H πολυτάραχη οικογενειακή ιστορία της οικογένειας Λάκκα: Η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας
Με αφορμή τα 50 χρόνια από τη διάσπαση του ΚΚΕ.
Του Περικλή Δημητρολόπουλου
Με τα λόγια ενός βετεράνου δημοσιογράφου, «η ιστορία της οικογένειας Λάκκα είναι η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας». Η Λαοκρατία Λάκκα, κόρη του αντάρτη και πολιτικού πρόσφυγα Μήτσου Λάκκα, καταθέτει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με αφορμή τα 50 χρόνια από τη διάσπαση του ΚΚΕ την πολυτάραχη οικογενειακή της ιστορία, η «πινακοθήκη» της οποίας περιλαμβάνει πρόσωπα από τον Άρη Βελουχιώτη έως τον Μποστ, τον Γιάννη Ρίτσο, την Έλλη Αλεξίου, τη Μελίνα Μερκούρη και τον Μίκη Θεοδωράκη. Στη δική της, προσωπική ιστορία, πάλι, βρίσκει κανείς το «Κεντρικό Λορδοκομείο», μια -κατά τη Μελίνα- «Βίλα Λάκκα» και μερικούς νομπελίστες.
Θα μας πείτε για το όνομά σας; Πώς προέκυψε το «Λαοκρατία»;
Το όνομά μου δεν προέκυψε έτσι στο κενό, ο πατέρας μου ήταν στέλεχος του ΕΑΜ καθώς και οι θείες μου από την πλευρά της μητέρας μου. Την εποχή που με βάφτισαν, το κέντρο των επιχειρήσεων ήταν στα Τζουμέρκα. Εκεί δρούσαν όλες οι αντάρτικες ομάδες. Είχαν μαζευτεί λοιπόν όλοι οι αντάρτες μαζί στο χωριό μου το Αθαμάνιο (Λειψώ) των Τζουμέρκων της Άρτας, μαζί και ο Άρης Βελουχιώτης ο οποίος έμενε πολύ συχνά σπίτι μας. Με βάφτισαν με έναν παπά αντάρτη, τον παπα – Γιώργη. Φώναζαν όλοι μαζί όταν ο Παπαγιώργης ζήτησε το όνομα, «Λαοκρατία, Λαοκρατία». Ε, αυτό ήταν.
Δεν σας προκάλεσε ποτέ προβλήματα;
Φυσικά και η ζωή μου παίχτηκε γύρω από αυτό το όνομα. Την πρώτη μέρα που γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο έφαγα το πρώτο ξύλο από τους Εκοφίτες γιατί κάποιος φοιτητής που με γνώριζε με φώναξε στα σκαλιά του παλαιού χημείου, Λαοκρατία. Δεν ήταν βέβαια όλα μαύρα άσπρα. Αλλά θα σας περιγράψω μια σκηνή μετά τη δικτατορία. Ήμουν στη Μεγάλη Βρετανία, το ξενοδοχείο, περιμένοντας την Άρια Σαϊγιομάουα, την Φιλανδή τραγουδίστρια, που είχε τραγουδήσει και τραγούδια του Μίκη. Ήταν οι πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης και μόλις είχα επιστρέψει στην Ελλάδα από την προσφυγιά. Εκεί έμενε πολύς κόσμος και πολλοί δημοσιογράφοι. Ο Τάκης Λαμπρίας, ο οποίος με γνώριζε από την αντιδικτατορική επιτροπή στο Λονδίνο, με σύστησε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Εκείνος μου προσέφερε ένα τριαντάφυλλο.«Να χαίρεσαι το όνομά σου» μου είπε.
Ήταν μια μικρή πράξη εθνικής συμφιλίωσης;
Υπήρχαν τέτοιες πράξεις μικρής εθνικής συμφιλίωσης και πριν από την δικτατορία. Όταν ο πολιτικός πρόσφυγας πατέρας μου προσπάθησε να έρθει το 1966 στην Ελλάδα από την Πράγα, πήγε αρχικά στην Κύπρο με διαβατήριο εξόριστου άπατρι, το γνωστό και ως λεσέ πασέ, και από εκεί πήρε το αεροπλάνο για την Πράγα που έκανε ενδιάμεση στάση στην Αθήνα. Για να μπορέσει να κατεβεί στην Αθήνα, αφού δεν του επιτρεπόταν, ήπιε ουίσκι μέσα στο αεροπλάνο για να του ανεβεί η πίεση. Ήταν σχεδιασμένο αυτό. Πήγαν να τον κατεβάσουν, είδαν ότι ήταν πολιτικός πρόσφυγας και υπήρξε τεράστιο πρόβλημα, αλλά εμείς είχαμε ειδοποιήσει την ΕΔΑ, που στελέχη της με αρχηγό την Καίτη Ζεύγου είχαν έρθει όλοι στο αεροδρόμιο και έγινε φασαρία. Τελικά, τον πήγαν συνοδεία της αστυνομίας στον Ευαγγελισμό, τον οποίο και απέκλεισαν. Εκεί ήταν καρδιολόγος, ο Σαμαράς, πατέρας του πρώην πρωθυπουργού. «Δεν φεύγεις από τα χέρια μου» του είπε. Αλλά τον ξεγέλασαν και αυτόν και σε μία εβδομάδα τον απέλασαν μόνο με τις πιτζάμες του στην Βουδαπέστη, στις 5 το πρωί.
Να πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Από τον Άρη Βελουχιώτη τι εικόνα έχετε;
Ο πατέρας μου τον λάτρευε, οι θείες μου, όλη η οικογένεια. Εγώ δεν έχω εικόνα από τον Άρη, θυμάμαι μόνο το κρυφό κλάμα το βράδυ του θανάτου του. Ήταν πια οι σκληρές μέρες μετά την παράδοση των όπλων και το χωριό ήταν κάτω από την ηγεμονία των Μάηδων, ο πατέρας μου ήταν στην φυλακή της Άρτας. Η μάνα μου τον περιέγραφε ως έναν πάρα πολύ τρυφερό άνθρωπο με πολύ θλιμμένο ύφος. Εμείς μεγαλώσαμε ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, ήταν οικογένεια για μας. Η αδερφή μου έπαιζε στα πόδια του και διόρθωνε τα ελληνικά του όταν αυτός έλεγε για να την πειράξει «θα φάμε πατάκες ή φασούλια το βράδυ».
Η οικογένειά σας είχε ζήσει από κοντά το τέλος του;
Ο Βελουχιώτης είχε πάρει από το διπλανό χωριό, το Τετράκωμο, τον παππού ως «όμηρο», έτσι του είχε πει μολονότι τον αποκαλούσε «σύντροφο», για να τον βοηθήσει να διαφύγει. Φαίνεται όμως ότι είχε σκοπό να αυτοκτονήσει, διότι ήταν αποκλεισμένος. Κάποια στιγμή έφτασαν σε ένα απόκρημνο σημείο, στη Χαράδρα του Φάγκου, όπου υπήρχε μια μικρή σπηλιά με νερά που έπεφταν μπροστά σαν καταρράκτης κι ένας πλάτανος. Ζήτησε από τον παππού μου να ανεβεί επάνω στο πλάτανο για να δει τι γινόταν γύρω. «Για πες μου, τι βλέπεις;» τον ρωτάει. «Είμαστε αποκλεισμένοι από παντού» του απαντά ο παππούς. Έβγαλε τη ζώνη του και είπε στον παππού να την πάρει. Και μέχρι εκείνος να κατεβεί από το δέντρο, ο Βελουχιώτης είχε αυτοκτονήσει μαζί με τον Τζαβέλα. Μετά από δύο μέρες, τα αδέρφια του πατέρα μου και η αδερφή του πήγαν κρυφά και βρήκαν το ακέφαλο σώμα του με κομμένο και το ένα χέρι και δίπλα το σώμα του Τζαβέλα, τα οποία έπλυναν και τα έριξαν στο γκρεμό για να μην τους μολύνουν μετά κι άλλο…
Η ζώνη του Βελουχιώτη τι απέγινε;
Την έδωσε ο παππούς στη γιαγιά και εκείνη την έθαψε κάπου κοντά στο σπίτι κάτω από μια κερασιά. Ο πατέρας μου βρισκόταν τότε στις φυλακές της Άρτας. Μετά, αφού απέδρασε, πέρασε δεκατρείς μήνες κρυμμένος μέσα σε έναν φούρνο δίπλα από το σπίτι μας.
