Τι γιορτάζουμε την Κυριακή του Πάσχα – Τα έθιμα του τόπου μας

Η ψυχή αφήνει πίσω τον πόνο και τη θλίψη των Παθών και της Σταύρωσης και διακηρύττει την αγαλλίαση και την ελπίδα που φέρνει η Ανάσταση

Parallaxi
τι-γιορτάζουμε-την-κυριακή-του-πάσχα-1156119
Parallaxi

Κυριακή του Πάσχα ονομάζεται «πανήγυρις πανηγύρεων». Το Πάσχα είναι το κέντρο, η καρδιά και ο πυρήνας του εκκλησιαστικού έτους. Από την ημερομηνία αυτή εξαρτάται όλος ο λειτουργικός κύκλος, επειδή από αυτή καθορίζονται όλες οι κινητές γιορτές του ημερολογίου.

Η Ανάσταση του Χριστού διακηρύσσεται με κάθε επισημότητα κατά τον Όρθρο της Κυριακής του Πάσχα, μια ακολουθία που τελείται κατά τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Μετά από τον κανόνα με τις εννέα ωδές, ο προεξάρχων Επίσκοπος ή ιερέας εμφανίζεται στην Ωραία Πύλη. Κρατά ένα αναμμένο κερί, ενώ ο χορός ψάλλει το «Δεῦτε, λάβετε φῶς». Για άλλη μία φορά η Εκκλησία μας παρουσιάζει το μυστήριο της χριστιανικής πίστης ως μυστήριο του Φωτός. Η σωματική ανάσταση του Χριστού θα ήταν για μας χωρίς σημασία, αν το φως του Χριστού δεν καταύγαζε ταυτοχρόνως και το εσωτερικό μας.

Στη συνέχεια σχηματίζεται πομπή, η οποία βγαίνει από το ιερό και σταματά έξω από την Εκκλησία, μπροστά στην είσοδο. Διαβάζεται τότε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως και στη συνέχεια ψάλλεται το μεγαλόπρεπο θριαμβευτικό αντίφωνο του Πάσχα: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος». Το αντίφωνο αυτό επαναλαμβάνεται πολλές φορές.

Με τη βοήθεια του Αρχιμανδρίτη π. Φιλούμενου Ρούμπη, γενικού γραμματέα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, θα δούμε τα σημαντικότερα γεγονότα της ημέρας. Επίσης, η κυρία Ευηλένα Καρδαμήλα, υποψήφια διδάκτωρ Λαογραφίας, θα μας «ταξιδεύει» στα έθιμα και τις παραδόσεις σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, που έχουν βαθιά τις ρίζες τους μέσα στον χρόνο.

Όταν η πομπή επιστρέψει στον Ναό, ψάλλεται ο Αναστάσιμος Κανόνας που αποδίδεται στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό: «Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί…». Οι πιστοί ασπάζονται ο ένας τον άλλον. Ο χαιρετισμός είναι «Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!». Ο Όρθρος ακολουθείται από τη Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου, όπου στο τέλος της διαβάζεται η ωραία Ομιλία, που αφιερώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο Άγιο Πάσχα.

Μετά τη Θεία Λειτουργία διανέμονται κόκκινα αυγά στους πιστούς, οι οποίοι δεν χορταίνουν να επαναλαμβάνουν τον αναστάσιμο χαιρετισμό «Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!». Το πρωί της Κυριακής του Πάσχα ψάλλεται ο Εσπερινός, κατά τον οποίο διαβάζεται το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως σε πολλές γλώσσες.

Οι Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν τις ακριβείς λεπτομέρειες της Ανάστασης, αφού το τι έγινε μέσα στον τάφο δεν μπορεί να το γνωρίζει κανείς. Αυτό που είναι γνωστό από την παράδοση, όπως εξηγεί ο Αρχιμανδρίτης π. Φιλούμενους Ρούμπης, είναι ότι το Μέγα Σανχεντρίν είχε ήδη φυλακίσει από το προηγούμενο βράδυ τον Ιωσήφ, εξαιτίας των ενεργειών του να φροντίσει την αποκαθήλωση και τον ενταφιασμό του Χριστού.

