Ο Αύγουστος Κορτώ, η Χαλκιδική και οι φωτιές που τελικά δεν ανάβουν μόνο από τσιγάρα
«Είμαστε στο έλεος του θαύματος που καταστρέφουμε. Να τρελαίνεσαι» - Η ανάρτηση του συγγραφέα
Τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας τα πέρασε στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής. Εκεί όπου η θάλασσα μοσχοβολά πεύκο και αντηχεί παιδικές φωνές, αλλά και εκεί όπου — σχεδόν κάθε χρόνο — κάποιο δάσος καιγόταν. Ο Αύγουστος Κορτώ, με τη χαρακτηριστική του αμεσότητα και τρυφερότητα, επανέρχεται σ’ αυτές τις μνήμες, για να μιλήσει για κάτι που καίει ακόμη περισσότερο: την εξοικείωση με την καταστροφή.
«Τότε, ήμουν σίγουρος ότι όλες οι πυρκαγιές άναβαν από πεταμένα τσιγάρα», γράφει. Ένα παιδικό μυαλό που δεν μπορούσε να φανταστεί το μέγεθος της συνενοχής των μεγάλων — και της απληστίας. Οι μεζονέτες που ξεφύτρωναν κάθε καλοκαίρι του φαίνονταν απλώς “διώροφα κτίσματα”. Σήμερα, γνωρίζει πια ότι πίσω από κάθε δέντρο που πέφτει, μπορεί να σηκώνεται ένα real estate θαύμα. Και πίσω από κάθε παραθαλάσσιο «τυχαίο» ξέφωτο, ίσως καραδοκεί ένα οικόπεδο.
«Δεν είμαι τόσο αφελής», λέει σήμερα. Αλλά κι αν παραμένει αφελής «σε άλλα ζητήματα», δεν είναι ένα απ’ αυτά το να βλέπεις το έγκλημα και να το αναγνωρίζεις. Το να μη συνηθίζεις. «Το έγκλημα που κινδυνεύουμε να συνηθίσουμε, όπως – για να θυμηθώ τον Χατζιδάκι – το πρόσωπο του τέρατος».
Από τις αναμνήσεις της Κασσάνδρας, μόλις με λίγες λέξεις μίας ανάρτησης, ο Κορτώ μάς μεταφέρει στο σήμερα, σε έναν άλλο πνεύμονα ζωής: το Πεδίον του Άρεως. Εκεί, στις βόλτες με τον Τζέρι, νιώθει τη διαφορά: τη δροσιά, τον καθαρό αέρα, το θαύμα της ζωής που προσφέρουν τα δέντρα – και την αγωνία ότι αυτό το θαύμα δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Εξαρτάται από εμάς. Και το καταστρέφουμε.
«Είμαστε στο έλεος του θαύματος που καταστρέφουμε», σημειώνει. Και πράγματι: αυτό είναι που σε τρελαίνει. Όχι η φωτιά μόνο. Αλλά το ότι την αφήνουμε να γίνεται κανονικότητα.