Πώς κατάφερε να το σκάσει;
Τον πατέρα μου τον είχαν πιάσει πριν τον θάνατο του Βελουχιώτη και τον κρατούσαν στις φυλακές της Άρτας. Στη μεταφορά του από την Άρτα στα Γιάννενα, όπου τον πήγαιναν για να δικαστεί, κατάφερε να το σκάσει. Πήδηξε από το αυτοκίνητο, με την ενδεχομένως έμμεση παρότρυνση ενός χωροφύλακα που του έλεγε «ξέρω εγώ τι θέλεις να κάνεις εσύ, θέλεις να το σκάσεις». Ο ίδιος τον χτυπούσε όσο ήταν κρατούμενος, αλλά όχι δυνατά: «Φώναξε ρε να σε ακούσουν» του έλεγε. Το σκάει, λοιπόν, ο πατέρας μου και βουτάει μέσα στη λίμνη. Έμεινε τρεις ολόκληρες μέρες μέσα στη λίμνη μέσα στις καλαμιές για να ξεφύγει από τους χωροφύλακες που τον έψαχναν.
Και πώς ξέφυγε;
Βγήκε κάποια στιγμή στο νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί ήταν χωροφύλακας ένας αδελφός του παππού μου. Τον είδε, του έδωσε φαγητό και ρούχα. «Φύγε και μην σε ξαναδώ» του είπε στο τέλος. Έφυγε και ήρθε περπατώντας από τα Γιάννενα ποτάμι – ποτάμι. Βγήκε σε ένα ορεινό χωριό των Τζουμέρκων, τη Χόσεψη, τον έκρυψε κάποιος μέσα στο σπίτι του, αλλά κάποιος τον κάρφωσε. Όταν ήρθαν να τον πιάσουν, ο πατέρας μου ξέφυγε και πάλι μέσα από τις θημωνιές με τα καλαμπόκια. Έφτασε στο σπίτι μας στην Λειψώ νύχτα. Εκεί δίπλα από το σπίτι μια γριά θεία είχε έναν χωριάτικο φούρνο κι εκεί κρύφτηκε για δεκατρείς μήνες.
Ήταν η εποχή που πέρασε από εκείνα τα μέρη ο Φλωράκης;
Ναι, το αντάρτικο είχε τελειώσει πια στα μέρη μας, και οι μάχες συνεχίζονταν μόνο στη Μουργκάνα και τον Γράμμο. Η μάνα μου φώναξε μια μέρα τον Φλωράκη, στις 17 Αυγούστου του 1947, γιατί τα όρια του κρυψίματος στένευαν, ο οποίος ήρθε με άλλους αντάρτες και ο πατέρας μου με την αδερφή της μάνας μου έφυγε μαζί του. Οι Μάηδες του χωριού εξαγριώθηκαν όταν είδαν πού κρυβόταν τόσο καιρό χωρίς να τον έχουν πιάσει και μας έκαψαν το σπίτι. Ίσα που προλάβαμε να φύγουμε κι εμείς, μας έκρυψε μια γιαγιά που της είχαν σκοτώσει τον άνδρα της οι αριστεροί. Από εκεί βλέπαμε το σπίτι να καίγεται… Έπειτα από τρεις ημέρες σε μια πορεία ανάμεσα σε κατσάβραχα και ξυπόλητοι και με κίνδυνο να μας πιάσουν, φθάσαμε σε ένα απομονωμένο από τον κόσμο χωριό την Κάτω Καλεντίνη, όπου δρούσε η επίσημη αστυνομία και όχι τα τάγματα ασφαλείας.