Επέκειτο, λοιπόν, η συνεδρίαση για την καταδίκη του, αλλά, επειδή ήταν Σάββατο δεν μπορούσαν να συνεδριάσουν και μετέθεσαν την δίκη για την επομένη. Η φυλακή του Ιωσήφ βρισκόταν κάτω από το Ναό και δεν είχε κανένα παράθυρο, παρά μία σιδερένια πόρτα. Όταν ξεκίνησαν για να τον δικάσουν, έστειλαν να τον φέρουν ενώπιον του συνεδρίου, αλλά διαπίστωσαν ότι το κελλί ήταν άδειο, χωρίς ίχνη παραβίασης της εισόδου. Αναφέρεται στο βίο του ότι αμέσως μετά την Ανάσταση του Κυρίου, αργά τη νύχτα, σηκώθηκε η σκεπή του κελλιού του και παρουσιάστηκε κάποιος αστραπόμορφος νέος. Ο Ιωσήφ έντρομος πέφτει με το πρόσωπο στη γη, ενώ ο αστραπόμορφος τον αγκαλιάζει και τον σηκώνει. Τον ασπάζεται και του ρίχνει μύρο από το κεφάλι μέχρι κάτω. Ο Ιωσήφ σαστισμένος τον ρωτά: «Άγγελος είσαι;» και εκείνος απαντά: «Όχι, δεν με αναγνωρίζεις; Είμαι αυτός που με φρόντισες με αρώματα και σου ανταποδίδω τη φροντίδα». Τον πήρε τότε και τον οδήγησε στον άδειο τάφο, επισφραγίζοντας την Ανάστασή Του.

Από τις περιτέρω διηγήσεις γνωρίζουμε τα εξής: Το Σάββατο, οι Ιουδαίοι έπρεπε να τηρήσουν την καθιερωμένη αργία. Γι’ αυτό οι Μυροφόρες παρέμειναν στα σπίτια τους. Η αργία λύθηκε λίγο πριν ξημερώσει η Κυριακή και τότε αμέσως έφυγαν από τα σπίτια τους, προκειμένου να προμηθευτούν αρώματα για να επισκεφτούν τον τάφο του Χριστού και να αλείψουν το σώμα Του.

Πρώτη φτάνει στον τάφο η Μαγδαληνή, αφήνοντας τις άλλες να προμηθευτούν τα απαραίτητα υλικά. Στον τάφο ήδη στεκόταν η Κυρία Θεοτόκος. Διαβάζουμε στο βίο Της ότι δεν έφυγε καθόλου από τον τάφο. Και ήδη από την ταφή του Χριστού και μετά είχε φορέσει τα λευκά γιορτινά Της ρούχα περιμένοντας την Ανάσταση. Σύμφωνα με την Παράδοση, ο Χριστός που είχε ήδη αναστηθεί τα μεσάνυχτα, εμφανίστηκε πρώτα στην Μητέρα Του, γεγονός το οποίο Εκείνη αποσιωπούσε, μέχρι να γίνουν μάρτυρες της Αναστάσεως και οι υπόλοιποι, γι’ αυτό και δεν καταγράφεται στα Ευαγγέλια.

