Η γυναίκα που άντεξε τις φουρτούνες της θάλασσας και έριξε άγκυρα στη Θεσσαλονίκη
Η Ευθυμία εξιστορεί τα εμπόδια που χρειάστηκε να ξεπεράσει για να επιβιώσει στη θάλασσα και να υπηρετήσει το επάγγελμα που αγαπά.
«Μπαίνοντας στο πλοίο και μη γνωρίζοντας τι θα αντιμετωπίσω, ήμουν γεμάτη χαρά που θα άρχιζε μια τόσο πρωτόγνωρη εμπειρία. Δεν θα ξεχάσω τη λάντζα που μας μετέφερε στο πλοίο και τον οδηγό της, να μου λέει: “μπα γυναίκα στείλανε;” Και ν’ απαντάω “ναι”, δίχως να καταλαβαίνω καν τι ρωτάει. Φτάνοντας στο καράβι με περίμενε στο γραφείο του ο καπετάνιος να με καλωσορίσει και να μου εξηγήσει, τι ακριβώς θα κάνω. Στο τέλος όμως, δεν παρέλειψε να μου πει: “Γυναίκα μού έστειλε η εταιρεία, εγώ όμως άντρα ήθελα, να μπορεί να κάνει και κανένα ματσακόνι, όχι να φοβάται μην σπάσει το νύχι του”. Πηγαίνοντας στην καμπίνα μου και νιώθοντας ανεπιθύμητη, έβαλα τα κλάματα. Δεν ήθελα να βγάλω τα πράγματα από τη βαλίτσα μου»…
Κάπως έτσι ξεκίνησε η ζωή στο καράβι για την ανθυποπλοίαρχο Ευθυμία Αλεξού, όπως η ίδια την αφηγείται στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Έγινε …Θύμιος για να επιβιώσει στο καράβι
«Είπα μέσα μου, εγώ θα κάνω αυτό που αγαπώ και δεν θα με εμποδίσει κανείς. Θα του αποδείξω, πως μπορώ να κάνω ό,τι κι ένας άντρας κι έτσι έγινε. Κάθε μέρα για τους επόμενους πέντε μήνες ήμουν σε ένα καράβι, μόνη μου με άλλους 20 άντρες. Δεν σταμάτησα ποτέ να σκέφτομαι αυτή την πρώτη μέρα και κάθε μέρα, να του αποδεικνύω πως ήμουν η καλύτερη επιλογή. Φυσικά και όταν έφυγα, μου φώναζε ο καπετάνιος από τη βαρδιόλα του καραβιού: Θύμιο καλή επιστροφή!», εξηγεί η Ευθυμία, που έγινε …Θύμιος, για να υπηρετήσει αυτό που αγαπά.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι της, από αυτό το πρώτο ταξίδι, με το αλάτι ακόμα στο δέρμα, στα μαλλιά και στη γεύση, ήταν όλα πλέον διαφορετικά. «Όταν γύρισα στο σπίτι, μού είχαν λείψει όλα, ακόμη και η μυρωδιά του σπιτιού μου. Αχ αυτή η μυρωδιά της λαμαρίνας… ακόμη και σήμερα με ανατριχιάζει… μού είχε λείψει ο ύπνος χωρίς ξυπνητήρι, γιατί έπρεπε πάντα να είμαι στην ώρα μου στη γέφυρα και να κάνω τη βάρδιά μου. Μού είχε λείψει να κοιμάμαι με ησυχία και να μην ακούω τη μηχανή του καραβιού, να μπορώ να κοιμάμαι ήρεμα και όχι όταν έχει καιρό να δένομαι με ιμάντες, για να μην πέσω από το κρεβάτι», λέει χαρακτηριστικά.
Όπως η ίδια επισημαίνει, «πρέπει σ’ αυτό το επάγγελμα να έχεις πολλά αποθέματα ψυχής για να συνεχίσεις. Από τη στιγμή που μπαίνεις στο καράβι, ο χρόνος σταματά. Αφήνεις πίσω σου ό,τι αγαπάς για πολλούς μήνες. Ο χρόνος μέσα δεν περνάει. Δύσκολες καταστάσεις, θαλασσοταραχές, ατελείωτες ώρες δουλειάς και μοναξιά. Η πιο δύσκολη στιγμή όμως, είναι όταν πρέπει να αποχωριστείς τους δικούς σου ανθρώπους, την οικογένειά σου, τους φίλους σου. Δεν ξεχνάω τη στιγμή του “αντίο”. Αυτό το συναίσθημα είναι βαθιά χαραγμένο στην ψυχή μου».
Τα μάτια της καπετάνισσας λάμπουν, όταν αναφέρεται σε ένα περιστατικό που σημειώθηκε σε ταξίδι στη Ρωσία, χειμώνα. «Το κρύο εκεί δεν είναι όπως εδώ στην Ελλάδα. Φτάνοντας στο λιμάνι, βράδυ, τρεις τα ξημερώματα, πήγαμε όπως κάθε φορά, στην πλώρη για να δώσουμε τους κάβους έξω, ώστε να δέσει το πλοίο. Βγαίνοντας έξω, η ανάσα μου πάγωσε, η θερμοκρασία ήταν -15. Το σοκ που υπέστη το σώμα μου ήταν απερίγραπτο. Δεν μπορούσα να κουνήσω τα χέρια μου και να ακουμπήσω τα σχοινιά του πλοίου. Όμως έπρεπε να πιάσουμε τα σχοινιά και να δέσουμε γρήγορα, γιατί η χιονοθύελλα ήταν ασταμάτητη. Η πρόσδεσή μας στο λιμάνι κράτησε 3 ώρες. Τις επόμενες μέρες ανέβασα πυρετό και μη έχοντας γιατρό στο πλοίο, πέρασα τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής μου», εκμυστηρεύεται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Οι πειρατείες και το SOS από το «Norman Atlantic»
Μνήμες και εικόνες ζωντανές από κάθε ταξίδι έχουν «φωλιάσει» στην ψυχή της. Αναφερόμενη στον φόβο που έχει νιώσει στα ταξίδια της, εξιστορεί: «Όταν πλέαμε στην Αδριατική θάλασσα το 2014. Ο καιρός ήταν πολύ κακός και φυσούσαν δυνατοί άνεμοι. Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε σταθερή ταχύτητα. Ήμασταν κοντά στο επιβατικό πλοίο “Norman Atlantic”, στο οποίο ξέσπασε φωτιά και ακούγαμε στον ασύρματο να εκπέμπει SOS και να ζητάει διάσωση. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη μέρα εκείνη, καθώς όλο το πλήρωμα του καραβιού, ήταν συνεχώς στην γέφυρα του πλοίου και ακούγαμε στον ασύρματο με αγωνία την εξέλιξη της κατάστασης. Υπάρχουν όμως και οι πειρατείες, που είναι ένας πραγματικός κίνδυνος για τους ναυτικούς που διέρχονται κυρίως από την Αφρική και την Ερυθρά θάλασσα. Παρ’ όλα αυτά, το πλοίο αν λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, θεωρώ ότι είναι αδύνατο να αντιμετωπίσει περιστατικά ομηρίας».
«Δυο μήνες κάναμε να μιλήσουμε με τον καπετάνιο σύζυγό μου»
Η Ευθυμία Αλεξού γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε καπετάνιο και, όπως αναφέρει, «μέσα από τα μάτια του αντανακλάται ο εαυτός μου, η δική μου θάλασσα. Είμαι πολύ τυχερή που ο άντρας μου είναι καπετάνιος. Είμαι πάντοτε δίπλα του σε όλα να τον στηρίζω, γιατί κι εγώ ξέρω πώς είναι να λείπεις πολλούς μήνες από το σπίτι σου και να σου λείπουν όσα αγαπάς. Ποτέ όμως, δεν τον πάω στο αεροδρόμιο για να φύγει και δεν νομίζω να βρω ποτέ τη δύναμη να το κάνω», υπογραμμίζει και εξηγεί πως ταξίδευαν παράλληλα και δεν είχαν τηλέφωνο κι έφτασαν στο σημείο να κάνουν να επικοινωνήσουν δύο μήνες.
Η Ευθυμία Αλεξού έχει ως προτεραιότητά της πλέον να δημιουργήσει τη δική της οικογένεια. Έτσι, πήρε την απόφαση να «ρίξει άγκυρα» στη Θεσσαλονίκη. Εργάζεται σε ναυτιλιακή εταιρεία και όπως εξομολογείται, προς το παρόν «το κεφάλαιο του να ταξιδεύω έχει κλείσει, αλλά η αγάπη για τη θάλασσα δεν θα σταματήσει ποτέ».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Χατζηγεωργίου