Ελλάδα

«Σκηναί φρίκης, τρόμου, αλλοφροσύνης» – Όταν ο εγκέλαδος ισοπέδωσε τη Χαλκιδική το 1932

«Αφόρητος δυσοσμία και διαρκής ανεύρεσις νέων νεκρών εντείνουν την φρίκην» - Γεγονότα και μαρτυρίες από τις ημέρες που ο χρόνος πάγωσε στην Ιερισσό

Ραφαήλ Γκαϊδατζής
σκηναί-φρίκης-τρόμου-αλλοφροσύνης-1238121
Ραφαήλ Γκαϊδατζής

Λίγους μήνες μετά την έντονη σεισμική δραστηριότητα στο Άγιο Όρος, η Χαλκιδική έρχεται ξανά στο επίκεντρο του εγκέλαδου, αλλά και των επιστημόνων.

Το απόγευμα της Κυριακής ο σεισμός μεγέθους 5,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ με το επίκεντρο να εντοπίζεται 12 χιλιόμετρα νότια νοτιοδυτικά των Νέων Μουδανιών με εστιακό βάθος 15,9 χιλιόμετρα, προκάλεσε ιδιαίτερα αναστάτωση στη Χαλκιδική, αλλά και φυσικά σε πολλές περιοχές της Θεσσαλονίκης, με την πόλη είναι η αλήθεια να έχει χρόνια να… κουνηθεί έτσι.

«Είναι μια περιοχή χαμηλής σεισμικότητας, τόσο από τα ενόργανα στοιχεία- από τότε που έχουμε σεισμογράφους, από τον 20ο αιώνα και μετά- όσο και πιο πριν, δεν υπάρχουν ιστορικές περιγραφές για ισχυρούς σεισμούς στην περιοχή, ούτε ιστορικές περιγραφές για καταστροφές» τόνισε, χαρακτηρίζοντας «μικρό» τον σεισμό. «Δεν είναι σεισμός που πρέπει να προκαλέσει ιδιαίτερη ανησυχία είναι σε περιοχή χαμηλής σεισμικότητας. Επειδή είναι θαλάσσια η περιοχή, δεν έχουμε καλή εικόνα για τα ρήγματα κτλ και βασιζόμαστε αποκλειστικά σε σεισμολογικά στοιχεία. Και αυτά τα στοιχεία μιλούν για περιοχή χαμηλής σεισμικότητας χωρίς ισχυρούς σεισμούς» δήλωσε ο καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ, Κώστας Παπαζάχος.

Ωστόσο, διευκρίνισε ότι «θα έχουμε μια αρκετά σημαντική μετασεισμική ακολουθία, απαιτητική, που σημαίνει ότι οι κάτοικοι από τα Νέα Πλάγια στην περιοχή του Σάνη, τη Σίβηρη, την Κασσάνδρα γενικότερα θα νιώθουν αρκετούς μετασεισμούς. Ήδη, έχουν γίνει πολλοί μετασεισμοί.

Θα παρακολουθούμε το φαινόμενο τις επόμενες ημέρες, αλλά λόγω του ιστορικού της περιοχής, δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως ιδιαίτερα ανησυχητική αυτή η μετασεισμική ακολουθία, φαίνεται μια συνηθισμένη ακολουθία που έχει σοβαρές πιθανότητες να ολοκληρωθεί ομαλά το επόμενο διάστημα. Μετασεισμούς βέβαια θα έχουμε πολλούς».

Οι σεισμοί του παρελθόντος που έχουν χτυπήσει και πληγώσει τη Χαλκιδική

Ιερισσός, 1932

Ο σεισμός της Ιερισσού του 1932 μεγέθους 7,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ σημειώθηκε στις 19:20 (UTC) στις 26 Σεπτεμβρίου. Προκάλεσε σοβαρές ζημιές στην Ιερισσό και το εγγύς τμήμα της χερσονήσου της Χαλκιδικής, με 161 έως 491 θύματα.

669 ήταν οι τραυματίες, ενώ 4.106 σπίτια καταστράφηκαν και 3.218 υπέστησαν σοβαρές ζημιές.

Ένας από τους μεγαλύτερους σεισμούς που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα από το 1900 και μετά.

Ο σεισμός κατέστρεψε την πόλη της Ιερισσού και αρκετά χωριά στη γύρω περιοχή, συγκεκριμένα τα Στρατώνι, Γομάτι, Μεγάλη Παναγιά, Αρναία, Νέα Ρόδα, Στάγειρα, Παλαιοχώρι και Σιδηροπόταμος. Καταστράφηκαν 4.106 σπίτια και 10.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι. Καταστροφές υπέστησαν και οι μονές του Αγίου Όρους, ιδίως οι μονές Σταυρονικήτα και Κουτλουμουσίου. Το κόστος των καταστροφών υπολογίστηκε σε 5 εκατομμύρια δραχμές.

Το μικρό τσουνάμι δεν προκάλεσε ζημιές.

Η Ιερισσός την εποχή εκείνη είχε 2218 κατοίκους και ήταν χτισμένη σε ένα μικρό λοφίσκο, στον οποίο σήμερα βρίσκεται ακόμη το αρχαίο τείχος της «Ακάνθου».

Εκεί βρισκόταν η πυκνοκατοικημένη συνοικία του «Κάστρου» και στο νοτιοδυτικό μέρος του λόφου η επίσης πυκνοκατοικημένη συνοικία του «Αλαδιάβα». Τα σπίτια ήταν λιθόκτιστα και τα περισσότερα από αυτά ήταν θεμελιωμένα πάνω σε παλαιότερες θεμελιώσεις της κλασικής εποχής ή των ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων. Επειδή ο σεισμός έγινε τις νυχτερινές ώρες και ήταν τόσο ξαφνικός, είχε τραγικές επιπτώσεις. Ο οικισμός καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς, καθώς γκρεμίστηκαν 650 σπίτια, 83 άτομα έχασαν τη ζωή τους και περισσότερα από 300 τραυματίστηκαν. Οι συνοικίες του «Κάστρου» και του «Αλαδιάβα», ήταν αυτές στις οποίες υπήρχαν και τα περισσότερα θύματα.

Στα υπόλοιπα χωριά περισσότερα από 2000 σπίτια είτε κατέρρευσαν είτε υπέστησαν φθορές. Είναι αξιοσημείωτο ότι πρώτη ενέργεια των πληγέντων ήταν να συγκεντρωθεί η φιλαρμονική τους, η οποία και έπαιζε συνεχώς μουσική, προκειμένου να εμψυχωθεί το ηθικό των πληγέντων. Στη συνέχεια χωρίστηκαν σε συνεργεία, τα οποία επιδόθηκαν στην ανασκαφή των ερειπίων για τη διάσωση επιζώντων, στην ταφή των νεκρών και τη μεταφορά των τραυματιών σε νοσοκομείο της Καβάλας. Στήθηκαν σκηνές, παρασκεύασαν φαγητά, έφεραν πόσιμο νερό και γιατροί έδωσαν τις πρώτες βοήθειες στους ελαφρά τραυματισμένους και στους αρρώστους. Η βοήθεια αυτή συνεχίστηκε μέχρι την μέρα που έφθασε η κρατική μέριμνα. Τότε κατασκευάστηκαν ξύλινα σπίτια (παράγκες) στη θέση «ΗΦΑΙΣΤΟΣ», για τη στέγαση των αστέγων και το 1932 άρχισε η ανοικοδόμηση του χωριού στη θέση που βρίσκεται σήμερα καθώς και η παραχώρηση των σπιτιών από την συσταθείσα τότε «Επιτροπή Αποκατάστασης Σεισμοπαθών Χαλκιδικής».

Ένα άγνωστο τραγούδι για τον σεισμό της Ιερισσού το 1932

Για τον σεισμό υπάρχουν πλήθος στοιχεία και μαρτυρίες ανθρώπων που τον έζησαν, καθώς και πλήθος εφημερίδες της εποχής που δίνουν με γλαφυρότητα τις τραγικές στιγμές του γεγονότος.