Οι διηγήσεις των Ευαγγελιστών ποικίλλουν. Γνωρίζουμε, όμως, ότι λίγο πριν αρχίσει να χαράζει, αρκετές ώρες δηλαδή μετά την Ανάσταση του Χριστού, κατέβηκε Άγγελος (κατά τον Άγ. Γρηγόριο Παλαμά ο γνώριμος της Θεοτόκου Αρχάγγελος Γαβριήλ) μέσα σε φως και λαμπρότητα και μετακίνησε τον λίθο, που βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του μνημείου, λέγοντας στις δύο γυναίκες: «Μη φοβάστε εσείς, γιατί ξέρω ότι ζητάτε τον Ιησού τον σταυρωμένο. Δεν είναι εδώ, αναστήθηκε όπως είπε. Ελάτε να δείτε τον τόπο, όπου ήταν ο Κύριος. Πηγαίνετε γρήγορα και πείτε στους Μαθητές του ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς». Σημειωτέτον, ότι μόνο η Παναγία άκουσε τα λόγια του Αγγέλου, ενώ η Μαγδαληνή ουδέν αντελήφθη, παρ’ ότι ήταν μαζί.

Οι στρατιώτες, έντρομοι από το θέαμα, έπεσαν κάτω σαν νεκροί. Η Μαγδαληνή, βλέποντας το γεγονός αυτό, μπαίνει μέσα στον τάφο και τον αντικρίζει άδειο. Νόμισε τότε πως κάποιος μπήκε και έκλεψε το σώμα του Χριστού. Τρέχει, λοιπόν, και πηγαίνει στον Απόστολο Πέτρο για να του αναφέρει το γεγονός. Στο διάστημα αυτό και οι υπόλοιπες γυναίκες επισκέφθηκαν τον ανοιχτό πλέον τάφο, οι οποίες, είδαν μεν τον Άγγελο, χωρίς όμως να αντιληφθούν την σημασία όσων έγιναν. Βγαίνοντας από τον τάφο, κάποιες από αυτές κατείχονταν από τρόμο και έκσταση στην ψυχή, ενώ άλλες ακολούθησαν την Παναγία. Σε αυτές εμφανίστηκε ο Χριστός και τους απηύθυνε χαιρετισμό: «Χαίρετε». Η Μητέρα Του, αναγνωρίζοντάς Τον, προσέπεσε και έπιασε τα πόδια Του.

Ο Πέτρος, στο άκουσμα των λόγων της Μαγδαληνής, σηκώνεται αμέσως και φεύγει τρέχοντας, ενώ τον ακολουθεί ο Ιωάννης. Κατευθύνονται και οι δύο προς τον τάφο του Χριστού, αλλά επειδή ο Ιωάννης ήταν νεότερος ηλικιακά, έφτασε πρώτος και περίμενε απ’ έξω μέχρι να φτάσει ο Πέτρος. Ο Πέτρος μπαίνει πρώτος μέσα και παρατηρεί ότι τα νεκρικά σάββανα του Χριστού βρίσκονται τακτοποιημένα και διπλωμένα, στο σημείο όπου είχαν ακουμπήσει το σώμα, και αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορούσε κάποιος να το έχει κλέψει, αφού ήταν και αδύνατον αφαιρεθούν τα νεκρικά σάββανα και να βρεθούν τακτοποιημένα κατ’ αυτό τον τρόπο.

Μετά από αυτό η Μαρία η Μαγδαληνή επιστρέφει στον τάφο, σκύβει μέσα και βλέπει δύο Αγγέλους να κάθονται δεξιά και αριστερά. «Γυναίκα, τι κλαις; Ποιον αναζητάς;» της λένε. Αυτή γυρίζει πίσω, βλέπει τον Χριστό αλλά δεν Τον αναγνωρίζει και πιστεύει πως είναι ο κηπουρός. Του ζητά πληροφορίες για το σώμα και Εκείνος της απαντά, καλώντας την με το όνομά της: «Μαρία!». Εκείνη, αναγνωρίζοντάς Τον, απαντά «Ραββουνί!», δηλαδή «Κύριε, δάσκαλέ μου!» και πέφτει στα πόδια Του να τα πιάσει. Ο Χριστός την εμποδίζει με το: «Μή μου ἅπτου».

Εν τω μεταξύ, οι φύλακες του τάφου φτάνουν μπροστά στο Συνέδριο των Ιουδαίων, προκειμένου να αναγγείλουν στον Αρχιερέα τα καθέκαστα. Την ίδια στιγμή διαπιστώθηκε ότι και ο Ιωσήφ δεν βρισκόταν πλέον μέσα στη φυλακή. Προσέφεραν τότε οι Αρχιερείς στους στρατιώτες του τάφου ικανό χρηματικό ποσό, για να αποκρύψουν το γεγονός και να διαδώσουν ψευδώς ότι ήρθαν κάποιοι και έκλεψαν το σώμα του Ιησού, τη στιγμή που εκείνοι είχαν παραδοθεί στον ύπνο. Ο μόνος που δεν χρηματίσθηκε και δεν συμμετείχε στο ψέμα αυτό ήταν ο Λογγίνος.

Εκτός από αυτές τις προαναφερόμενες εμφανίσεις, είναι γνωστή, εξάλλου, η εμφάνιση του Αναστάντος στον Πέτρο. Τούτο το βεβαίωσαν όλοι οι Μαθητές στους δύο από τις Εμμαούς που ανήγγειλαν την εμφάνισή του Χριστού και σ’ αυτούς. Βεβαίωσαν οι Μαθητές: «λέγοντας ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι», (Λουκ. κδ΄ 34). Το επιβεβαιώνει και ο Απ. Παύλος (Α΄ Κορ. ιε΄ 5). Το απόγευμα της πρώτης ημέρας της Αναστάσεως, επίσης, συναντήθηκε ο Αναστάς με δύο άλλους Μαθητές που πήγαιναν λυπημένοι προς Εμμαούς. Τη συζήτηση δεν την κατανοούσαν μέχρι να τους φανερωθεί ο Χριστός. Βεβαιώνει ο Ευαγγελιστής: «μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτών περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μάρ. ιστ΄ 12).

Πρώτη εμφάνιση του Χριστού στους δέκα Μαθητές Του, χωρίς τον Θωμά, την πρώτη ημέρα της Αναστάσεως, γίνεται ύστερα από παραγγελία Του δια των Μυροφόρων. Έγινε «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» εκεί όπου κρύβονταν οι Μαθητές, «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Έδωσε ενδιαφέροντα μηνύματα: «Εἰρήνη ὑμῖν», βεβαίωσε την Ανάστασή Του επιδεικνύοντας τα τραύματά Του, όρισε την αποστολή τους, παραχώρησε Πνεύμα Άγιο και καθιέρωσε το Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως (Ιωάν. κ΄ 19-23).

Η επόμενη εμφάνιση του Χριστού στους ένδεκα Μαθητές Του, παρόντος και του Θωμά, έγινε οκτώ ημέρες μετά την Ανάσταση και στον ίδιο προφυλασσόμενο χώρο. Μετά τον χαιρετισμό καλεί τον Θωμά, που δεν ήθελε να τον αφήσει στους προβληματισμούς του μεταξύ πίστεως και απιστίας, να Τον ψηλαφήσει. Ο Θωμάς αρκέστηκε στον λόγο και το θέαμα των ήλων και αναφώνησε: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ο Κύριος τότε, έδωσε παγκόσμιο μάθημα πίστεως (Ιωάν. κ΄ 26-29). Μετά την εμφάνιση στους ένδεκα και τον Θωμά, για τρίτη φορά φανερώθηκε ο Ιησούς σε ομάδα επτά Μαθητών που κατέβηκαν στη Λίμνη της Τιβεριάδος για ψάρεμα. Θαυμαστός ήταν ο τρόπος, καθόσον επιβεβαίωσε την ίδρυση της Εκκλησίας και κάλεσε τούτους, ως δικούς Του αποσταλμένους προς στην οικουμένη (Λουκά ε΄ 10).

Σε ώρα αγωνίας, ο Ιησούς στη Γεθσημανή, είπε στους Μαθητές: «μετὰ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμάς εἰς τὴν Γαλιλαίαν» (Ματθ. κστ΄ 32). Το ίδιο παράγγειλε με τις Μυροφόρες και ο Άγγελος: «προάγει ὑμᾶς εὶς τὴν Γαλιλαίαν» (Ματθ. κη΄ 7). Οι ένδεκα Μαθητές πειθάρχησαν και ανέβηκαν «εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησούς» (Ματθ. κη΄ 16). Εκεί δόθηκε η παραγγελία: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὺτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη΄ 21). Έτσι αρχίζει η Ιεραποστολή.

Πέραν των όσων εμφανίσεων του Αναστάντος Χριστού αναφέρουν οι Ευαγγελιστές, μας αποκαλύπτει δύο ακόμη ο Απόστολος Παύλος: Πέραν των δώδεκα Μαθητών-συνοδών, ο Χριστός είχε και άλλους Μαθητές, ως ακροατές του κηρύγματός Του, φανερούς ή κρυφούς. Έζησαν και αυτοί το δράμα του Πάθους και της Σταύρωσης. Δεν μπορούσε, επομένως, να μην τους στηρίξει με την Ανάστασή Του. Αναφέρει ο Παύλος: «ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἔως ἄρτι».

Ο Αδελφόθεος Ιάκωβος, επίσης, συντάκτης κανονικής Επιστολής που απευθύνεται στις δώδεκα φυλές του Ισραήλ και πρώτος Επίσκοπος Ιεροσολύμων, που ορίστηκε από την Εκκλησία, ήταν μια σημαντική προσωπικότητα. Δέχτηκε τη φανέρωση του Αναστάντος Χριστού, κατά τον Παύλο, σε κατ’ ιδίαν συνομιλία. Αποκαλύπτεται: «ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ» (Α΄ Κορ. ιε΄ 6-7). Τελευταία εμφάνιση του Αναστάντος Χριστού είναι αυτή στο όρος των Ελαιών, κοντά στη Βηθανία. Παρόντες όλοι οι Μαθητές Του και κατά την παράδοση και η Παναγία μας. Στη συνάντηση αυτή και κατά τη διάρκεια ιδιαιτέρων τονωτικών συμβουλών γίνεται η Ανάληψη και οι Μαθητές επιστρέφουν με μεγάλη χαρά στην Ιερουσαλήμ (Μάρκ. ιστ΄ 19 και Λουκ. κδ΄ 52).

Τα έθιμα του τόπου μας

Την Κυριακή του Πάσχα η ψυχή αφήνει πίσω τον πόνο και τη θλίψη των Παθών και της Σταύρωσης και διακηρύττει την αγαλλίαση και την ελπίδα που φέρνει η Ανάσταση. Η τελετή της Ανάστασης γίνεται τα μεσάνυχτα του Σαββάτου. Ο στολισμός στις εκκλησίες με λευκό και κόκκινο χρώμα προαναγγέλλει τη χαρμόσυνη γιορτή που ανατέλλει. Κανείς δεν λείπει από αυτή τη μεγάλη γιορτή. Όλοι φορώντας τα καλά τους ρούχα και κρατώντας τις λαμπάδες τους στο χέρι, γεμίζουν τους ναούς για να ακούσουν το «Χριστός Ανέστη».

Στην επιστροφή από την Αναστάσιμη λειτουργία ακολουθούν συνήθειες, οι οποίες έχουν την αφετηρία τους στη θαυματουργική δύναμη του αγίου φωτός. Με τη φλόγα της λαμπάδας που φέρνουν αναμμένη από την εκκλησία, σύμφωνα με την κυρία Ευηλένα Καρδαμήλα, υποψήφια διδάκτωρ Λαογραφίας, σταυρώνουν την εξώθυρα του σπιτιού και έπειτα ανανεώνουν το φως στο καντήλι του σπιτιού, όπου θα φυλαχτεί για όλον τον χρόνο. Σε πολλές περιοχές της χώρας, όπως στην Πελοπόννησο, η δύναμη του αγίου φωτός δεν πιστεύεται ότι είναι μόνο αποτρεπτική όλων των κακών, αλλά και γονιμοποιός. Γι’ αυτό τον λόγο με τη φλόγα του σταυρώνουν όχι μόνο το σπίτι, αλλά και τα ζωντανά και τα δέντρα του σπιτιού. Για παρόμοιους αποτρεπτικούς σκοπούς, αλλά και για την επίτευξη της ευφορίας χρησιμοποιούνται και τα κουλούρια της λαμπρής και τα τσόφλια των πασχαλινών αυγών, τα οποία παλαιότερα σε περιοχές με καλλιέργειες, συνήθιζαν να θάβουν μέσα στο χώμα των χωραφιών για καλή σοδειά.

Το αναστάσιμο τραπέζι είναι γεμάτο με πατροπαράδοτα φαγητά, μαγειρίτσα, λαμπρόψωμο, τυρόπιτα και φυσικά κόκκινα αυγά, τα οποία πρώτα τσουγκρίζουν τα μέλη της οικογένειας για καλή τύχη. Στο μεσημεριανό τραπέζι, όμως, της Κυριακής πρωταγωνιστεί το αρνί, το οποίο σε άλλες περιοχές είναι σουβλιστό και σε άλλες ψητό στον φούρνο. Ο νοικοκύρης του σπιτιού, αν είναι γνώστης, θα «διαβάσει» τα σημάδια της ωμοπλάτης του αρνιού και θα βγάλει συμπεράσματα για όσα θα συμβούν στο μέλλον σε αυτό το σπίτι.

Μετά το γιορτινό τραπέζι, το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, τελείται η ακολουθία του εσπερινού της δεύτερης Ανάστασης ή αλλιώς «της αγάπης». Ο εσπερινός αυτός ονομάζεται και «αγάπη», επειδή ο Χριστός σταυρώθηκε και αναστήθηκε για την αγάπη των ανθρώπων. Έτσι, κύριο γνώρισμα αυτής της ακολουθίας είναι το φίλημα της αγάπης που ανταλλάσσουν οι πιστοί κατά την απόλυση.

Στην παραδοσιακή κοινωνία τόσο επίσημη ήταν αυτή η ώρα, που οι άνθρωποι την επέλεγαν για να γίνουν αδελφοποιτοί, να ανυψώσουν δηλαδή τη φιλία τους σε δεσμό αδελφικής αγάπης. Η πράξη αυτή έπαιρνε τη μορφή πραγματικής ιεροτελεστίας. Αφού τους διάβαζε ευχή ο ιερέας της ενορίας, τους περιέβαλλε με ένα κόκκινο ζωνάρι και τους τραβούσε προς το Ιερό. Έπειτα, αφού φιλούσαν ο ένας τον άλλον, φιλούσαν και το χέρι του ιερέα και γίνονταν έτσι αδελφοποιτοί.

Η μεγάλη και γιορτινή μέρα του Πάσχα -φυσικά- έκλεινε πάντα με τραγούδια και χορούς στην πλατεία του χωριού. Τον χορό έσερνε πρώτος ο ιερέας και έπειτα οι ενορίτες με σειρά ηλικίας. Τα τραγούδια ήταν ειδικά για την περίσταση και οι στίχοι τους αναφέρονταν στην Ανάσταση του Χριστού. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας η γιορτή έκλεινε με αγώνες στο τρέξιμο ή την πάλη. Τα βραβεία ήταν λαμπριάτικες κουλούρες ή κεντημένα μαντήλια, τα οποία έπειτα φορούσαν με περηφάνια οι γυναίκες των νικητών.

Πηγή: skai.gr

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα