Λόφος Παπούρα: Ποια είναι τα σημαντικά ευρήματα της ανασκαφής σύμφωνα με τους αρχαιολόγους
Η ανασκαφή αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά ευρήματα, η ερμηνεία του οποίου θα αλλάξει τη γνώση μας για την γέννηση του μινωικού πολιτισμού
Η ανασκαφέας Δανάη Κοντοπόδη, αρχαιολόγος της ΕΦΑ Ηρακλείου, παρουσίασε τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της ανασκαφής στον Λόφο Παπούρα, που συνεχίζεται ακόμη.
Συγκεκριμένα, στην κορυφή του λόφου της Παπούρας στη θέση “Σωρός”, στο πλαίσιο των εργασιών για την εγκατάσταση συστημάτων ραντάρ για το νέο αεροδρόμιο Ηρακλείου, η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε μια σπάνια μνημειακή κυκλική κατασκευή διαμέτρου 48-50μ., εντυπωσιακή λόγω του μεγέθους, της πρωιμότητας, αλλά και του αρχιτεκτονικού της σχεδιασμού.
Το κυκλικό αυτό κτίσμα με τη λαβυρινθώδη αρχιτεκτονική διάρθρωση δεν έχει παράλληλο στην προϊστορική Κρήτη ή στον Αιγαιακό χώρο. Παραπέμπει στα κυκλικά κτήρια της πρώιμης Eποχής του Xαλκού, οικιστικά ή και ταφικά έχουν εντοπισθεί στην κοιλάδα της Μεσοποταμίας, στην Συρία και στο Ομάν αλλά και στις κυκλικές κατασκευές /enclosuresτης νεολιθικής-προϊστορικής Ευρώπης.
Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως ένα κυκλικό κτήριο σωζόμενου ύψους 2,85μ. διαμέτρου 48-50μ. και έκτασης 1.800μ². Το μνημείο, έχει δαιδαλώδη αρχιτεκτονική διάρθρωση 7 επάλληλων λιθόκτιστων δακτυλίων σε διαφορετικά σωζόμενα υψομετρικά επίπεδα, με δύο βασικές ζώνες κατάληψης και χρήσης, τη Ζώνη Α και τη Ζώνη Β.
Στο κέντρο του μνημείου (Ζώνη Α) διαμορφώνεται κυκλικός χώρος, από δυο εφαπτομένους δακτυλίους με εκφορική δόμηση και εσωτερική διάμετρο 9,30μ. Η πρόσβαση στον κεντρικό χώρο γίνεται μέσω μιας μνημειακής εισόδου στα δυτικά. Στο εσωτερικό, τέσσερις τοίχοι θεμελιωμένοι με σταυροειδή διάταξη σχηματίζουν τέσσερα δωμάτια όμοιων διαστάσεων τα οποία επικοινωνούν μέσω ανοιγμάτων στο κέντρο του σταυρού.
Γύρω από τον κεντρικό πυρήνα που πιθανά καλυπτόταν με θολωτή στέγη αναπτύσσεται μία ζώνη (Ζώνη Β ) από μικρότερα περιφερειακά δωμάτια με ακτινωτή διάταξη, η πρόσβαση στα οποία γινόταν μέσω κυκλικού λιθόστρωτου διαδρόμου, πιθανόν ανοικτού υπαίθριου χώρου σε αρχική φάση χρήσης του μνημείου. Σε μεταγενέστερη περίοδο εντός του διαδρόμου διαμορφώθηκαν επιπλέον χώροι με διατειχίσματα αμελέστερης κατασκευής. Στο εσωτερικό του μνημείου οδηγούν δύο κύριες είσοδοι στην ΝΔ και ΒΑ πλευρά, η νοητή ευθεία των οποίων συγκλίνει στο κέντρο του σταυρού. Η εξωτερική Ζώνη Γ διαμορφώνεται από βαθμιδωτούς δακτυλίους που περιβάλλουν τη βάση του μνημείου εν είδει κρηπίδας ή κυκλικού «ζιγκουράτ» και ένα εξωτερικό πολυγωνικό περίβολο. Όλοι οι τοίχοι του μνημείου είναι κατασκευασμένοι από ακατέργαστες πέτρες του βουνού, που έχουν εξορυχθεί από τον εντοπισμένο χώρο λατόμευσης στο ΒΔ πρανές του βουνού, με συνδετικό υλικό λάσπη από το αργιλόχωμα της ευρύτερης περιοχής.
Η επιμελημένη στιβαρή δαιδαλώδης κατασκευή προϋποθέτει σημαντική εργασία, εξειδικευμένη εμπειρία, μαθηματικές ή και αστρονομικές γνώσεις και μια κεντρική διοίκηση, που οργάνωσε την κατασκευή του. Με τα έως τώρα δεδομένα χρονολογείται περίπου από το 3.000-1.700 π.Χ με αλλεπάλληλες κατασκευαστικές φάσεις. Η συνεχής μέριμνα γενεών επί αιώνες για τις μετασκευές, επιδιορθώσεις των τοίχων, υποστηλώσεις και προσθήκες γύρω από τον κεντρικό θόλο καταδεικνύουν ότι πρόκειται για ένα μνημείο αναφοράς για τους κατοίκους της περιοχής. Ο ευμεγέθης λιθοσωρός της κορυφής είχε ερμηνευτεί αρχικά από τον αρχαιολόγο Ν. Παναγιωτάκη ως «φρυκτωρία» – μέρος ενός ευρύτερου δικτύου επικοινωνίας όμοιων ή και μικρότερων κατασκευών (γνωστών ως «Σωροί») στην ενδοχώρα της Πεδιάδας. Ωστόσο, από την ανασκαφική έρευνα, έως σήμερα, δεν έχουν προκύψει στοιχεία τα οποία απαντούν σε άλλους λιθοσωρούς της περιοχής και θα βεβαίωναν αυτή την υπόθεση: ισχυρά ίχνη καύσης, αλλεπάλληλα στρώματα στάχτης, καμένοι παραμορφωμένοι λίθοι και ψημένες πηλόμαζες.
Τα ευρήματα από το εσωτερικό του κτηρίου αφορούν κυρίως κεραμεική που βρέθηκε σε όλους τους χώρους της Ζώνης Β και στους 4 χώρους της Ζώνης Α. Πρόκειται κυρίως για αγγεία προετοιμασίας και κατανάλωσης τροφής και λιγότερα αποθηκευτικά αγγεία. Βρέθηκαν επίσης λύχνοι, σημαντικός αριθμός από μικρογραφικά αγγεία, όπως προχοΐσκες και κύπελλα τύπου tumbler, και ένα τελετουργικό αγγείο με μορφή πτηνού. Από άλλα υλικά σημειώνονται λίθινα εργαλεία, δύο ψήφοι από περίαπτο και θαλάσσια όστρεα (τρίτωνες). Η αρχιτεκτονική διάρθρωση, σε συνδυασμό με τα ευρήματα, υποδεικνύουν όχι μία απλή και μόνιμη εγκατάσταση αλλά μία περιοδική παν-κοινοτική, τελετουργική πιθανά, δραστηριότητα.
Το κυκλικό κτήριο της Παπούρας αποτελεί μνημειακή κατασκευή μοναδική στο είδος της, τόσο ως προς την πολύπλοκη αρχιτεκτονική της σύνθεση όσο και ως προς την πρωιμότητά της, τεκμηριώνοντας το τεχνικό και πολιτιστικό επίπεδο του ευφυούς μινωικού πολιτισμού, πολύ πριν την κατασκευή των πολυδαίδαλων μινωικών ανακτόρων.
Η κατασκευή του στην προανακτορική περίοδο ίσως συνδέεται με την παρουσία ισχυρών φατριών/τοπαρχών που για λόγους ίσως κοινωνικής προβολής ή και κοινοτικής συνοχής επιδόθηκαν στην ανέγερση επιβλητικών μνημείων, για την τέλεση συλλογικών συμποσιακών δράσεων. Αυτές οι δραστηριότητες φαίνεται ότι συνεχίστηκαν συστηματικά σε όλη τη διάρκεια της παλαιοανακτορικής εποχής και έληξαν στην αυγή της νεοανακτορικής περιόδου με την επέκταση της νεοανακτορικής ισχύος της Κνωσού.
Η παρουσία κεραμεικής των αρχαϊκών χρόνων (7ος-6ος αι. π.Χ.), που συνδέεται επίσης με συμποσιακές πρακτικές, υποδηλώνει την πιθανή διατήρηση της προγονικής συλλογικής μνήμης και στους ιστορικούς χρόνους.
Η ανασκαφή συνεχίζεται και τα συμπεράσματα μπορούν να αλλάξουν. Παραμένει όμως ένα από τα πλέον σημαντικά ευρήματα της μινωικής αρχαιολογίας, η ερμηνεία του οποίου θα αλλάξει τη γνώση μας για την γέννηση του μινωικού πολιτισμού και την οργάνωσή του πριν τα νέα μινωικά ανάκτορα.
Δείτε την εκδήλωση εδώ: