Η λειψυδρία δεν είναι πια μόνο φυσικό φαινόμενο, είναι μέρος των προβλημάτων που οδηγούν σε σημαντική αναπτυξιακή υστέρηση. Η Ελλάδα, όπως πολλές χώρες της Μεσογείου, φαίνεται να πορεύεται με την κάνουλα να στάζει και όχι να τρέχει.
Η Ελλάδα κατατάσσεται σήμερα στη 19η θέση παγκοσμίως ως προς τον κίνδυνο λειψυδρίας, σύμφωνα με την κοινή έκθεση της Deloitte και του World Resources Institute που έγινε τον Μάιο του 2025. Το 50% του πόσιμου νερού χάνεται πριν φτάσει σε βρύσες, αρδευτικά δίκτυα ή άλλες υποδομές.
Η λειψυδρία έχει… παρελθόν
Το πρόβλημα της λειψυδρίας δεν είναι σημερινό. Η Ελλάδα έχει αντιμετωπίσει και στο παρελθόν αντίστοιχες κρίσεις. Γεγονός είναι ότι τα μέτρα που ελήφθησαν ήταν περιστασιακά και ποτέ δεν υπήρξε στρατηγικό σχέδιο αντιμετώπισης του προβλήματος. Είναι ενδεικτικό ότι κανένα σοβαρό σχέδιο δεν έχει γίνει για την αντιμετώπιση του προβλημάτων που αντιμετωπίζει η βιομηχανία ή ο αγροτικός τομέας.
Πάνω από το 70% του διαθέσιμου γλυκού νερού καταναλώνεται στον πρωτογενή τομέα. Παρόλα αυτά, παραμένει ο τελικός καταναλωτής που είναι λιγότερο παραγωγικός. Την ίδια στιγμή τα αγροτικά δίκτυα παρουσιάζουν σημαντικές απώλειες λόγω κακής διαχείρισης, παρωχημένης τεχνολογίας, αλλά και εξαιρετικά υδροβόρων καλλιεργειών.
Οι καλλιέργειες
Αρκεί όμως μόνο η αλλαγή του είδους των καλλιεργειών; Ο Θεσσαλικός κάμπος παράγει σχεδόν το 25% των αγροτικών προϊόντων της χώρας και αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την εγχώρια παραγωγή. Ο στρατηγικός σχεδιασμός για την ενίσχυση της παραγωγής και την αντιμετώπιση των προβλημάτων παραμένει ανύπαρκτος. Έκθεση του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας αναφορικά με τις ανάγκες και τα προβλήματα στην υδροδότηση του κάμπου, καταγράφει ετήσιο υδατικό έλλειμμα 500 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων.
Ως λύση του προβλήματος προτείνεται (μεταξύ άλλων) η κατασκευή φραγμάτων και ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανακύκλωσης του αρδευτικού νερού. Η υλοποίηση του σχεδίου εκτιμάται ότι απαιτεί επενδύσεις άνω των 4,5 δισ. ευρώ. Κι όμως ενώ τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης θα έπρεπε να κατευθυνθούν και σε τέτοια έργα, οι συγκεκριμένες παρεμβάσεις παραμένουν απλή υπόσχεση.
Η Κρήτη
Αντίστοιχο πρόβλημα αντιμετωπίζει και η Κρήτη. Το νησί αντλεί το 93% των υδάτινων πόρων του από υπόγεια αποθέματα, γεγονός που έχει οδηγήσει σε διαρκή πτώση του υδροφόρου ορίζοντα, ιδιαίτερα σε περιοχές που έχουν υψηλή γεωργική δραστηριότητα. Σε μελέτη του το Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου Κρήτης, αναφέρει ότι η έλλειψη βιώσιμων πρακτικών επαναχρησιμοποίησης νερού οδηγεί σε ερημοποίηση, χαμηλότερες αποδόσεις και τελικά εγκατάλειψη της γεωργικής γης.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η αναπτυξιακή υστέρηση δεν μετριέται μόνο σε όρους ΑΕΠ. Μετριέται σε χαμένες σοδειές, σε μειωμένες εξαγωγές, σε αγρότες που εγκαταλείπουν, αλλά και σε εισαγωγές προϊόντων, που μέχρι πρότινος η ζήτηση καλύπτονταν από την εγχώρια παραγωγή. Το γεγονός αυτό προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στο εμπορικό ισοζύγιο.
Κίνδυνος επάρκειας
Το ελαιόλαδο. ίσως το πιο εμβληματικό προϊόν της ελληνικής γεωργίας, αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της κρίσης που προκαλεί η λειψυδρία. Το καλοκαίρι του 2024, η παραγωγή στην Πελοπόννησο και τη Ρόδο μειώθηκε έως και 70%, εξαιτίας ακραίων θερμοκρασιών και έλλειψης νερού. Οι χονδρικές τιμές ξεπέρασαν τα 9.000 ευρώ ανά τόνο, σχεδόν διπλάσιες από τις μέσες τιμές των προηγούμενων ετών. Σε περιοχές όπως η Μεσσηνία, οι ελαιοπαραγωγοί το χαρακτήρισαν «έτος μηδέν».
Αποτέλεσμα είναι αυτή η πίεση στην παραγωγή να μεταφέρεται στην αγορά. Σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών), το κόστος βασικών προϊόντων διατροφής που εξαρτώνται από τον αγροτικό τομέα αυξήθηκε κατά 14,6% μέσα στο 2024. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε έντονα και σε νησιά όπως η Νάξος, όπου η αλατότητα του νερού άρδευσης μείωσε κατά το ήμισυ την παραγωγή πατάτας και οδήγησε σε διπλασιασμό την τιμή λιανικής.
Γεωπόνοι σε πολλές αγροτικές περιοχές δηλώνουν πλέον ότι όλο και περισσότερο οι αγρότες ρωτούν τι να κάνουν όχι με τις καλλιέργειες τους, αλλά με το νερό. Όπως εξηγούν αυτό που τους ενδιαφέρει περισσότερο είναι πόσα κυβικά νερό θα χρειαστεί η καλλιέργεια τους και από που θα αντλήσουν αυτές τις ποσότητες για να ποτίσουν τα χωράφια τους.
Το φαινόμενο προφανώς και δεν είναι Ελληνικό. Υπάρχουν ήδη πολλές περιοχές στον κόσμο που το πρόβλημα είναι ήδη πολύ μεγαλύτερο. Η Food and Agriculture Organization of the United Nations εκτιμά ότι στη Νιγηρία η λειψυδρία έχει μειώσει την παραγωγή δημητριακών και ζαχαροκάλαμου κατά 40%, προκαλώντας εκτίναξη τιμών έως και 100%. Δεν αφορά όμως μόνο τον πρωτογενή τομέα. Στην Ταϊβάν η βιομηχανία ημιαγωγών καταγράφει μείωση παραγωγής έως και 15% λόγω ανεπαρκούς υδροδότησης.
Η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη χτυπηθεί με την ένταση που παρατηρείται στις γεωργικές περιοχές, αλλά τα σημάδια είναι ήδη ορατά. Μελέτη της ΕΥΔΑΠ για τις ανάγκες του βιομηχανικού τομέα στην Αττική καταγράφει ανισότητες στην παροχή νερού, καθώς και αυξημένα κόστη διαχείρισης και επαναχρησιμοποίησης. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις επεξεργασίας τροφίμων και μεταποίησης αναφέρουν οτι παρατηρούνται σημαντικά προβλήματα στη λειτουργία τους σε περιόδους όπου υπάρχει πρόβλημα λειψυδρίας.
Οι ειδικοί κρούουν εδώ και καιρό τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι το νερό δεν είναι πλέον απλά μια τεχνική δυσκολία που αντιμετωπίζεται ως ένα ακόμα στοιχείο που αυξάνει το κόστος παραγωγής. Η λειψυδρία και τα προβλήματα που φέρνει, αποτελεί βασική μεταβλητή στη χάραξη της παραγωγικής στρατηγικής των επιχειρησεων αλλά ακόμα και του σχεδιασμού της παραγωγικής πολιτικής κάθε χώρας.
Η πολιτεία δείχνει να κινείται καθυστερημένα. Οι πρόσφατες ανακοινώσεις από τον πρωθυπουργό είναι απλά ένα πλαίσιο ενός σχεδίου που θα πάρει πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθεί. Για ακόμα μια φορά η χώρα μοιάζει να έχασε τη δυνατότητα αναβάθμισης των δικτύων με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει ολιστικό σχέδιο για την αντιμετώπιση του προβλήματος και οι επενδύσεις σχεδιάζονται και υλοποιούνται αποσπασματικά. Στη Θεσσαλία, οι αγρότες ακόμη περιμένουν το φράγμα της Σκοπιάς. Αντίστοιχα, στη Δυτική Μακεδονία, τα δίκτυα άρδευσης λειτουργούν με προβληματικά αντλιοστάσια.
Κι έτσι, το χώμα στα χωράφια παραμένει διψασμένο και οι βιομηχανίες μειώνουν την παραγωγή τους. Αποτέλεσμα η ανάπτυξη να καθυστερεί και οι τιμές να ανεβαίνουν, περιμένοντας μήπως βρέξει το φθινόπωρο και περιοριστεί το πρόβλημα.
Πηγή: OT.gr