Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν κρατικές δομές για κακοποιημένα παιδιά
Ένα πολύ σκοτεινό έγκλημα. Γίνεται στα κρυφά και σπάνια αποκαλύπτεται. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σχετικά στατιστικά στοιχεία
Η 12χρονη του Κολωνού, όπως έχει μείνει στη συλλογική μνήμη, που διακινήθηκε και βιάστηκε κατ΄επανάληψη, αλλά και τα εξυπηρετούμενα παιδιά της ΜΚΟ «Κιβωτός του Κόσμου» που επίσης κατέθεσαν ότι κακοποιήθηκαν από τους φροντιστές τους, είναι οι δυο υποθέσεις που συγκλόνισαν περισσότερο την κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια.
Τα παιδιά αυτά, αλλά και πολλά άλλα παιδιά-θύματα κακοποίησης, καλούνται μετά την αποκάλυψη των εγκλημάτων να καταθέσουν τι έζησαν. Καλούνται δηλαδή να επαναβιώσουν τον εφιάλτη. Και αυτό όχι μόνο μια φορά. Σέρνονται σε ανακριτικά γραφεία στο στάδιο της προανάκρισης, της κύριας ανάκρισης, της ακροαματικής διαδικασίας, της πραγματογνωμοσύνης, της ιατροδικαστικής εξέτασης κτλ. Ένα παιδί μπορεί να κληθεί να καταθέσει αναρίθμητες φορές στο αστυνομικό τμήμα, μπορεί να χρειαστεί να μιλήσει σε δεκάδες επαγγελματίες, μπορεί να περιμένει ακόμα και οκτώ με δέκα χρόνια μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεσή του.
Δίνουν πολύωρες καταθέσεις σε ψυχρούς και αφιλόξενους χώρους, σε επαγγελματίες μάλιστα οι οποίοι δεν διαθέτουν καμία εξειδικευμένη γνώση. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα παιδιά δεν θεωρούνται συνήθως αξιόπιστοι μάρτυρες, θεωρούνται μάρτυρες «δεύτερης κατηγορίας» διότι πιστεύεται ότι δεν μπορούν να διακρίνουν την πραγματικότητα από τη φαντασία, την αλήθεια από το ψέμα.
Την άποψη αυτή δεν συμμερίζεται η κυρία Όλγα Θεμελή, Καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, το δεύτερο επιστημονικό βιβλίο της οποίας, που ασχολείται με την κατάθεση των παιδιών και έχει τίτλο «Παιδιά χαμένα στην κατάθεση» (Εκδόσεις, Τόπος), παρουσιάστηκε πριν από λίγες μέρες στο βιβλιοπωλείο «Ιανός» στην Αθήνα.
Η κ. Θεμελή μιλώντας στην Deutsche Welle δηλώνει πως πρέπει να ακούμε τα παιδιά προσεκτικά γιατί η μαρτυρία τους είναι ένα πολύτιμο αποδεικτικό στοιχείο, συχνά μάλιστα το μοναδικό. Υποστηρίζει ότι οι ανήλικοι πρέπει να καταθέτουν μια μόνο φορά σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο και η κατάθεση να βιντεοσκοπείται.
Και να γιατί απαιτείται μια μόνο βιντεοσκόπηση: «Καταγράφεται αυτούσιος ο λόγος του παιδιού, η γλώσσα του σώματός του, η έκφραση του προσώπου. Πάνω απ΄ όλα όμως διασώζεται αυτούσιος ο λόγος του. Ο λόγος υπό την παιδική οπτική. Είναι έτσι για παράδειγμα εντελώς διαφορετικό να καταθέσει ένα παιδί στον ανακριτή «…και μετά έγινε κάτι πάρα πολύ αστείο! Ο μπαμπάς έβγαλε από το πουλάκι του γάλα και εγώ νόμιζα ότι αυτό μπορεί να το κάνει μόνο η μαμά, όταν ταΐζει από το στήθος τον μπέμπη μας» – από την φράση «κατόπιν τούτου, ο ανήλικος μας είπε ότι ο φερόμενος ως δράστης εκσπερμάτισε», που μπορεί να καταγράψει πληκτρολογώντας η γραμματέας του ανακριτικού γραφείου. Εδώ χάνεται το κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο. Όταν όμως διασώζεται αυτούσιος ο λόγος του παιδιού, μας επιτρέπει βλέποντας το βίντεο ξανά και ξανά να προβούμε σε ποιοτική ανάλυση του περιεχομένου του λόγου του, βάσει κριτηρίων. Μια τεχνική αξιολόγησης της εγκυρότητας της κατάθεσης με ιδιαίτερη διεθνή εφαρμογή και αναγνώριση».
Ελάχιστα παιδιά καταφέρνουν να μιλήσουν
Η κακοποίηση των ανηλίκων είναι ένα πολύ σκοτεινό έγκλημα. Γίνεται στα κρυφά και σπάνια αποκαλύπτεται. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σχετικά στατιστικά στοιχεία. Σύμφωνα όμως με διεθνείς έρευνες, μόλις δύο με οκτώ παιδιά στα 100 θα μιλήσουν. Και αυτό μετά από πολλά χρόνια, ακόμα και αρκετές δεκαετίες.
Eπιπλέον, σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα του Συμβουλίου της Ευρώπης , υπολογίζεται ότι ένα στα πέντε παιδιά κατά τη διάρκεια της διαδρομής του μέχρι την ενηλικίωσή θα δεχτεί μια μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης – κακοποίησης.
Οι ανήλικοι όμως δεν αντέχουν να μιλήσουν και να σηκώσουν το βάρος ότι θα διασύρουν τους φροντιστές τους, θα στείλουν στη φυλακή τους γονείς, θα καταστρέψουν τον προπονητή τους, θα στιγματίσουν τον δάσκαλό τους κλπ. Επιλέγουν τη σιωπή, προτιμούν να σηκώνουν μόνα τους το βάρος.
«Είναι μια διαρκής εσωτερική πάλη, είναι ο φόβος πως δε θα γίνουν πιστευτά, είναι ο τρόμος για τα αντίποινα, είναι η ενοχή για την ‘προδοσία’ του αγαπημένου του προσώπου’. Ξέρετε, τα παιδιά τα οποία είναι θύματα, τρέφουν αμφίθυμα συναισθήματα για το δράστη. Όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει μια κακοποιημένη ανήλικη για τον κακοποιητή της: ‘Τον αγαπούσα και τον μισούσα σε κάθε ανάσα που έπαιρνα’», τονίζει η κυρία Θεμελή.
Ακόμα, επισημαίνει πως σημασία έχει να δούμε ποια είναι τα παιδιά που τελικά δεν πρόκειται να αποκαλύψουν την κακοποίησή τους. Ποια είναι «αόρατα»; Και αυτά είναι τα πιο ευάλωτα. Είναι παιδιά που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, είναι παιδιά Ρομά , είναι παιδιά-ασυνόδευτοι πρόσφυγες, παιδιά με ειδικές ανάγκες, παιδιά που ζουν σε ιδρύματα.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει, χρόνια τώρα, ένα αποτελεσματικό σύστημα παιδικής προστασίας με ειδικές δομές φιλοξενίας για κακοποιημένα παιδιά. Αυτές έχουν αφεθεί στην «ευσπλαχνία» των ΜΚΟ, οι οποίες μάλιστα συχνά δεν πληρούν ούτε τις ελάχιστες απαιτούμενες προδιαγραφές που απαιτεί η λειτουργία τους.
Στην Ελλάδα τα κακοποιημένα παιδιά τα στέλνουν στα νοσοκομεία για αόριστο χρονικό διάστημα. Ένα διαφωτιστικό και συγχρόνως τρομακτικό παράδειγμα από την κυρία Θεμελή: «Στέλνουμε δεκάδες θυματοποιημένων παιδιών με εισαγγελική εντολή για «προστατευτική φύλαξη» σε νοσοκομεία με ενήλικους ασθενείς. Πρόσφατα ένα κοριτσάκι μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο μεγάλης επαρχιακής πόλης για την εκεί παραμονή του. Όταν τελικά μετά από πολύωρη περιπλάνηση και αναζήτηση, δε βρέθηκε ούτε μια άδεια κλίνη σε καμία από τις κλινικές πχ. (στην ορθοπεδική, καρδιολογική, ψυχιατρική κλπ) ζήτησε το ίδιο επίμονα και φοβισμένα να γυρίσει σπίτι του. Προτίμησε δηλαδή να επιστρέψει στους κακοποιητές του»!
Ανεκπαίδευτοι οι επαγγελματίες που εμπλέκονται στην κατάθεση των παιδιών
Η Ελλάδα δεν σέβεται την προστασία του παιδιού, το ιερότερο από τα έννομα αγαθά, όπως δίδασκε ο κορυφαίος Καθηγητής Ποινικού Δικαίου, Ιωάννης Μανωλεδάκης. Η Ελλάδα επικύρωσε πριν από 35 χρόνια τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, αλλά στην πράξη δεν την τηρεί. Τα παιδιά θα πρέπει να καταθέτουν σε φιλικούς, ειδικά διαμορφωμένους χώρους που ονομάζονται τα «Σπίτια του Παιδιού».
Αν και στην Ελλάδα έχει θεσμοθετηθεί ήδη από το 2017 η λειτουργία της εν λόγω δομής σε πέντε πόλεις, τόσα χρόνια μετά, «Σπίτι του Παιδιού» διαθέτει μόνο η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη!
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Ποια είναι η λύση ώστε τα κακοποιημένα παιδιά να μην επανατραυματίζονται και να μην επαναθυματοποιούνται μέσα από διαδικασίες μη φιλικές προς αυτά; Η κυρία Θεμελή είναι κατηγορηματική: «Εκπαίδευση, εκπαίδευση, εκπαίδευση! Συνεχιζόμενη εκπαίδευση και δια βίου μάθηση όλων των επαγγελματιών που εμπλέκονται. Από τον/ την προανακριτικό/ η υπάλληλο, τον/ την ανακριτή/ τρια, τον/ την εισαγγελικό/ η και δικαστικό λειτουργό μέχρι τον/ την ιατροδικαστή, τον/ την ψυχολόγο, τον/ την κοινωνική λειτουργό τον/ την πραγματογνώμονα, τον/ την τεχνικό σύμβουλο. Όλοι και όλες ανεξαιρέτως θα πρέπει να εκπαιδεύονται δια βίου, όπως συμβαίνει διεθνώς».
Σύμφωνα με την ειδικό, έχει μεγάλη σημασία για την ανεύρεση της αλήθειας, όχι μόνο ποιες ερωτήσεις τίθενται στο παιδί αλλά κυρίως ο τρόπος που αυτές διατυπώνονται. Δεν είναι δυνατόν να τους θέτουν ερωτήσεις όπως: «Γιατί, δε μίλησες. Γιατί δεν αντιστάθηκες; Γιατί δεν φώναξες; Γιατί μας το λες τώρα;»
Και κάτι τελευταίο. Οι κακοποιητές, σύμφωνα με την κυρία Θεμελή, στην πλειονότητά τους δεν είναι αυτό που συχνά λέγεται «άρρωστοι άνθρωποι». «Οι δράστες υποκινούνται από την εξουσιολαγνεία και την άσκηση εξουσίας σε ασύμμετρες σχέσεις, η οποία υποβιβάζει και απαξιώνει, υποτάσσει και ισοπεδώνει, ακινητοποιεί και ευνουχίζει για να εξουδετερώσει τελικά το πιο ευάλωτο θύμα, υφαρπάζοντας ό,τι πολυτιμότερο έχει», τονίζει.
DW / Μαρία Ρηγούτσου