Κι ο Δημήτρης Λάκκας;
Ο πατέρας μου που ήταν στον Δημοκρατικό Στρατό, έφυγε από τη Μουργκάνα το 1949 και πέρασε στην Αλβανία. Εκεί, κι έπειτα από περίπου είκοσι ημέρες, τον ενημέρωσε ο Εμβέρ Χότζα ότι θα έφευγαν περίπου χίλιοι αντάρτες της ταξιαρχίας του με ένα πλοίο. Έφυγαν στοιβαγμένοι στα αμπάρια, μόνο ο Λάκκας και ο Φωκάς είχαν δικαίωμα να ανεβούν στο κατάστρωμα ως πολιτικοί επίτροποι. Το πλοίο κατέβηκε το Ιόνιο, έκανε τον περίπλου της Πελοποννήσου και διέσχισε όλο το Αιγαίο για να βγει από τα Δαρδανέλια στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί αποβιβάστηκαν στη Ρουμανία, και αφού τους απολύμαναν πέρασαν στο Πότι, και από εκεί με τρένο στην Κασπία Θάλασσα και στη συνέχεια με άλλο πλοίο έφτασαν στην Τασκένδη.
Κι εσείς πότε μπορέσατε να τον δείτε;
Τον είχα δει μια φορά το 1963 στην Πράγα μετά από πολύ αγώνα για να πάρω το πρώτο μου διαβατήριο. Το 1964, κάναμε μια απελπισμένη προσπάθεια να μπει κανονικά στην Ελλάδα, εξασφαλίζοντάς του τα κατάλληλα έγγραφα με την βοήθεια του τότε υπουργού Παιδείας του Γιώργου Μυλωνά. Ήταν όμως επικηρυγμένος ως ληστής από το 1944, δεν θυμάμαι με πόσες χιλιάδες δραχμές. Ενώ λοιπόν είχαμε πάρει το πράσινο φως από την κυβέρνηση Παπανδρέου, κάποιος έβγαλε στην εφημερίδα «Ημέρα» την ιστορία της επικήρυξης. Οπότε πήραν πίσω το διαβατήριο. Μετά τον ξαναείδα σε ένα δεύτερο ταξίδι στην Κύπρο και στη δικτατορία, όταν φύγαμε από την Ελλάδα μαζί με τη μητέρα μου, την αδελφή μου και τον μικρό της γιο. Ήταν Ιούνιος του 1967. Πήγαμε πρώτα στη Βιέννη κι από εκεί με τρένο φτάσαμε στην Πράγα. Στην Πράγα αρχικά δεν μας δέχθηκαν, αλλά όταν άκουσαν πού δούλευε ο πατέρας μου, μας επέτρεψαν την είσοδο.
Ζήσατε την Άνοιξη της Πράγας…
Από τη γέννησή της. Ο πατέρας μου ήταν τότε φίλος με τον Ιρζι Χάγεκ, που υπήρξε υπουργός του Ντούμπσεκ και πρωτεργάτης σε αυτούς που δημιούργησαν την Χάρτα του 1977. Ήταν καταπληκτικό το κλίμα και όλοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι το τσέχικο κράτος ήταν ώριμο πια για δημοκρατική μεταρρύθμιση. Κάθε μέρα, τα γήπεδα γέμιζαν με κόσμο. Αρκεί να σας πω ότι κομουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι λόγω του σταλινισμού, που είχαν αφεθεί ελεύθεροι, προσέφεραν τις βέρες και τα ρολόγια τους για να συνδράμουν σε αυτή τη νέα προσπάθεια. Με την Ρωξάνη Ζεύγου, βρισκόμουν σε αυτές τις συγκεντρώσεις.
Ήταν λάθος επομένως η εισβολή των Ρώσων;
Θεωρώ ότι ήταν όχι μόνο λάθος αλλά ένα τεράστιο έγκλημα. Θυμάμαι ένα βράδυ βρέθηκα με τον πατέρα μου στο κρυφό ξενοδοχείο που αντάμωναν τα στελέχη του κόμματος. Ήταν διάφοροι Τσέχοι εκεί και ανάμεσά τους ένας ιδιαίτερα ενθουσιώδης για όλα αυτά που συνέβαιναν. Ήταν ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, που μόλις είχε εκλεγεί γραμματέας του κόμματος.
Εσείς συμμεριζόσασταν τον ενθουσιασμό του;
Βέβαια και ήταν ένας τρόπος να ξεχάσω και την αγωνία μου για την δικτατορία στην Ελλάδα. Στο ξενοδοχείο εκείνο το βράδυ με τον Ντούμπσεκ ήταν και ο ταχυδρόμος του Κολιγιάννη, του τότε γραμματέα του ΚΚΕ. «Αυτός πάει να τα καταστρέψει όλα» είπε στον πατέρα μου. «Θα καταστρέψει τον σοσιαλισμό». Εγώ δεν καταλάβαινα ακριβώς το γιατί σε αυτό το αρνητικό κλίμα. Δεν έβλεπα ότι ετοιμαζόταν η διάσπαση του δικού μας κόμματος. Ούτε κατάλαβα γιατί ο πατέρας μου έστειλε την αδελφή μου στο Λονδίνο και δεν μας κράτησε εκεί. Εκεί η αδερφή μου νοίκιασε ένα σπίτι με τη γυναίκα του Νικηφόρου Βρεττάκου, (ο ίδιος ήταν τότε στην Ελβετία). «Να ετοιμάζεσαι κι εσύ να φύγεις» μου είπε μια μέρα.
Δεν είχατε ενδείξεις ότι κάτι δεν πήγαινε καλά;
Ναι, είχα. Η μία ήταν ότι δεν μπόρεσα να πάω στη Μόσχα ως βιολόγος για να συνεχίσω τις σπουδές μου στην γενετική – ο Φαράκος έλεγε ότι έπρεπε να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα όλοι εμείς που βγήκαμε από την Ελλάδα. Η επόμενη επιλογή μου ήταν να πάω στη Ρουμανία. Ένα βράδυ, σε μια εκδρομή της κομματικής νεολαίας στο Βουκουρέστι, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από κάτι άσχετα γεγονότα. Είχα τρελαθεί, είχα περάσει από την παρανομία, είχα αλλάξει πολλά σπίτια μέχρι να βγάλω διαβατήριο. Ζήτησα τον λόγο. «Καλά δεν ντρεπόσαστε; Έγινε μια δικτατορία στην Ελλάδα κι εσείς ασχολείστε με μια εκδρομή στο Μπρασόφ; Εμείς στην Ελλάδα δεν ασχολούμαστε μόνο με τα θέματα της Ελλάδας. Έχω φάει ξύλο για το Βιετνάμ, για την Κούβα, ακόμη και για τον Γκαγκάριν. Κι εσείς τι κάνετε εδώ;». Φεύγοντας το βράδυ παρέα με τον Παρτσαλίδη και τον Μιχάλη Τσιάντη, μου λέει: «Δικιά μας είσαι τελικά εσύ» «Αλλά δεν τα πήγες καλά εδώ με την παρέμβασή σου, δεν σε βλέπω να σπουδάζεις εδώ».
Επιβεβαιώθηκε ο φόβος του Παρτσαλίδη;
Ναι. Επέστρεψα στην Τσεχοσλοβακία και εκεί ήρθε ένα γράμμα που μου έλεγε είτε να μείνω στην Πράγα είτε να επιστρέψω στην Ελλάδα. Υπήρχαν πολλοί όμως που είχαν τις ίδιες αντιλήψεις με τον πατέρα μου για την πορεία του σοσιαλισμού. Κάποια φορά, πριν την δικτατορία σε κάποιο ταξίδι μουστην Πράγα, είχε έρθει στο σπίτι του πατέρα μου ο Λεωνίδας Κύρκος. Θυμάμαι τον πατέρα μου να του λέει «εσείς ως ΕΔΑ πρέπει να ανοιχτείτε περισσότερο στον κόσμο, δεν είναι δυνατόν να περιμένετε συνεχώς τις ντιρεκτίβες που σας δίνουμε εμείς». Εκείνος έβαλε τα κλάματα. «Είσαι ο πρώτος που μας τα λέει αυτά σύντροφε».
Εσείς τελικά πότε πήρατε τον δρόμο του Λονδίνου;
Ακριβώς την παραμονή της διάσπασης του ΚΚΕ στις 14 Φεβρουαρίου, έφυγα εγώ στις 15 Φεβρουαρίου του 1968, όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της 12ης Πλατιάς Ολομέλειας και επέστρεψε ο πατέρας μου στην Πράγα. Στο Λονδίνο, στο σπίτι όπου ζούσε η αδελφή μου με τους Βρεττάκους, έμαθα ότι έγινε η διάσπαση. Ο πατέρας μου μας έστειλε μήνυμα να φτιάξουμε μια οργάνωση του ΚΚΕ Εσωτερικού.
Και στην εισβολή;
Ο πατέρας μου είχε έρθει να μας επισκεφθεί στο Λονδίνο με διαβατήριο εξόριστου άπατρι στις 2 Αυγούστου 1968. Στις 19 Αυγούστου του 1968 επιστρέφει στην Πράγα πιστεύοντας ότι πια ότι μετά την συνάντηση στην Τσέρνα, οι σχέσεις ανάμεσα στην Τσεχοσλοβακία και την Σοβιετική Ένωση είχαν αποκατασταθεί. «Πάω πίσω στη δουλειά μου» μας είπε. Στις 20 όμως έγινε η εισβολή, ένα τανκ έπεσε μάλιστα στο αυτοκίνητό του, στις 21 τον έδιωξαν από το περιοδικό. Οι Ρώσοι που εργάζονταν στην συντακτική επιτροπή και ήταν θετικοί απέναντι στην Άνοιξη της Πράγας εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλμού, δεν μάθαμε ποτέ τι απέγιναν.
Με τον πατέρα σας τι έγινε;
Κατάφερε να φύγει από την Τσεχοσλοβακία με ένα παράνομο διαβατήριο που του εξασφάλισε μία ομάδα Ελλήνων στη Σουηδία και συγκεκριμένα ο σύντροφος Μπάμπης Καλατζής, που ήταν συνδεδεμένος και με τη σοσιαλιστική ομάδα του Ούλαφ Πάλμε. Το διαβατήριο ήταν σουηδικό. Έμεινε στη Σουηδία έως το 1971 οπότε πήγε στη Ρώμη και συνδέθηκε με το Ιταλικό κόμμα, όπου εκδιδόταν η «Ελεύθερη Πατρίδα». Εκεί έμεινε σε ένα σπίτι με άλλους εξόριστους συντρόφους του ΚΚΕ εσωτ.,κατά καιρούς με τον Αντώνη Μπριλάκη, τον Γιάννη Βούλτεψη, τον Σταύρο Καρρά, τον Ηλία Στάβερη, τον Χριστόφορο Αργυδιάδη.
Μέχρι πότε;
Μέχρι την μεταπολίτευση. Το 1974 πήγα και βρήκα τον Βαγγέλη Γιαννόπουλο, που μαζί με τον Γιάγκο Πεζματζόγλου κατέστρωσαν ένα σχέδιο: ο πατέρας μου θα έμπαινε στο αεροπλάνο με ένα παράνομο διαβατήριο, θα το έσκιζε και θα το πέταγε, κι όταν έβγαινε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού θα τον υποδέχονταν οι δυο τους, διαβεβαιώνοντας τις αρχές ότι είχε φύγει από την Ελλάδα το 1967, ότι δεν ήταν πολιτικός πρόσφυγας στις Ανατολικές χώρες. Ο Γιαννόπουλος τον περίμενε στο αεροδρόμιο με λουλούδια.
Κι έτσι ενωθήκατε για πρώτη φορά με τον πατέρα σας ως οικογένεια στην Ελλάδα.
Ναι. Εγώ έμενα ακόμη στην Γαλλία για την δουλειά μου και εκείνος έμεινε σε ένα σπίτι με την οικογένεια της αδερφής μου που ήταν γιατρός. Το σπίτι που είχαμε πριν την δικτατορία στου Ζωγράφου, που το λέγαμε «Κεντρικό Λορδοκομείο», δεν υπήρχε πια. Αυτό το σπίτι ήταν ένα μεγάλο διαμέρισμα με τσιμεντένιο πάτωμα, έμενα εγώ, οι δυο αδελφές μου, γιατρίνες στην συνέχεια, ένας ξάδελφος δικηγόρος, ένας φίλος γιατρός που όλοι οι δικοί του ήταν φυλακή, κι ένας γιατρός ακόμη, γραμματέας τότε της νεολαίας της ΕΔΑ.
«Κεντρικό Λορδοκομείο», γιατί;
Σε αυτό το σπίτι, λοιπόν, που πεθαίναμε από την πείνα, βγάζαμε μία καταπληκτική χιουμοριστική εφημερίδα, την «Λόρδα» και μας έγραφε και ο Μποστ κείμενα για τη «μαμά Ελλάδα». Στα σκίτσα της «Λόρδας» η μαμά μου ήταν «Η μαμά Ελλάς», ο Άγγελος Παπούλιας ήταν ο «Πειναλέων», η αδελφή μου ήταν «Ανεργίτσα». Σε εκείνο το σπίτι βγάλαμε τα καλύτερα και τα πιο γνωστά συνθήματα των διαδηλώσεωντης εποχής του 1-1-4, όπως το «προίκα στην παιδεία», «μάθημα στον Μονπαρνάς». Όλοι οι φοιτητές της ιατρικής μαζεύονταν εδώ για τις πολιτικές συζητήσεις, είχαμε βράδια αφιερωμένα στην μουσική με την Αγνή Μπάλτσα, η αδερφή της ήταν συμμαθήτριά μου, να μας τραγουδάει άριες. Σε αυτό το σπίτι τα βράδια φτιάχναμε μία χρωστική με ασπιρίνη, χόρτα και λίγο λάδι, με την οποία γράφαμε στους τοίχους τα συνθήματα του 114, που δεν σβήνονταν με τίποτα, είχαμε τους προσωπικούς χαφιέδες μας…
Πώς τα βγάζατε πέρα οικονομικά;
Μας έστελνε λίγα χρήματα ένας θείος από την Άρτα, η αδελφή μου δούλευε, πρωτοετής φοιτήτρια, σε μια ψυχιατρική κλινική, η μητέρα ύφαινε στον αργαλειό για συντρόφους κιλίμια, εγώ έκανα κρυφά μαθήματα ελληνικών στην κόρη του Βούλγαρου πρόξενου και αλλού. Χάρη σε αυτόν, που με πήρε με το αυτοκίνητο της πρεσβείας, γνώρισα τον Γκαγκάριν όταν ήρθε στην Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 1962, και του είχα προσφέρει ένα τριαντάφυλλο.
Ακούγονται ωραία χρόνια.
Ήταν δύσκολα χρόνια με ξύλο από την αστυνομία, αλλά ωραία χρόνια. Όταν πέθανε η Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, η αδελφή της, η Έλλη Αλεξίου, η οποία ζούσε στο Βουκουρέστι, πήρε άδεια για να έρθει στην κηδεία. Έμεινε τελικά στο σπίτι που είχε η Γαλάτεια με τον άνδρα της, τον ποιητή και κριτικό Μάρκο Αυγέρη, στην οδό Αλωπεκής 31, στο Κολωνάκι. Πήγαινα στο σπίτι τους κάθε μέρα, με είχαν υιοθετήσει, και ερχόταν ο Ρίτσος, ο Βάρναλης, η Λιλή Ιακωβίδου, ο Νίκος Κιτσίκης, η Ρόζα Ιμβριώτη . Ουσιαστικά, μεγάλωσα πολιτισμικά μαζί τους. Μετά τα γραφεία της ΕΔΑ είχα έναν άλλο χώρο….
Το φωτογραφικό σας άλμπουμ περιλαμβάνει πολλές φωτογραφίες με τον Μίκη.
Έζησα περισσότερα χρόνια με την οικογένεια Θεοδωράκη παρά με τη δική μου. Ο Μίκης είναι πατέρας μου, αδελφός μου, φίλος μου. Οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν ακόμη και από τύχη. Η Μυρτώ, η γυναίκα του Μίκη, ήταν γιατρός και εξαιρετική επιστήμονας. Είχε πάει με υποτροφία στο Ινστιτούτο Πιερ και Μαρί Κιουρί, στο Παρίσι, και όταν έφυγε πήρα εγώ εντελώς τυχαία μία θέση σε αυτό το Ινστιτούτο. Χαιρόταν να μαθαίνει τα επιστημονικά νέα.
Πάμε ξανά στο Λονδίνο. Εκεί τι κάνατε;
Στο Λονδίνο εργάστηκα στο Royal Cancer Hospital ως ερευνήτρια στην κυτταρογενετική. Κι εκεί, στο δικό μας Ινστιτούτο, ήρθε να μιλήσει κάποτε ο Οκαζάκι, γιαπωνέζος μοριακός βιολόγος με τεράστια συμβολή στο πεδίο των ερευνών του DNA.
Η συνέχεια πού σας βρίσκει;
Στη Γαλλία. Με είχαν καλέσει για μια ομιλία στο Παρίσι στο εργαστήριο του Λβόφ μαζί με έναν μεγάλο Άγγλο βιολόγο, τον Φιλ Λώλυ. Ήταν μετά τον Μάη του 1968 και μου άρεσε περισσότερο από το Λονδίνο, άφησα τη σίγουρη δουλειά που είχα στο Λονδίνο για να ζήσω εκεί με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης. Εκεί άλλωστε έφτιαξα μια μεγάλη οικογένεια φίλων στο Ινστιτούτο Κιουρί και στο Παστέρ. Στο Παρίσι ήρθα κοντά με τους Ζακ Μονό και Φρανσουά Ζακόμπ, τους δυο νομπελίστες γάλλους βιολόγους που είχαν μοιραστεί το Νομπέλ με τον Αντρέ Λβόφ.
Στους φίλους ήταν και ο Μίκης Θεοδωράκης, εξόριστος φαντάζομαι.
Ο Μίκης μου είπε «μείνε στο Παρίσι, θα κάνουμε καλύτερη πολιτική δουλειά από εδώ». Μετά ήταν η Μελίνα, ο Ροβήρος Μανθούλης, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, αλλά και όλα τα παιδιά της Fondation Hellénique, ο Κυριάκος Ρόκος, ο Πατρασκίδης ο Εμμανουηλίδης, ο Σακελίων… η Λήδα Αναστασιάδη… Οι φίλοι μου Γάλλοι συνδέθηκαν με τον Μίκη. Γυρίζαμε όλοι μαζί στις συναυλίες στα προάστια του Παρισιού.
Πείτε μου μια εικόνα της Μελίνας.
Την Μελίνα την είχα γνωρίσει στο Λονδίνο. Την αγαπούσα. Ήταν ένας γενναιόδωρος, χαρούμενος άνθρωπος, που αγαπούσε τη ζωή. Είχε έρθει στο σπίτι που μέναμε με την Βρεττάκου και φτιάχναμε τα πλακάτ για τις διαδηλώσεις, ενώ η μάνα μου έφτιαχνε τηγανίτες. Η Μελίνα την λάτρευε την μητέρα μου, το σπίτι μας το έλεγε «Βίλα Λάκκα». Μια μέρα της λέει η μητέρα μου, με το ιδιότυπο χιούμορ της, «Μελίνα μου, επανάσταση, σοσιαλισμός και κρεβάτι δεν πάνε μαζί». Εγώ θύμωσα, ήθελα να την σκοτώσω. Η Μελίνα έσκασε στα γέλια.
Νοσταλγείτε εκείνη την εποχή;
Δεν ξέρω αν αυτό είναι νοσταλγία. Νοσταλγώ όλους τους τόπους που έζησα κυρίως για τους ανθρώπους που βρέθηκαν κοντά μου.
Έχω ακόμη πολύ έντονες σχέσεις με όλους όσοι έχουν απομείνει στην ζωή.
Νοσταλγώ όμως και την γλιστεράδα της φτέρης των Τζουμέρκων, πάνω στην οποία γεννήθηκα. Αλλά μου έρχονται καμιά φορά και διάφορες εικόνες, πολύ διασκεδαστικές πολλές φορές. Όπως, όταν τιμήθηκα από το γαλλικό κράτος με τον τίτλο του Ιππότη των ακαδημαϊκών φοινίκων και κάποιοι φίλοι μου έλεγαν «Λαοκρατία και ιππότης δεν πάνε μαζί, δεν ταιριάζουν».
Πηγή: ΑΠΕ