτον, ο αντίκτυπος των κοινωνικών μεταβιβάσεων (εκτός των συντάξεων) στη μείωση της φτώχειας μειώθηκε κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες στο 16,6% το 2024, σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 34,2%.
Κατά δεύτερον, εν τω μεταξύ, το ποσοστό των ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό (AROPE) αυξήθηκε στο 26,9%, πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 21,0%, θέτοντας τέλος σε μια δεκαετή μείωση.
Και οι δύο αυτοί δείκτες υποδηλώνουν «κρίσιμες καταστάσεις», σημειώνει η Κομισιόν.
Κατά τρίτον, με 27,9%, το ποσοστό AROPE για τα παιδιά ήταν επίσης υψηλό (έναντι 24,2% στην ΕΕ) και παραμένει «υπό παρακολούθηση».
Κατά τέταρτον, αυξήθηκε το ποσοστό των νοικοκυριών που επιβαρύνονται υπερβολικά από το κόστος στέγασης (αυξημένο στο 28,9% το 2024, ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ, έναντι 8,2% κατά μέσο όρο).
Κατά πέμπτον, αυξήθηκαν οι αυτοαναφερόμενες ανεκπλήρωτες ανάγκες για ιατρική περίθαλψη (αυξημένες στο 12,1%, έναντι 2,5% στην ΕΕ). Οι αυξήσεις αυτές στα παραπάνω πεδία υποδηλώνουν «κρίσιμες καταστάσεις».
Έκτον, η ανισότητα, όπως μετρήθηκε με τον λόγο πεμπτημορίου εισοδήματος, παρέμεινε στο 5,27 το 2024, πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (4,66) και εξακολουθεί να αποτελεί «παρακολούθηση».
Έβδομον, η απόδοση της ελληνικής αγοράς εργασίας βελτιώνεται, αλλά οι προκλήσεις παραμένουν, ιδίως για τις γυναίκες και τους νέους.
Το 2024, το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες λόγω της ακόμη ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, ακόμη και μετά από αυτή τη σημαντική αύξηση, μόνο το 69,3% του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (20-64) απασχολούνταν (έναντι 75,8% στην ΕΕ), γεγονός που αντιπροσωπεύει μια «αδύναμη αλλά βελτιωμένη» κατάσταση.
Αυτό ίσχυε και για το ποσοστό των νέων που δεν εργάζονται ούτε συμμετέχουν σε εκπαίδευση και κατάρτιση (NEET), το οποίο μειώθηκε κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες σε 14,2% το 2024, αλλά παρέμεινε σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (11,1%).
Εν τω μεταξύ, το 2024, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών ήταν, στο 59,9% (μετά από αύξηση 2,3 ποσοστιαίων μονάδων), ένα από τα χαμηλότερα στην ΕΕ, και το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των φύλων ήταν από τα μεγαλύτερα στην ΕΕ (18,8 ποσοστιαίες μονάδες έναντι 10 ποσοστιαίων μονάδων κατά μέσο όρο) και αποτελούσε «κρίσιμη κατάσταση».
Το όγδοο σημείο είναι πως ο δείκτης ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος νοικοκυριών κατά κεφαλήν, στο 84,1 το 2024, παραμένει από τους χαμηλότερους, παρά την αύξηση 2 ποσοστιαίων μονάδων από το 2023 (έναντι μέσου όρου της ΕΕ 114,3), η οποία αποτελεί «κρίσιμη κατάσταση».
Από τη θετική πλευρά, το χάσμα απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία παρέμεινε «κατά μέσο όρο».
Ως ένατο σημείο τονίζεται πως η ανάπτυξη δεξιοτήτων παραμένει στάσιμη, επηρεάζοντας αρνητικά την απασχολησιμότητα και την ανταγωνιστικότητα.
Το μερίδιο των ενηλίκων στη μάθηση τους τελευταίους 12 μήνες, στο 15,1% το 2022, ήταν από τα χαμηλότερα στην ΕΕ και αντιπροσώπευε μια «κρίσιμη κατάσταση». Ταυτόχρονα, το 2023, το 52,4% των ενηλίκων (έναντι 55,6% στην ΕΕ) είχε τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες, το οποίο είναι «κατά μέσο όρο».
Τα ποσοστά χαμηλής επίδοσης των 15χρονων σε βασικές δεξιότητες ήταν από τα υψηλότερα στην ΕΕ, αφού αντιμετώπισαν μια από τις πιο απότομες μειώσεις.
Το δέκατο σημείο είναι, το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση μειώθηκε περαιτέρω κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 σε 3,0% (έναντι 9,4% στην ΕΕ), διατηρώντας την Ελλάδα μεταξύ των χωρών με τις «καλύτερες επιδόσεις» σε αυτόν τον τομέα.
Υπό το πρίσμα των ευρημάτων της παραπάνω ανάλυσης πρώτου σταδίου, και ιδίως των 9 δεικτών που χαρακτηρίζονται ως «κρίσιμες» ή «απαραίτητες για παρακολούθηση», η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως χώρα που αντιμετωπίζει πιθανούς κινδύνους για την ανοδική κοινωνική σύγκλιση που απαιτούν περαιτέρω ανάλυση σε δεύτερο στάδιο.
