Σκιαγραφώντας το profile των γυναικοκτόνων
Δύο ειδικοί συζητούν.
H έκρηξη της ενδοοικογενειακής βίας τα τελευταία χρόνια αυξάνεται διαρκώς, στο φως της δημοσιότητας έρχονται καθημερινά υποθέσεις, από γυναίκες που κατείγγηλαν τον πρώην ή τον νυν σύντροφο τους, για κακοποιητική συμπεριφορά ή σεξουαλική κακοποίηση. Πλέον το φαινόμενο υπάρχει δίπλα από την πόρτα του σπιτιού μας.
Το 2022, σύμφωνα με στοιχεία του UN Women, 48.800 γυναίκες και κορίτσια δολοφονήθηκαν από συντρόφους ή μέλη των οικογενειών τους. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε κατά μέσο όρο 133 γυναικοκτονίες ημερησίως. Στην Ελλάδα το κύμα γυναικοκτονιών κορυφώθηκε το 2021 και 2022 (με 23 και 24 αντίστοιχα), ενώ και το 2023 στιγματίστηκε από 13 γυναικοκτονίες. Το 2024, μετρά μόλις 4 μήνες και μέχρι σήμερα έχουν δολοφονηθεί 5 γυναίκες.
Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί στην ψυχιατρική κοινότητα ο τρόπος που σκιαγραφείται από τα ΜΜΕ και τις αρχές το profile των γυναικοκτόνων. Η ψυχολόγος, Ελένη Περράκη, τονίζει τους προβληματισμούς της για τους ψυχιατρικούς χαρακτηρισμούς που δίνονται στους θύτες: “Το στίγμα της ψυχικής ασθένειας είναι κάτι που υπήρχε ανέκαθεν. Το άγνωστο και η ημιμάθεια δημιουργούσε απομόνωση. Ο κόσμος φοβούμενος αυτό που φαίνεται τόσο διαφορετικό το απέκλειε ή το έκρυβε και τα ίδια τα άτομα ένιωθαν ντροπή. Υπήρχε δε η συσχέτιση των προβλημάτων ψυχικής υγείας με επικίνδυνες βίαιες πράξεις και η πεποίθηση πως οι ψυχικά ασθενείς έχουν το «ακαταλόγιστο», δηλαδή δεν ευθύνονται για αυτές τις πράξεις, υπό τη θεώρηση ότι δεν έχουν δυνατότητα κρίσης. Στην πραγματικότητα οι ψυχικές διαταραχές παρουσιάζονται και εκφράζονται διαφορετικά σε κάθε άτομο και μπορούν να προσβάλλουν ανθρώπους ασχέτως του νοητικού τους επιπέδου. Υπάρχει μεγάλο εύρος ψυχικών διαταραχών με διαφορετικά αίτια, συμπτωματολογία και συνέπειες στην καθημερινότητα και στη λειτουργικότητα. Από αυτές τις ψυχικές διαταραχές, μια μικρή ομάδα ασθενών μπορεί όντως να γίνει βίαιη, αλλά αυτό λαμβάνει χώρα συνήθως όταν δεν έχουν ζητήσει βοήθεια, δεν βρίσκονται σε τακτική θεραπευτική παρακολούθηση, δε λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή ενώ είναι απαραίτητη, και δεν έχουν υποστηρικτικό δίκτυο ανθρώπων γύρω τους.”
H κ. Ελένη Περράκη, εξηγεί πως στις μέρες μας το θέμα της ψυχικής υγείας και ασθένειας αποτελεί ένα ζήτημα που μας αφορά όλους. Όμως, ευτυχώς η ψυχικά ασθενείς δε διστάζουν να μιλήσουν για τη δική τους αδυναμία, ευαλωτότητα και ευθραυστότητα, τολμούν και ζητούν βοήθεια για να νιώσουν καλύτερα, πιο λειτουργικά κάτι που αποτελεί ένα μεγάλο βήμα και μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με το παρελθόν:”Αυτό που παρατηρούμε ότι επιμένει σαν πρόβλημα τα τελευταία έτη, και το βλέπουμε κυρίως στα ΜΜΕ, είναι η προσπάθεια συσχέτισης κάθε αποτρόπαιου εγκλήματος με μια ψυχική ασθένεια, βάζοντας με είτε με κεφαλαία γράμματα είτε ως λεζάντα «είχε ψυχολογικά προβλήματα». Αυτού του είδους η αντιμετώπιση ενέχει τους παρακάτω κινδύνους :
Από τη μια πλευρά, βάζοντας την ταμπέλα «ψυχολογικά προβλήματα» κάτω από κάθε έγκλημα υπάρχει μια αυθαίρετη και άμεση προσπάθεια δικαιολόγησης των πράξεων του θύτη. Αυτό όμως στην πραγματικότητα μπορεί να συγκαλύπτει μια ανώριμη ή ακόμη και ηθελημένη πράξη ενός ανθρώπου. Αναλυτικότερα, δεν υπάρχει πάντα μια άμεση, εύκολη, γραμμικής αιτιότητας επεξήγηση που να συνδέει τις ψυχικές διαταραχές και τις εγκληματικές πράξεις. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση και αν αποδειχθεί κάποιου είδους συσχέτιση θα πρέπει να παραμένει συγκεκριμένη ώστε να μην γενικεύεται στιγματίζοντας τα ψυχολογικά προβλήματα.
Από την άλλη, προστίθεται συνεχώς ένα επιπλέον βάρος στο στίγμα των ατόμων που ίσως έχουν μια ψυχική ασθένεια, διαταραχή, ή δυσκολία, βάζοντάς τ@ όλ@ στο ίδιο καλάθι χωρίς διάκριση. Με αυτό τον τρόπο, κάνουμε την ευρύτερη κοινωνία να πιστεύει πως οποιαδήποτε άτομο έχει ένα ψυχολογικό πρόβλημα είναι ικανό να διαπράξει έγκλημα, επιφέροντας έτσι ένα καθολικό στιγματισμό στην ψυχική ασθένεια και κάνοντας πολλά βήματα πίσω από το σημείο που έχουμε φτάσει!”
H Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, Συγγραφέας-Εισηγήτρια και Εκπαιδεύτρια E-Learning ΕΚΠΑ, Αγγελική Καρδαρά σκιαγράφησε το προφίλ των γυναικοκτόνων: “Σύμφωνα με τη μελέτη που διεξήχθη στο Crime & Media Lab του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος Συζητώντας με τους ειδικούς για το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα – KE.M.E. (e-keme.gr) προκύπτει πως το φαινόμενο είναι πολυσύνθετο, πολυδιάστατο αλλά παραμένει «σκοτεινό» / αφανές, γιατί δεν έχουμε την ακριβή εικόνα του, καθώς πολλά περιστατικά δεν καταγγέλλονται, επομένως μένουν καλά κρυμμένα πίσω από σφραγισμένες πόρτες. Ως προς το προφίλ των δραστών δεν είναι ενιαίο, ωστόσο μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένα στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ ατόμων που ασκούν βία σε βάρος της συζύγου/συντρόφου, πρώην συζύγου/συντρόφου, βάσει των περιγραφών γυναικών που έχουν θυματοποιηθεί και έχουμε καταγράψει στην προαναφερθείσα μελέτη μας συζητώντας με τους ειδικούς. Πρόκειται συνήθως για άνδρες που ενδιαφέρονται σε μεγάλο βαθμό για την κοινωνική τους εικόνα. Περιγράφονται ακόμα από τις γυναίκες-θύματα ως άνδρες που έχουν δυο προσωπικότητες/ δύο διαφορετικά «πρόσωπα». Στην αρχή της σχέσης, συνήθως, εμφανίζονται με ένα διαφορετικό πρόσωπο, μπορεί να είναι γενναιόδωροι και δοτικοί, σταδιακά όμως εκδηλώνουν μια συμπεριφορά βίαιη και σκληρή. Οι δράστες ανήκουν σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, με συνηθέστερη την ομάδα 35 έως 60 ετών, ενώ συνήθως είναι άτομα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μέτριας οικονομικής κατάστασης. Ωστόσο, οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι δράστες ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να ανήκουν σε όλα τα οικονομικά, κοινωνικά στρώματα και να δραστηριοποιούνται σε όλα τα επαγγελματικά πεδία. Έχουν άλλωστε απασχολήσει και τα ΜΜΕ περιπτώσεις στις οποίες ο δράστης έχει υψηλή κοινωνική και οικονομική θέση και σε αυτά τα περιβάλλοντα το θύμα μπορεί να φοβάται ακόμη περισσότερο τον κοινωνικό στιγματισμό, όταν και εάν αποκαλυφθεί η υπόθεσή του, με συνέπεια να βυθίζεται στη σιωπή για πολλά χρόνια. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των δραστών είναι πως έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση και προσπαθούν να αποδείξουν μέσα από τη βίαιη συμπεριφορά τους, ότι “αξίζουν” ως σύζυγοι, πατεράδες και γενικότερα ως άνθρωποι. Επίσης, ένα ακόμα στοιχείο στο προφίλ δραστών είναι πως υιοθετούν κτητικές συμπεριφορές και επιβάλλουν τον έλεγχό τους στο θύμα τους, στερώντας του σταδιακά την ελευθερία και την αυτονομία του. Κάποιοι από αυτούς μπορεί να έχουν γίνει οι ίδιοι μάρτυρες της κακοποίησης της μητέρας τους ή ακόμη και βίαιων συμπεριφορών στο γονικό τους σπίτι. Συνήθως, ο δράστης έχει στερεοτυπικές αντιλήψεις για τη θέση και τον ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια και την κοινωνία.”
Οι δράστες, σύμφωνα με την κ. Καρδαρά, δεν θα αναλάβουν την ευθύνη των πράξεων τους, αλλά θα προσπαθήσουν μέσα από τις “τεχνικές εξουδετέρωσης” να μεταθέσουν τις ευθύνες για τις πράξεις τους σε άλλα πρόσωπα ή σε εξωγενείς παράγοντες: “Συχνά, θα επιρρίψουν τις ευθύνες στην ίδια τη γυναίκα-θύμα τους ή σε εξωγενείς παράγοντες, όπως στα οικονομικά τους προβλήματα κλπ. Όταν όμως ένα άτομο δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της πράξης του και δεν συνειδητοποιεί το μέγεθος του προβλήματος που έχει το ίδιο, σαφώς και δεν μπορεί να τροποποιήσει την συμπεριφορά του. Οι δράστες ενδοοικογενειακής βίας δίνουν πολλές υποσχέσεις στο θύμα ότι θα αλλάξουν την συμπεριφορά τους, αποτέλεσμα αυτού το άτομο που έχει θυματοποιηθεί να τους πιστεύει. Είναι σημαντικό όμως να υπογραμμίσουμε πως ένα άτομο με βίαιη συμπεριφορά, εάν δεν λάβει την κατάλληλη επιστημονική βοήθεια, δεν θα αλλάξει τη συμπεριφορά του μόνο επειδή έδωσε μια υπόσχεση την οποία τελικά δεν κρατά. Η συμπεριφορά των δραστών διέπεται από κλιμάκωση, στην αρχή επιδιώκουν συνήθως να δείξουν μια καλή εικόνα, μέχρι να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του θύματος, στην πορεία όμως η συμπεριφορά τους αλλάζει, αρχίζουν να επιτίθενται λεκτικά, με απαξιωτικές και υβριστικές εκφράσεις, στη συνέχεια μπορεί να ασκήσουν στο θύμα τους σωματική ή/και σεξουαλική βία ή ακόμα και να προβούν σε οικονομική του εκμετάλλευση. Με τη συμπεριφορά τους στοχεύουν στο να χειραγωγήσουν τη σύντροφο/σύζυγο, να της επιβάλλουν τον απόλυτο έλεγχό τους, να την απομονώσουν από το συγγενικό, φιλικό, κοινωνικό περίγυρο, την αντιμετωπίζουν συνεπώς σαν «κτήμα» τους. Με απειλές στη συνέχεια μπορούν να την κρατούν «δέσμια» στην κακοποιητική σχέση ακόμα και για πολλά χρόνια. Οι απειλές αυτές αφορούν σοβαρά ζητήματα της ζωής των θυμάτων, όπως για παράδειγμα μπορεί να τις απειλούν για τη ζωή τους, για τη ζωή προσφιλών συγγενικών τους προσώπων, για την επιμέλεια των παιδιών, να τις απειλούν ότι θα τις εξοντώσουν οικονομικά, ότι θα τις αφανίσουν κοινωνικά, ότι θα τις καταστρέψουν επαγγελματικά. Οι δράστες, όπως προαναφέραμε, μπορεί να εμφανίζουν ένα “διπλό πρόσωπο”, δηλαδή στη διάρκεια της σχέσης μπορεί να υπάρχουν στιγμές που να είναι “επίπλαστα καλές”, σε αυτές της φάσεις να υπάρχει ύφεση της βίας, όμως αυτή η κατάσταση είναι πλασματική, δεν υπάρχει περίπτωση ο δράστης, εάν δεν λάβει βοήθεια, να μην έχει νέα βίαιη έκρηξη σε βάρος του θύματός του.”
Σκιαγραφώντας το προφίλ των γυναικών θυμάτων, παρατηρούμε πως μπορεί να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, σύμφωνα με την κ. Καρδαρά: “Είναι σημαντικό οι γυναίκες αυτές να ενδυναμωθούν. Να πιστέψουν στον εαυτό τους και στις δυνάμεις τους. Να υποστηριχτούν από την οργανωμένη Πολιτεία σε πολλαπλά επίπεδα και σε κομβικούς τομείς της ζωής και δράσης τους. Αυτό το οποίο διαπιστώνουμε είναι ότι τα θύματα, συνήθως, διέπονται από το αίσθημα του φόβου και της ανασφάλειας, νιώθουν ντροπή και φοβούνται τον κοινωνικό στιγματισμό αν μιλήσουν για την κακοποίηση που βιώνουν, αποτέλεσμα αυτού, συχνά, να απομονώνονται από τα δικά τους πρόσωπα, υιοθετώντας μια παθητική συμπεριφορά. Επιπροσθέτως μπορεί να τους καταβάλλουν ενοχικά συναισθήματα, φτάνοντας στο σημείο να θεωρήσουν πως είναι εκείνες υπεύθυνες για τις βίαιες πράξεις των συντρόφων τους. Η αυτοενοχοποίησή τους πηγάζει, μεταξύ άλλων, από βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις για τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία και στη συντροφική/συζυγική σχέση, από επικίνδυνα στερεότυπα που πρέπει να καταρριφθούν, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που το ίδιο το περιβάλλον του θύματος, αντί να την στηρίξει, της επιρρίπτει ακόμα και ευθύνες ότι εκείνη πυροδοτεί τις βίαιες συμπεριφορές και την παροτρύνει να μείνει και να υπομείνει την βία, ειδικά όταν υπάρχουν παιδιά. Η διαχείριση του φαινομένου απαιτεί μια ολιστική, διεπιστημονική προσέγγιση. Αναγκαία και πολύτιμη η σε βάθος εκπαίδευση όλων των επαγγελματιών και των επιστημόνων που ασχολούνται με το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας. Πρέπει να υπάρξει συνειδητοποίηση από όλους τους επαγγελματίες του χώρου του τι εστί ενδοοικογενειακή βία και φυσικά ποιες είναι οι διαστάσεις της, μιλάμε για ένα φαινόμενο που στην διαχείριση του είναι πραγματικά πολυσύνθετο. Οι ειδικοί που έρχονται σε επαφή με τα θύματα πρέπει, αναμφίβολα, να έχουν την απαιτούμενη κοινωνική ευαισθησία. Είναι αδιανόητο για παράδειγμα μια γυναίκα να καταγγέλλει πως την παρακολουθεί ο σύντροφός της και να εκφράζει συναισθήματα φόβου και ο επαγγελματίας να μη συνειδητοποιεί την κρισιμότητα της κατάστασης. Πολύ σημαντικό επομένως όλοι οι ασχολούμενοι με το φαινόμενο να εμβαθύνουν στο φαινόμενο. Να γίνει πρωτίστως κατανοητό ότι ένα άτομο που είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας κινδυνεύει. Η γυναίκα, επομένως, η οποία θα λάβει τη γενναία απόφαση να απευθυνθεί στις αρχές ή σε κάποιο φορέα έχει απόλυτη ανάγκη να αισθανθεί ότι είναι ασφαλής. Πρέπει η πολιτεία να προσεγγίσει το φαινόμενο στην ολότητα και στη ρίζα του.”