Ένα ξεχασμένο τραγούδι που τραγουδούσαν οι κάτοικοι της Ιερισσού μέσα στις σκηνές και μας το κατέγραψε σε ανταπόκρισή της στην εφημερίδα «Μακεδονία» η Δώρα Φαρδή στις 15 Οκτωβρίου του 1932.

Αναφέρεται στην καταστροφή που άφησε πίσω του ο Εγκέλαδος και την απρόσμενη βοήθεια που δέχθηκαν οι κάτοικοι από τον Αγγλικό στόλο. Χωρίς αυτή, πολλοί περισσότεροι άνθρωποι θα πέθαιναν από τις κακουχίες και τα τραύματα.

Εφημερίδα «Μακεδονία», 15 Οκτωβρίου 1932:

…« Είπα παραπάνω πως πρέπει να θαυμάζει κανείς τους Χαλκιδικείς για την ψυχραιμία με την οποία ατενίζουν την συμφορά. Η λαϊκή Μούσα δεν έμεινεν αργή. Βρέθηκε ο ντόπιος βάρδας που τραγούδησε την «Μπαλάντα της συμφοράς». Μέσα στο σούρουπο, χαμένοι κάτω απ’ τις πρόχειρες σκηνές τους, οι Χαλκιδικείς , αφίνουν να σκορπισθή ο θρήνος τους στην ερημωμένη γη.

Το τραγούδι τους είναι απλό. Οι στίχοι λιτοί. Μα ζωγραφίζεται εκεί και με το θρηνώδικο σκοπό ξεπετιέται ολοζώντανος ο πόνος, ο μεγάλος πόνος του κόσμου που έπληξεν η συμφορά. Να πως έκλεισεν η λαική Μούσα μέσα σε μια θλιβερή ελεγεία, την καταστροφή:

Στις 26 του μηνός μέγας σεισμός εφάνη

Εβύθισ’ η Χαλκιδική και έγινε βιράνι

Φτωχή, μικρή Χαλκιδική άλλοτε περιστέρι

Τι θα γενή το χάλι σου ένας Θεός το ξεύρει…

Θεέ μου μεγαλοδύναμε Θε μου βοήθησέ την!

Τρία βαπόρια φάνηκαν κάτω εις το λιμάνι!

Αδέλφια εσωθήκαμε! Θαύμα ο Θεός έχει κάνει!

Ψάχνουν και βρίσκουνε κορμιά, κορμιά σακατεμένα

Παιδιά που η μάνα έχασε τα βρίσκουν πεθαμένα

Οι διψασμένοι ήπιανε νερό. Τα μάτια κλείσαν

Με την δροσιά με το ψωμί όλα τα λησμονήσαν

Δόξα μεγαλοδύναμε όλα δεν εχαθήκαν

Πάνω στη γη που οι σεισμοί κάτι πάλι αφήκαν!

Το χρονικό της τότε τραγωδίας

Εφημερίδα Μακεδονία

28/9: Πρωτοφανείς σκηναί φρίκης και ολέθρου εις την σεισμόπληκτον Χαλκιδικήν. Ολόκληρα χωρία εις σωρούς ερειπίων. Δεν εξηκριβώθη εισέτι αριθμός νεκρών και τραυματιών.-

29/9: Οι φοβεροί σεισμοί συνετάραξαν την Χαλκιδικήν. Η Ιερισσός, το Στρατώνι, τα Νέα Ρόδα, Ίσβορος κλπ. Κατάκεινται εις σωρούς αμόρφων ερειπίων πλέον. Μία εικών από την Κόλασιν του Ντάντε. Γονείς που είδαν τα παιδιά τους να θάπτωνται υπό τα ερείπια.

30/9: Ο όλεθρος επέρασεν από την ατυχή Χαλκιδικήν. Νέαι δονήσεις εκρήμνισαν χθες ό,τι ήτο όρθιον. Ο Σωχός, ο Λαγκαδάς και η Νιγρίτα έπαθαν μεγάλας ζημίας. Οι ζωντανοί είναι πιο αξιολύπητοι από τους πεθαμμένους. Η κυβέρνησις έως τώρα έπραξε το καθήκον της. Πρέπει να νοιώσωμεν την δυστυχίαν των και να τους βοηθήσωμεν. –

1/10: Οι σεισμοί εξακολουθούν ισχυροί εις ολόκληρον την Βόρειον Χαλκιδικήν. Νέαικαταρρεύσεις και τραυματισμοί. Και η Θεσσαλονίκη πανικόβλητος. Έντρομοι οι κάτοικοι εγκαταλείπουν την πόλιν ή διανυκτερεύουν εις το ύπαιθρον.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

28/9: Φοβερά η θεομηνία της Χαλκιδικής. Τρομακτικοί σεισμοί εκρήμνισαν εκ θεμελίων περί την δεκάδα κωμοπόλεων και χωρίων. Ο αριθμός των νεκρών υπολογίζεται εις 150, των δε τραυματιών παραμένει ανεξακρίβωτος. Η Ιερισσός, το Στρατώνιον, τα Νέα Ρόδα, η Μεγάλη Παναγιά, η Στρατωνίκη και πολλοί άλλοι μικροσυνοικισμοί μετεβλήθησαν εις ερείπια. Αφάνταστοι σκηναί τρόμου και αλλοφροσύνης. –

29/9: Ο απολογισμός της καταστροφής μεγαλείτερος από ό,τι ανεμένετο. Η Μεσογειακή μοίρα του αγγλικού στόλου καταπλέει εις Χαλκιδικήν προς ενίσχυσιν των σεισμοπαθών. –

30/9: Νέαι σεισμικαί δονήσεις συνεπλήρωσαντην τραγικήν κκαταστροφήν. Οι σεισμόπληκτοι μένουν άστεγοι και νήστεις. Εν τω μεταξύ εκδηλούνται σοβαραί επιδημίαι. Ο χθεσινός πανικός εις την Θεσσαλονίκην. Οι νεκροί ανέρχονται μέχρις ώρας εις 268. –

1/10: Ο αγγλικός στόλος εβομβάρδισε χθέςκατόπιν συνεννοήσεως μετά των αρχών, τα ετοιμόρροπα ερείπια της Ιερισσού. Εντός πενταλέπτου εξηφανίσθη πάν ίχνος. Η συγκινητική τελετή του ενταφιασμού των ηκρωτηριασμένων ατυχών θυμάτων.

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ

Από τους πρώτους δημοσιογράφους που έφτασαν στην Ιερισσό μετά τον σεισμό, στις 27 Σεπτεμβρίου με το πολεμικό πλοίο «ΠΕΡΓΑΜΟΣ», και κατέγραψε τις πρώτες ώρες της καταστροφής, είναι ο Λ. Διαφωνίδης της εφημερίδας «Ταχυδρόμος».

Γι αυτό τον λόγο η μαρτυρία που μας διασώζει είναι πολύτιμη και περιγράφει με βαθύ συναίσθημα, αλλά και ρεαλισμό, την κατάσταση των κατοίκων της κωμόπολης και την ατμόσφαιρα των τραγικών εκείνων στιγμών.

«Ο ‘’ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ’’ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ

Η ΑΦΑΝΤΑΣΤΟΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ

ΑΙ ΑΝΘΟΥΣΑΙ ΚΩΜΟΠΟΛΕΙΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΛΕΟΝ

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΟΝΟΝ ΝΕΚΡΟΙ, ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΙ, ΕΡΕΙΠΙΑ ΚΑΙ ΦΛΟΓΕΣ

Η ΕΚΘΕΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ. – ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ

ΠΛΗΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ ΜΑΣ κ. Λ. ΔΙΑΦΩΝΙΔΟΥ

Εὑρισκόμεθα εἰς τὸν τόπον τῆς κολάσεως. Μπροστὰ μας ἐκτείνεται ἡ εἰκὼν τῆς φρίκης. Φρίκης; Ἡ λέξις δέν εἶναι ἱκανὴ διὰ νά ἀπεικονίσῃ τὸ μέγεθος τῆς καταστροφῆς. Ἡ εἰκὼν δέν περιγράφεται.

Ἡ καταστροφὴ εἶναι πρωτοφανὴς εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλλάδος. ΝΕΚΡΟΙ, ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΙ, ΕΡΕΙΠΙΑ ΚΑΙ ΦΛΟΓΕΣ ΕΠΑΝΩ ΕΙΣ ΕΝΑ ΕΔΑΦΟΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΣΥΝΕΧΩΣ ΧΟΡΕΥΕΙ. Αὐτὸ εἶδα εἰς τὴν περιφέρειαν αὐτήν. Ἀλλὰ πῶς ἔφθασα;

Δέν θὰ μακρηγορήσω ἐπὶ τῶν λεπτομερειῶν ἀρκεῖ να ἀναφέρω, ὅτι συνεπείᾳ ἐντολῆς τῆς Διευθύνσεως τοῦ ‘’Ταχυδρόμου’’ καὶ κατόπιν μιᾶς μικρᾶς Ὀδυσσείας, χάριν εἰς τὴν εὐγενῆ μεσολάβησιν τοῦ κ. Λιμενάρχου Θεσ/νίκης εὑρισκόμην ἐπὶ τῆς ‘’Περγάμου’’ ὅταν τὸ σκάφος ἀπέπλευσε τὴν 3ην μ.μ. τῆς προχθὲς δι΄ Ἱερισσόν.

Ἐπὶ τοῦ πολεμικοῦ εὑρίσκετο ἐκτὸς τοῦ κ. Ὑπουργοῦ, ὁ Ἀνώτερος Διοικητὴς Χωροφυλακῆς κ . Κολοκοτρώνης, οἱ νεοεκλεγέντες βουλευταὶ Χαλκιδικῆς Λαϊκοὶ κ.κ. Βασιλικὸς καὶ Κότσανος, ὁ Διευθυντὴς τῆς Δημοσίας Ὑγείας κ. Παρασκευόπουλος, ὁ διευθυντὴς τῆς Προνοίας κ. Κουτρουμπὰς μετὰ ὑπαλλήλων τῆς ὑπηρεσίας του, συνεργεῖον ἐκ στρατιωτικῶν ἰατρῶν καὶ ἕτερον τοῦ Προσφυγικοῦ Νοσοκομείου ὑπὸ τὸν ἰατρὸν κ. Μισιρλόγλου, ὁ ἐπιθεωρητὴς τῶν Τ.Τ.Τ. κ. Φωτεινὸς μετὰ συνεργείου διὰ τὴν προσωρινὴν ἀντιμετώπισιν τῆς τηλεφωνικῆς καὶ τηλεγραφικῆς ἐπικοινωνίας τῶν σεισμοπλήκτων μερῶν, μία διμοιρία σκαπανέων, δύναμις χωροφυλακῆς καὶ ἀρκετοὶ νοσοκόμοι μετὰ δύο ἀδελφῶν τοῦ ἐλέους, πρὸς περίθαλψιν τῶν τραυματιῶν.

Εἰς τὰ πρόσωπα ὅλων εἶναι ζωγραφισμένη ἔκδηλος κατήφεια διὰ τὴν τραγικὴν καταστροφὴν καὶ μεγάλη ἀγωνία, διὰ τὴν κατάστασιν τὴν ὁποίαν θὰ ἀντιμετωπίσωμεν εἰς τοὺς θλιβεροὺς τόπους καὶ θλιβερὰς συμφοράς.

Ἡ ‘’Πέργαμος’’ ὀργώνει τὴν θάλασσαν, διασχίζει τὴν ἀχανῆ ὑγρὰν ἔκτασιν μετὰ μεγάλης ταχύτητος, ἀναπτύσσει ὅλας αὐτῆς τάς δυνάμεις πρὸς ταχύτερον πλοῦν, καὶ ὅλοι οἱ ἐπ΄ αὐτῆς ἀπὸ τοῦ κυβερνήτου μέχρι τοῦ τελευταίου ναύτου καταβάλλουν ἀπεγνωσμένας προσπαθείας νά συντομεύσουν τὸν δρόμον τῶν 150 μιλίων διὰ νά φθάσουν εἰς τὴν μοιραίαν Ἱερισσὸν μίαν ὥραν ἐνωρίτερον αἱ μεταφερόμεναι βοήθειαι.

Ο ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΛΙΜΗΝ

Τὴν 11ην νυκτερινὴν τὸ τορπιλλοφόρον, ἐλαττώνει τὴν ταχύτητα αὐτοῦ καὶ κατὰ διαταγὴν τοῦ κυβερνήτου γίνεται ἀνίχνευσις τοῦ λιμένος καὶ τοῦ ἐδάφους διὰ τῶν προβολέων τοῦ πλοίου.

Ὅλων μας τὰ βλέμματα ἀκολουθοῦν ἀγωνιωδῶς τὴν φωτεινὴν γραμμὴν τοῦ προβολέως, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν, ἐντείνοντες τὴν ὅρασιν μας, ὅλοι μας, ἀνυπομονοῦμεν να ἀντιληφθῶμεν πρὸ ποίας θλιβερᾶς εἰκόνος θὰ εὑρεθῶμεν.

Τὴν ἀγρίαν σιωπὴν τῆς νύκτας, διακόπτουν τὰ σύντομα παραγγέλματα τῆς κυβερνήσεως, καὶ τὸ ὁλόμαυρον περιβάλλον, τὰ φῶτα τοῦ προβολέως.

Καὶ αἴφνης, βλέπομεν ὅλοι, μερικὰ ἐρείπια εἰς τὴν παραλίαν. Διακρίνομεν διάφορα κτίρια κατεστραμμένα καὶ ἕνα θαμπὸ φῶς εἰς τὴν παραλίαν.

Ἡ Ἱερισσός, δέν ἐγνωρίζομεν ἀκόμη, ὅτι δέν ἦτο δυνατὸν νά μᾶς εἶναι ὁρατή, διότι εὑρίσκετο εἰς ἀρκετὴν ἀπόστασιν ἀπὸ τῆς παραλίας, ὄπισθεν τοῦ μικροῦ λιμένος της.

Εὑρισκόμεθα εἰς μεγάλην ἀπόστασιν ἀπὸ τῆς ξηρᾶς καὶ δέν ἀκούομεν οὔτε ἀντιλαμβανόμεθα τίποτε.

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΞΗΡΑΝ

Μία λέμβος τοῦ πολεμικοῦ ῥίπτεται εἰς τὴν θάλασσαν, κατέρχεται ὁ κ. Κουτρουμπὰς διευθυντὴς τῆς περιθάλψεως, τρεῖς ὑπάλληλοι τῆς ἰδίας ὑπηρεσίας καὶ ὁ ὑποφαινόμενος, ἡ λέμβος προχωρεῖ πρὸς τὴν Ἱερισσόν.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἀκούομεν να ταράζῃ τὴν νυχτερινὴν γαλήνην, ὁ ῥυθμικὸς θόρυβος πλησιάζοντος μοτέρ, εἶναι ὡς ἑξακριβοῦται μετ΄ ὀλίγον μία μεγάλη ἀτμάκατος ἐρχομένη ἀπὸ τὸν ἀντικρινόν λιμένα τοῦ Στρατονίου. Δι΄αὐτῆς διακπεραιοῦνται εἰς τὴν ξηρὰν οἱ κ. ἰατροὶ καὶ τὰ ἰατρικὰ συνεργεῖα.

Ἤδη πλησιάζομεν πρὸς τὴν παραλίαν τῆς Ἱερισσοῦ καὶ ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸ φῶς ἀνημμένης λυχνίας εἰς τὴν ξηράν, ἀντιλαμβανόμεθα ὅμιλον ἀνθρώπων. Κάτω ἀπὸ τὸ ἀσθενέστατον φῶς πού τοὺς φωτίζει, μᾶς φαίνονται σὰν φαντάσματα. Πλησιάζομεν καὶ ἀποβιβαζόμεθα. Οἱ ἄνθρωποι τῆς παραλίας μᾶς περιτριγυρίζουν μὲ μίαν θλιβερὰν ἰκανοποίησιν.

-Σᾶς περιμέναμε. Καλῶς ἤλθατε!

Ὁ κ. Κουτρουμπὰς προχωρεῖ καὶ ἀρχίζει πλέον ἡ συνομιλία.

Φλεγόμεθα ἀπὸ ἀνυπομονησίαν νά μάθωμεν.

Ἐρωτῶμεν καὶ ἀπὸ τάς πρώτας ἀπαντήσεις ἀντιλαμβανόμεθα ἀμέσως ἂν σὲ λίγο θὰ ἀντικρύσωμεν κάτι τὸ ἀφαντάστως τραγικόν, κάποια κολοσσιαῖα συμφορά, κάποια μεγάλη καταστροφή.

Σὲ λίγα λεπτά, στό ἴδιο σκοτάδι μέσα, μὲ περιτριγυρνοῦν καὶ ἄλλοι που ἔρχονται ἀπὸ τὸ χωριό, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων λεπτῶν.

Προσπαθοῦμεν νά τοὺς παρηγορήσωμεν, καὶ ἀποτείνομεν νέας ἐρωτήσεις.

Εἰς μίαν στιγμήν πού ἔπαυσαν αἱ ὁμιλίαι, κάποιοι μακρυνοὶ θρῆνοι, κάποιοι λυπητεροὶ στεναγμοὶ μαζὺ μὲ ἀπελπισμένες φωνὲς φθάνουν στ΄ αὐτιὰ μας.

Ὁρκίζομαι ὅτι τὴν ὥραν ἐκείνην ἐνόμισα ὅτι τὰ θλιβερὰ ἀνεστενάγματα καὶ οἱ κοπετοὶ ἤρχοντο ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς γῆς. Ὁλόγυρά μας τὸ αὐτὸ ἀπαίσιο σκοτάδι, τὸ ἴδιο ἄγριο περιβάλλον τῆς νύκτας καὶ τῆς φρίκης.

ΚΟΛΑΣΙΣ ΤΟΥ ΔΑΝΤΕ

Αὐθορμήτως προχωρῶ καὶ ἀνεβαίνω ἀπὸ τὴν παραλίαν πρὸς τὸ ὕψωμα. Κάποιος μοῦ ψιθυρίζει ὅτι λίγο παραπέρα εῖναι τὸ κατεστραμμένον χωριό.

Ἑξακολουθῶ τὸν δρόμο καὶ αἴφνης σταματῶ. Τὰ πόδια μου δέν μὲ βοηθοῦν. Μὲ καταλαμβάνει ἔνας τρομερὸς φόβος- τὸ ὁμολογῶ- μιά ἀπερίγραπτη φρίκη, ἀπὸ ἐκεῖνα πού ἀντικρύζω, ἀπὸ ἐκεῖνα πού ἀκούω.

Οἱ στεναγμοὶ φθάνουν ἤδη εὐκρινεῖς μέχρις ἐμοῦ, δυνατώτεροι καὶ ἀπελπιστικώτεροι, διακρίνω εἰς μίαν ἀπόστασιν 50 μέτρων ἀνθρώπους, κατὰ γῆς, κλαίοντας καὶ βογγοῦντας. Αἴφνης μία λάμψις ἀπαισία ὅσον καὶ τρομακτική, προερχομένη ἀπὸ φλόγας πυρκαϊᾶς ἐρειπίων, τὴν ὁποίαν δέν ἦτο δυνατὸν νά διακρίνω ἀπὸ τὴν παραλίαν, φωτίζει τὸ τραγικὸν περιβάλλον.

Βλέπω ἐρείπια, παντοῦ, ἐρείπια, ἄγρια, τρομακτικά. Ἀντιλαμβάνομαι πλέον ὅτι εὑρίσκομαι εἰς τὴν καταστραφεῖσαν Ἱερισσόν. Τὸ φῶς ἀπὸ ΤΑ ΚΑΙΟΜΕΝΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ἐντείνεται, δυναμώνει καὶ μέσα εἰς τὴν λάμψιν των τὰ καιόμενα χαλάσματα μοῦ φαίνονται ὡς ἔνας τεράστιος δαυλός, ποὺ φωτίζει τὴν ἀγριωτέραν καὶ ἀπαισιωτέραν εἰκόνα μιᾶς δαντικῆς κολάσεως ἥν ἀπηθανάτισε τόσον παραστατικὰ ἡ φαντασία καὶ ὁ κάλαμος τοῦ Δάντε.

Η ΕΚΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ

Προχωρῶ ὁλονὲν καὶ διασταυροῦμαι μὲ τὰ πλήθη τῶν ἀνδρῶν ποῦ κατέρχονται ἀπὸ τὴν ἀντικρυνὴν πλευρὰν τοῦ καταστραφέντος χωρίου. Ἔμαθαν ἤδη τὴν ἄφιξιν τοῦ πολεμικοῦ καὶ σπεύδουν πρὸς τὴν παραλίαν. Αἱ φωναὶ καὶ ἡ παρουσία των ἡμερώνουν κάπως τὴν ἀγριότητα τοῦ τραγικοῦ περιβάλλοντος.

Ἔνας ἐξ αὐτῶν σταματᾶ καὶ μὲ χαιρετᾶ.

-Εἶμαι ὁ πρόεδρος τῆς κοινότητος Γεώργιος Γκοῦτσος[ii], μοῦ λέγει.

Μετὰ τὴν συμφοράν, φύγαμε γυμνοί, προσθέτει ὁ κ. πρόεδρος, καὶ περάσαμε ἀντίκρυ γιατὶ φοβόμαστε νά μείνουμε κοντὰ στά ἐρείπια.

Ὁ κ. Γκοῦτσος μοῦ κάμνει τὴν χάριν νά μείνῃ μαζύ μου δι΄ ὀλίγα λεπτά, ἐνῶ οἱ ἄλλοι πηγαίνουν πρὸς τὴν παραλίαν:

-Ἀκοῦστε νά σᾶς πῶ, τέτοιο τρομερὸ πρᾶγμα δέν εἶναι δυνατὸν νά σᾶς τὸ περιγράψω, πρωτάκουστη καὶ πρωτοφανὴς καταστροφή, ἀνεξήγητο, ὅ,τι κι ἂν μάθεται, ὅ,τι κι ἂν δῆτε, δέν μπορεῖτε νά σχηματίσετε οὔτε τὴν ἀμυδρότερη ἰδέα γιά΄κεῖνα ποῦ εἶδαν τὰ ἕρμα μάτια μας.

Ἕνα παιδάκι, ἔρχεται ἀπὸ τὴν πρόχειρη κατασκήνωσιν τῶν κατοίκων, μὲ ἕνα μικρὸ φανάρι στά χέρια. Ὁ πρόεδρος τὸ καλεῖ, καὶ τὸ παιδάκι μένει μαζὺ μας, ‘’ἐπὶ τέλους’’ λέγει, ‘’φῶς μέσα στό κατάμαυρο σκοτάδι’’.

Παρατηρῶ, τὸν συνομιλητήν μου καὶ διαβάζω στήν κουρασμένη φυσιογνωμία του, τὸ μεγάλο μαρτύριο πού ὑπέφερε ὁ ἄνθρωπος, τὸν τρομερὸν κίνδυνον ποῦ εἶδε καὶ ἐπέρασε στό μεγάλο δρᾶμα πού ἔλαβε χώραν πρὸ τριάντα ὡρῶν στήν πολύπαθη Ἱερισσό.

Η ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΜΕΤΕΒΛΗΘΗ ΕΙΣ ΚΟΛΑΣΙΝ

ΠΩΣ ΣΥΝΕΤΕΛΕΣΘΗ Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΑΝΕΡΧΟΝΤΑΙ ΕΙΣ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΑΣ ΝΕΚΡΟΥΣ-ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΣ

ΑΜΥΔΡΑ ΕΙΚΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ

-’Ἤταν ἐννέα καὶ τέταρτο’’ ἀρχίζει ὁ κ. Γκοῦτσος, ‘’ὅταν μονομιᾶς ἐννοιώσαμε ὅτι γίνεται σεισμός. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκούσαμε κρότους, φοβερούς, τρομακτικούς, καὶ πρὶν ἀκόμα μπορέσουμε νά ἀντιληφθοῦμε περὶ τίνος πρόκειται, βλέπομε τὸ χωριὸ μας, τὰ σπίτια, τοὺς ἀνθρώπους νά κουνιούνται, νά στριφογυρίζουν. Κρότοι, σὰν βρονταί, ὅμοιοι μὲ ἑκατομμύρια κανονιοβολισμῶν, ἐξέσπασαν, καὶ τὴν ἰδίαν στιγμὴν σύννεφα σκόνης πελώρια, μᾶς ἐτύφλωσαν, μᾶς ἔπνιξαν. Εἶναι ἀδύνατο νά σᾶς περιγράψω ὅ,τι ἐπηκολούθησε. Ὁ κόσμος ἤρχισε νά τρέμῃ, νά σείεται, νά κρημνίζεται. Σπίτια, πέτρες, ἄνθρωποι, ὅλα ἄρχισαν νά πίπτουν, νά ἐκσφενδονίζωνται. Αἱ τρομακτικαὶ βρονταί, ὁ τρομερὸς κρότος των, καὶ τὰ σύννεφα τῆς σκόνης, κατέπνιγαν τοὺς θρήνους καὶ κοπετούς, τὰ κλάματα καὶ τές φωνὲς τῶν ἀνθρώπων.

Κλαυθμοί, ὀδυρμοί, σπαρακτικαὶ κραυγαί. Τὰ κτήρια καταρρέουν, ἄνθρωποι σκοτώνονται, αἱ πέτρες καὶ οἱ τοῖχοι κατεπλάκωσαν τὸ σύμπαν, καὶ κανεὶς δέν ξέρει πῶς νά προφυλαχθῇ ἀπὸ τὴν κοσμοχαλασιὰν αὐτήν, ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸν αὐτὸν.

O ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΕΔΡΕΥΕΙ

Ἀλλόφρονες ἀπὸ τὸν φόβον, ἄλλοι γυμνοί, σὰν τρελλοί, κτυπημένοι, πληγωμένοι· ὅλοι μας ὀρμοῦμε πρὸς τὰ ἀνοικτά. Φεύγουμε ἀπὸ τὰ σπίτια, τοὺς μαχαλάδες, καὶ τρέχουμε ἀπελπισμένοι. Καὶ τὰ σπίτια ἑξακολουθοῦν νά κρημνίζονται, αἱ δοκοὶ νά σκοτώνουν, οἱ ὀγκόλιθοι νά θερίζουν ὅσους βρεθοῦν στό διάβα τους:

Μητέρες μὲ τὰ παιδιὰ στήν ἀγκαλιὰ προσπαθοῦν νά σωθοῦν καὶ νά σώσουν τὰ παιδάκια των. Μὰ ὁ θάνατος ἐνεδρεύει· οἱ κρημνιζόμενοι τοῖχοι, αἱ πέτρες ποῦ κυλοῦν, τὸ ἔδαφος πού ἀνοίγει, τάς ῥίχνει πληγωμένες, σκοτωμένες, στό χῶμα.

Καὶ τὴν ἀγωνία, τὸν τρόμο, τὴν αὐξάνει ἡ σκοτεινὴ νύκτα, καὶ τὰ ἄγρια ξεφωνητά, ἐκείνων πού πέφτουν, ποὺ βλέπουν τὸ θάνατο, ποὺ σκοτώνωνται.

Πῶς νά σᾶς τὸ παραστήσω; Πρὶν νά καταλάβωμε πῶς ἦλθε ἡ συμφορά, ἡ καταστροφὴ εἶχε συντελεσθεί. Ἑκατοντάδες τραυματισμένων, μὲ πληγάς πού τὸ αἷμα ἔτρεχε σὰν ποτάμι, πολλοὶ τρελλοὶ ἀπὸ τὸν φόβον καὶ χωρὶς ἐλπίδα νά σωθοῦν, καταφθάσαμε νά φύγουμε, νά φύγουμε ἀπὸ τὸ χωριὸ πρὸς τὸ ὕπαιθρον. Ἡ θεομηνία εἶχε περάσει, μὰ τὰ βάσανα ἐκείνων πού ὁπωσδήποτε ἐσώθηκαν μόλις ἄρχιζαν.

ΑΙ ΟΙΜΩΓΑΙ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ

Πεθαμένοι ἀπὸ τὸν φόβον, κατατρομαγμένοι καὶ μὲ τραύματα, ἄλλοι σοβαρὰ ἄλλοι ἐλαφρώτερα, μόλις ἔπαυσε τὸ κακό, ἐστρέψαμε τὸ βλέμμα πρὸς τὸ χωριὸ μας, ἀντίκρυ μας δέν ὑπῆρχαν παρὰ σωροὶ ἐρειπίων, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἠκούοντο αἱ σπαρακτκαὶ οἰμωγαὶ ἐκείνων πού ἔμειναν κάτω ἀπὸ τὰ χαλάσματα.

Πού καὶ πού ἀκούαμεν ἐκ νέου τάς τρομερὰς βροντάς, ἤτανε ὁ ἀμείλικτος θόρυβος τῶν σπιτιῶν καὶ τῶν τοίχων πού ἔπεφταν τελειωτικά, συντρίμια καὶ παρέσερναν ὅ,τι βρίσκονταν μπροστὰ των.

Αἱ φωναὶ καὶ αἱ ἐπικλήσεις δέν μᾶς ἄφηναν να μένωμε θεαταὶ τοῦ δράματος πού ἐβλέπαμε μπροστὰ μας, καὶ ὅσοι μποροῦσαν ὥρμησαν πρὸς τὰ ἐρείπια στά σκοτεινά, μὲ χίλια βάσανα, μὲ ἀδιάκοπο φόβον καὶ τρόμον, ὁδηγούμενοι ἀπὸ τάς ἐπιθανατίους ἐπικλήσεις καὶ τάς σπαρακτικὰς κραυγάς, ἐπροσπαθήσαμε νά περισώσουμε ὅσους ἦταν δυνατόν.

Ἀλλὰ τοῦ κάκου, οἱ ὄγκοι τῶν λίθων τοὺς εἶχαν σκεπάσει, καὶ ἦτο ἀδύνατον νά τοὺς μετακινήσωμε.

Καὶ ἔτσι, καταδικαστήκαμε νά βλέπωμεν νά πεθαίνουν τὰ παιδιὰ μας, τὰ ἀδέλφια μας, οἱ πατέρες καὶ μητέρες μας, χωρὶς νά μποροῦμε νά τοὺς βοηθήσωμε, νά τοὺς σώσωμε….’’ Ὁ πρόεδρος τῆς Κοινότητος δέν ἠδυνήθη πλέον νά ἑξακολουθήσῃ.

Τὸν ἔπνιγαν οἱ λυγμοί…

ΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΔΟΝΗΣΕΙΣ

Οἱ κάτοικοι Ἱερισσοῦ εἶναι τρομοκρατημένοι, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἀφάνταστον καταστροφὴν τὴν ὁποίαν ἔπαθον, ἀλλὰ καὶ διότι αἱ σεισμικαὶ δονήσεις ἐπαναλαμβάνοντο διαρκῶς, πότε ἰσχυραὶ καὶ πότε ἐλαφρότεραι. Ὅπως ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως γνωρίζω, αἱ φρικιαστικαὶ δονήσεις λαμβάνουν χώραν συχνότατα, συνοδεύονται δὲ καὶ ὑπὸ ἰσχυρῶν κρότων ὁμοίων πρὸς ἠχηρὰς ὁμοβροντίας. Ἐκτὸς τῆς διηνεκοῦς ἀγωνίας εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκονται λόγῳ τῶν ἀλλεπαλλήλων δονήσεων, φοβούμενοι νεωτέρας καταστροφάς, τὰ δυστυχῆ ταῦτα θύματα ἐκ τῆς ἀνηκούστου συμφορᾶς στεροῦνται τῶν πάντων, διότι ἅπασαι αἱ παρακαταθῆκαι καὶ τὰ τρόφιμα αὐτῶν ἔχουν χαθεῖ ὑπὸ τὰ ἐρείπια.

ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ

Περὶ τὴν 2αν πρωινὴν ἐπιχειροῦμεν τῇ συνοδείᾳ τοῦ χωροφύλακος Ἱερισσοῦ Γεωργίου καὶ τοῦ γραμματέως τῆς Κοινότητος μακρὰν διαδρομήν, εἰς τὸ καταστραφὲν χωρίον, προχωροῦντες «εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ χωρίου, συναντῶμεν τὸν ἐκεῖ προϊστάμενον τῶν Τ. Τ. Τ. κ. Ἐμ. Κοντέλην, καθήμενον παρά τινὰ στύλον τῶν τηλεφώνων, ἐγκαταστήσαντα ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς, μετὰ τὴν καταστροφὴν πρόχειρον τηλεφωνεῖον, εἶναι ὁ πρῶτος ἀναγγείλας εἰς Θεσσαλονίκην καὶ ἐκεῖθεν ἀνὰ τὸ Πανελλήνιον τὴν τρομερὰν συμφοράν.

Ἀφανὴς ἥρως, πιστὸς τοῦ καθήκοντος στρατιώτης, παρὰ τὸν μεγάλον κίνδυνον, ἐργάζεται δίπλα εἰς τὰ ἐρείπια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα διεσώθη ὡς ἐκ θαύματος. Ματαίως καλεῖ τὴν Θεσσαλονίκην. Προφανῶς λόγῳ βλάβης δέν εἶναι δυνατὸν να συνδεθῇ μετ΄ αὐτῆς.

Προστίθεται μόνον, ὅτι τὴν μεγαλυτέραν θραῦσιν εἰς ἀνθρώπινα θύματα ἔπαθαν αἱ οἰκίαι ἐκείνων αἵτινες εὑρίσκοντο κάτωθι τῆς μεγάλης τοῦ χωρίου Ἐκκλησίας. Αὔτη ἦτο κτισμένη παρὰ τὰ ἀρχαῖα τείχη, στηριζομένη ἐπὶ κολοσιαίων ὀγκολίθων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν πτῶσιν των κατέστρεψαν τάς πλείστας οἰκίας, ἰσοπεδώσαντας κυριολεκτικῶς αὐτάς, σὰν ἔνας τεράστιος ὁδοστρωτήρ.

Ἀπὸ τὴν ἀκμάσασαν τόσον πολὺ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα Ἱερισσόν, ἀπὸ τὴν πόλιν ἥτις διεσώθη ἀπὸ χιλιετηρίδων ἐτῶν, τὴν Ἱερισσὸν ὅπου ὁ Ξέρξης ἐδέχθη τὸν φόρον ὑποτελείας τῶν ὑπ΄ αὐτὸν βασιλέων, τὴν Ἱερισσὸν μὲ τὰ πανάρχαια κειμήλια καὶ τὰ μεγαλοπρεπῆ τείχη, τὴν Ἱερισσὸν τὴν Παυλοκατηραμένην, δέν ὑφίσταντο πλέον, παρὰ τραγικὰ ἐρείπια τὰ ὁποῖα μετεβλήθησαν εἰς τάφους ἑκατοντάδων θυμάτων, εὑρόντων τὸν τραγικώτερον τῶν θανάτων.

Λ. ΔΙΑΦΩΝΙΔΗΣ

Το αφήγημα ενός γέροντα που σαν παιδί έζησε την καταστροφή…

Η ομάδα του «Κυττάρου Ιερισσού» έχει παραθέσει την προσωπική εμπειρία του Ιερισσιώτη Αλκιβιάδη Κούμαρου, αυτόπτη μάρτυρα της καταστροφής.

«Αυτές τις μέρες γινόταν βουλευτικές εκλογές .Το Λαϊκό Κόμμα με τον Τσαλδάρη και το Φιλελεύθερο με τον Βενιζέλο.

Ο Βασίλης Βασιλικός ήταν βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος στη Χαλκιδική[iv]. Χάρη στο επίθετο του έβγαινε πάντα βουλευτής. Όλοι οι βασιλικοί τον ψήφιζαν γιατί αυτός ήταν βασιλικός. Εάν και είχαμε Δημοκρατία όταν γινόταν αυτός βουλευτής ,μαζευόταν όλοι οι βασιλικοί πίναν και χόρευαν και τραγουδούσαν «Του αητού ο γιος» και φώναζαν «Ζήτω ο Βασιλιάς».

Εκείνη τη βραδιά πολλοί άνδρες του χωριού μαζεύτηκαν στην αγορά να μάθουν τα αποτελέσματα. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα, μόνο του Ταχυδρομείο και της Αστυνομίας, από αυτούς θα ερχόταν τα νέα. Όταν νικούσε ο Τσαλδάρης θ’ άρχιζαν το γλέντι.

Ο πατέρας μου ήταν και αυτός στην αγορά μαζί με τους άλλους.

Μόλις άρχιζε να σουρουπώνει η μάνα μου έστρωσε στο πάτωμα ένα τραπεζομάντηλο, μια τάβλα, έκοψε ψωμί, έβαλε και φαγητό και καθίσαμε όλα τα παιδιά, εγώ ,3 κορίτσια και αυτή με τον μικρό αδερφό μας.

Μετά το φαγητό, μας έστρωσε για ύπνο. Εγώ κοιμόμουνα πάνω σε ένα ξύλινο κρεβάτι, τα κορίτσια στη σειρά στο πάτωμα .

Η μάνα μου όταν τελείωσε ο τρύγος διάλεξε ένα πανέρι σταφύλια για να τρώμε και το πανέρι το έβαζε κάτω από το κρεβάτι μου.

Μόλις κοιμήθηκαν όλοι εγώ γλίστρησα από το κρεβάτι μου και στριμώχθηκα δίπλα στην αδερφή μου και έπαιρνα σταφύλια από το πανέρι και έτρωγα. Εκεί με πήρε ο ύπνος….

Δε ξέρω πόσο κοιμήθηκα ,όταν κάποιες φωνές με ξύπνησαν, ένοιωσα το πάτωμα να κουνιέται και τον πατέρα μου να φωνάζει «Βοήθεια». Τρόμαξα…

Το πάτωμα κουνιόταν συνέχεια, έκαμα να σηκωθώ και το κεφάλι μου χτύπησε σε κάτι σκληρό. Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε ότι το σπίτι μας γκρεμίστηκε, μόνον το δικό μας. Σκοτάδι παντού. Άρχισα έρποντας να πηγαίνω προς τη φωνή.

Οι αδερφές μου ακόμα κοιμόταν. Πέρασα από πάνω τους και πήγα κοντά στον πατέρα μου. Κρατούσε στην αγκαλιά του τον μικρό αδερφό μου, δίπλα ήταν η μάνα μας και αυτός φώναζε βοήθεια. Εκεί που στεκόταν ήταν το παράθυρο και δίπλα η πόρτα. Κοίταξα κατά κει, δεν υπήρχε τίποτα.

Ο τοίχος ήταν γκρεμισμένος, κοίταξα προς τα έξω παντού σκοτάδι. Αντίκρισα το δρόμο, ήταν γεμάτος από πέτρες κεραμίδια και ξύλα, όλα τα σπίτια της γειτονιάς ήταν ένας σωρός από πέτρες.

Ένας νέος από τη γειτονιά ήρθε κοντά μας και πήρε τον αδερφό μου και τον έβαλε πάνω στις πέτρες.

«Μπάρμπα Κώστα έγινε μεγάλος σεισμός, το χωριό δεν υπάρχει».

Ο νέος έφυγε.

Παντού φωνές και κλάματα. Δρασκέλισα τον τοίχο και βρέθηκα πάνω στα ερείπια. Τα κορίτσια ξύπνησαν και τα έφερνε ο πατέρας μου. Τα έπαιρνα ένα- ένα και τα πήγαινα εκεί που ήταν ο μικρός. Μετά κατέβηκε η μάνα μου. Μια φωνή άκουσα μέσα από το σπίτι.«Η γιαγιά, πήγαινε φέρε τη γιαγιά».

Σε λίγο βρεθήκαμε όλοι μαζί να καθόμαστε πάνω στα ερείπια. Η δόνηση δε σταματούσε.

Ήταν τόσος ο φόβος που δεν τολμούσαμε να μπούμε μέσα στο ερείπιο να πάρουμε ένα σκέπασμα ή μια κουβέρτα να τυλιχτούμε για να μην κρυώνουμε. Μια φωνή ακούστηκε. «Ελάτε όλοι εδώ, απόψε χανόμαστε».

Σηκωθήκαμε και πήγαμε. Εκεί στη μικρή πλατεία στις Γούβες, έτσι την ονόμαζαν.

Εδώ οι κοπέλες της γειτονιάς χόρευαν τις γιορτές. Απόψε δεν άκουγες τραγούδια, μόνον κλάματα. Όλοι οι γειτόνοι ήταν μαζεμένοι εδώ. Δε μπορώ να περιγράψω τον πόνο που ένοιωθε ο καθένας. Ένας φώναζε να φύγουμε από δω.

Εάν πέσουν αυτοί οι τοίχοι που στέκονται ακόμα όρθιοι θα μας σκοτώσουν. Σηκωθήκαμε όλοι, ένας πίσω από τον άλλο βαδίζαμε πάνω στα ερείπια γεμάτα παγίδες, κανείς δε μιλούσε και φτάσαμε στην πλατεία του σχολείου.

Εκεί ήταν πολλοί μαζεμένοι, φοβισμένοι, τρομαγμένοι.

Η γη κουνιόταν συνέχεια. Κάποιος φώναζε να φύγουμε και να πάμε στο αλώνι του Σωτηράκη «Εδώ μπορεί να έρθει η θάλασσα και να μας πνίξει.»

Όλοι αρχίσαμε να βαδίζουμε για να ανεβούμε στο λόφο που ήταν το αλώνι. Εκεί βρήκαμε και άλλους. Καθίσαμε ένας δίπλα στον άλλον και κλαίγαμε τη μοίρα μας.

Δίπλα άκουγα κλάματα. Μια γυναίκα φώναζε τη Σωτηρούλα της που ήταν κάτω από τα ερείπια. Άλλη μια γυναίκα πονούσε και φώναζε εάν υπάρχει καμιά μαμή. Πήγε η γιαγιά μου ,ήταν μαμή. Μετά από λίγο ήρθε και μας είπε ότι γεννήθηκε ένα κοριτσάκι.

Μια τρομερή δόνηση και ακούστηκε ένα γκρέμισμα. Γκρεμίστηκε το σχολείο και ότι άλλο ήταν όρθιο μέσα στο χωριό. Ως το πρωί οι δονήσεις δε σταμάτησαν. Ζαρωμένοι και παγωμένοι, ένας δίπλα στον άλλο περιμέναμε να ξημερώσει..

Όταν ύστερα από πολλές ώρες ήρθε το φως και άρχισε να βγαίνει ο ήλιος αντικρίσαμε ένα φοβερό θέαμα. Αυτή η γραφική Ιερισσός ,με τόσες ιστορίες ,με τις όμορφες γειτονιές και τα στενά σοκάκια με την εκκλησία πάνω στο κάστρο ,με το καμπαναριό της, τις 7 καμπάνες που όταν σήμαιναν ακουγόταν μακριά και ξυπνούσαν τους χωριανούς να πάνε στην εκκλησιά ,όλα αυτά δεν υπήρχαν.

Υπήρχε μόνο ένας σορός από ερείπια. Μόνο λίγα σπίτια ήταν όρθια, αυτά ήταν ξηλόπηχτακαι άντεξαν το σεισμό.

Σιγά-σιγά όλοι άρχισαν να συνέρχονται και πήραν το δρόμο για τα ερείπια. Ο πατέρας μου έφυγε μαζί με άλλους να βγάλουν τη θεία μου που ήταν κάτω από τα ερείπια. Όταν τη φέραν εκεί στο αλώνι ήταν αναίσθητη. Το ένα της πόδι ήταν σπασμένο σε άσχημη κατάσταση.

Έχασε πολύ αίμα και όταν την πήγαιναν μαζί με άλλους με ένα πολεμικό καράβι πέθανε στο δρόμο.

Όταν κατέβηκα στην πλατεία αντίκρισα ένα φοβερό θέαμα. Κουβαλούσαν τους νεκρούς στο νεκροταφείο, πάνω σε κουρελούδες χωρίς παπάδες και ξεφτέρια .Ένας βάδιζε μπροστά με έναν καζμά και φτυάρι, τέσσερις κουβαλούσαν τον νεκρό και άλλοι κλαίγαν. Είδα ένα δυστυχισμένο πατέρα να έχει το σκοτωμένο παιδί του στη αγκαλιά του και να βαδίζει σκυφτός προς το νεκροταφείο.

Η 27η Σεπτέμβρη ήταν η πιο δύσκολη μέρα γεμάτη πόνο, απελπισία και κλάμα.

Εκεί που γυρνούσα είδα τον δάσκαλο μου τον Νικόλαο Πέτρου σε άσχημη κατάσταση, ξυπόλητος, μόνον με τη φανέλα ,τα μαλλιά του ακατάστατα και να φωνάζει τον γιο του τον Κώστα.

Ήρθε κοντά μου ,με αγκάλιασε και με ρωτούσε εάν είδα τον μοναχογιό του τον Κώστα. «Εψές παίζαμε μαζί εκεί στις Γούβες. Εγώ έφυγα νωρίς, αυτός έμεινε εκεί με άλλα παιδιά». Την άλλη μέρα έμαθα ότι ο φίλος μου σκοτώθηκε. Έτρεξε να πάει στο σπίτι του και τον σκότωσε ένας τοίχος. Ήταν 11 χρονών. Ο πατέρας μου με βρήκε να γυρνάω άσκοπα. Ύστερα από αυτήν την κατάσταση που είδα τον δάσκαλο δεν έφυγαν τα δάκρυα από τα μάτια μου.

Μας πήρε να πάμε πάνω στο γκρεμισμένο σπίτι μας να πάρουμε καμιά κουβέρτα και τρόφιμα εάν βρούμε. Περπατήσαμε πάνω στα χαλάσματα. Όταν φτάσαμε εκεί στο γκρεμισμένο σπίτι κοιτούσαμε με απορία. Πως γλυτώσαμε από εδώ μέσα. Όταν έγινε ο σεισμός, οι τρεις πλευρές φύγαν προς τα έξω ,ο μεσαίος τοίχος που χώριζε τα δύο δωμάτια ήταν όρθιος αυτός, ο ξυλόπιχτος τοίχος κράτησε τη μια πλευρά της οροφής, η άλλη που ακουμπούσε πάνω στον πέτρινο τοίχο έπεσε και σταμάτησε πάνω στο κρεβάτι μου και η άκρη του διέλυσε το μαξιλάρι μου.

Η επιθυμία μου να φάω τη νύχτα ένα σταφύλι και να φύγω από το κρεβάτι μου μου έσωσε τη ζωή. Μεταξύ οροφής και πατώματος σχηματίστηκε ένα κενό. Εκεί δεν έπεσε τίποτα και βγήκαμε όλοι ζωντανοί. Ο πατέρας από εκεί μέσα έβγαλε το σκέπασμα και την κουβέρτα, βρήκε κανά δυο ψωμιά και ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Τότε του έδειξα το μαξιλάρι μου εκεί που είχα το κεφάλι μου, ήταν σκισμένο .Μου είπε, πως γλύτωσες. Του είπα την αμαρτία μου , ότι έφυγα από το κρεβάτι μου και πήγα δίπλα στην αδερφή μου για να φάω σταφύλια κρυφά από τους άλλους και εκεί με πήρε ο ύπνος. «Αυτή η αμαρτία σου ήταν το τυχερό σου να μην σκοτωθείς». Πήραμε τα πράματα και φύγαμε.

Οι δονήσεις δεν σταματούσαν… Δεν σταμάτησε ο πόνος και το κλάμα, όλη μέρα βγάζουν από τα ερείπια νεκρούς και τραυματίες. Όταν φτάσαμε κοντά στους δικούς μας αφήσαμε τα πράγματα και ο πατέρας μου πήγε στη βάρκα μας να πάρει μια στάμνα να φέρει νερό.

Του Τσιμνού το πηγάδι ήταν σκεπασμένο, έπεσε η σκεπή του και σκότωσε μια γυναίκα που πήγε να πάρει νερό. Μονάχα στου Μαρίνου το πηγάδι ήταν το νερό καλό.

Όλα τα άλλα έγιναν γλυφά αρμυρά και όλα στέρεψαν. Βρήκε κάποιο και μας έφερε νερό. Όλη μέρα βρισκόμασταν σε απελπιστική κατάσταση. Όταν νύχτωσε στρώσαμε μια κουβέρτα και ξαπλώσαμε εκεί στο χώμα χωρίς προσκέφαλο. Ύστερα από τόση κούραση όλοι κοιμηθήκαμε. Όλη νύχτα η γης δεν σταμάτησε το κούνημα.

Το πρωί όταν ξύπνησα και κατέβηκα στη θάλασσα δεν πίστευα σ’ αυτό που είδα. Δύο καράβια πολεμικά με αγγλικές σημαίες ήταν φουνταρισμένα μπροστά μας.

Μια βενζινάκατος άραξε με κάτι αξιωματικούς και ζήτησαν τον πρόεδρο[xv]. Είπαν στους προύχοντες ότι ο Ναύαρχος από το «Βασίλισσα Ελισάβετ» τους έστειλε εδώ να μας δώσουν τις πρώτες βοήθειες. Βγάλαν μια δεξαμενή από καραβόπανο ,την στήσαν πάνω στην άμμο και μια υδροφόρα τη γέμισε νερό[xvi]. Στήσανε ένα μεγάλο πάγκο και βάλαν πάνω κουραμάνες.

Άλλη μια βάρκα έβγαλε 20 με 30 πεζοναύτες με καζμάδες φτυάρια και τσεκούρια. Αυτοί μπήκαν στη σειρά και πήγαν για τα ερείπια. Αυτοί άρχισαν μια δύσκολη δουλειά, άρχισαν να ξεθάβουν μέσα από τα χαλάσματα νεκρούς και τραυματίες. Δυο μέρες κάμαν την ίδια δουλειά. Όταν γυρνούσανε το απόγευμα μερικοί ήταν μεθυσμένοι , βρίσκαν βαρέλια γεμάτα κρασί και πίναν όσο θέλαν.

Τον τελευταίο νεκρό που βγάλαν ήταν μια γυναίκα,εκεί στις Γούβες, Είχε αγκαλιά το παιδί της 5 χρονών, ήταν ετοιμόγεννη. Ο άνδρας της πήγε για μαμή. Σκοτώθηκε ο πατέρας του, παπάς, η γυναίκα του ,τα δυο του παιδιά, ο ένας ήταν 11 χρονών και έμεινε μόνος.

Όταν ξέθαψαν τη γυναίκα άνοιξαν ένα λάκκο και την βάλαν μαζί με το παιδί της. Εκεί μέσα ήταν 3 μέρες θαμμένη και δε μπορούσαν να τη μεταφέρουν στο νεκροταφείο.

Το άλλο κλιμάκιο άρχισε να μας μοιρνάει νερό, ψωμί, ζάχαρη και τσάι. Αυτοί οι άνθρωποι κάμαν ότι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν σ’ αυτές τις δύσκολες μέρες.

Μείναν κοντά μας μία βδομάδα. Σ’ αυτές τις μέρες μας δώσαν κουράγιο μέσα στην απελπισία μας .Σ’ αυτούς χρωστάμε πολλά αλλά δυστυχώς τους ξεχάσαμε.

Ο σεισμός έγινε στις 26 Σεπτεμβρίου ώρα 9:20μμ το 1932».

Το 1905 στο Άγιο Όρος

Το Νοέμβριο του 1905 ο Εγκέλαδος «χτύπησε» με 7,2 Ρίχτερ προκαλώντας τσουνάμι, το οποίο κόστισε τη ζωή σε 11 ανθρώπους και εκτεταμένες καταστροφές στο Άγιον Όρος.

Περισσότερο όλων επλήγη η Μονή των Ιβήρων, όπου τρεις εκκλησίες καταστράφηκαν και πολλοί χώροι του μοναστηριού έγιναν ακατοίκητοι. Βράχοι κατρακύλησαν από τις βουνοκορφές και κατέστρεψαν οκτώ καλύβες, προκάλεσαν δε σοβαρές βλάβες σε άλλες έντεκα.

Ζημιές παρατηρήθηκαν και έξω από την Αγιορείτικη κοινότητα στην κωμόπολη της Ιερισσού και την Κασσάνδρα. Η μεγάλη δόνηση έγινε αισθητή προς τον νότο μέχρι την Αθήνα στα δυτικά μέχρι τις ακτές της Ιταλίας ανατολικά μέχρι την Μικρά Ασία και το Εύξεινο Πόντο και βόρεια μέχρι την Σόφια και το Βουκουρέστι.

Οι σεισμοί του 82′ και 83′

Το 1982 και το 1983, η περιοχή είχε βιώσει σεισμούς μεγέθους 7 και 6,8 Ρίχτερ αντίστοιχα, με τα επίκεντρά τους να βρίσκονται σε απόσταση 25 έως 45 χιλιομέτρων από το σημερινό επίκεντρο.

Οι σεισμοί εκείνων των ετών έγιναν αισθητοί και στη Θεσσαλονίκη, με σεισμικά κύματα που, αν και είχαν μεγαλύτερες περιόδους και ήταν πιο αργά, έγιναν αντιληπτά. Σε περιοχές κοντά στο επίκεντρο, τέτοιου μεγέθους σεισμοί μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα επικίνδυνοι.

«Οι σεισμοί του ‘82 και ‘83 έγιναν αισθητοί και στη Θεσσαλονίκη. Η δόνηση ήταν λίγο πιο αργή, με την έννοια ότι τα σεισμικά κύματα είχαν μεγαλύτερες περιόδους, αλλά έγιναν αισθητοί. Στις περιοχές που είναι πιο κοντά, οι σεισμοί αυτής της τάξεως μεγέθους, μπορούν να γίνουν πραγματικά επικίνδυνοι» είχε σημειώσει πριν λίγα χρόνια σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Σεισμολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Μανώλης Σκορδίλης.

Αφορμή για τις παραπάνω δηλώσεις ήταν οι σεισμικές δονήσεις που έπληξαν την περιοχή τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν και πάλι στο Άγιο Όρος για αρκετή ημέρα η δραστηριότητα ήταν έντονη με αποκορύφωμα έναν σεισμό της τάξεως των 5,2 Ρίχτερ (σε κάποιες αναφορές και 5,4 Ρίχτερ), ενώ λίγες ώρες μετά ακολούθησε μετασεισμός 4,8 Ρίχτερ.

Σεισμός που μετρήθηκε στους 6,2 βαθμούς έγινε στις 5 Δεκεμβρίου του 1923. Το 1954 την περιοχή έπληξαν 6 Ρίχτερ, στις 23 Ιουλίου 1992, στις 18 Ιανουαρίου 1982 και στις 26 Φεβρουαρίου 1975, ισάριθμες δονήσεις των 5,5 βαθμών.

*με πληροφορίες από

Ένα άγνωστο τραγούδι για τον σεισμό της Ιερισσού το 1932 – somporo.blogspot.com

Όταν η Χαλκιδική πριν από 92 χρόνια σείστηκε από σεισμό 7 Ρίχτερ και όλα κατέρρευσαν – xalkidikipolitiki.com

Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τις πρώτες ώρες του σεισμού του 1932 – olympia.gr

Οι δραματικές συνέπειες του σεισμού της Χαλκιδικής το 1932 – «Ουδέ εις άρτος υπάρχει εν Ιερισσώ. Σώσατε τας ψυχάς μας» – ΕΡΤNews

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα