Η περίπτωση Κανελλόπουλου προκαλεί ανησυχία για ακροδεξιές παραφυάδες στο δικαστικό σώμα

Έγκριτοι νομικοί επισημαίνουν το φαινόμενο – Ποια πρέπει να είναι η απάντηση της Δημοκρατίας

Φίλιππος Δεργιαδές
η-περίπτωση-κανελλόπουλου-προκαλεί-α-993690
Φίλιππος Δεργιαδές

Στη Βουλή κατατέθηκε χθες η νέα τροπολογία «φρένο» στο κόμμα Κασιδιάρη, αλλά όπως τονίζουν έγκριτοι νομικοί, που έχουν ασχοληθεί με την εγκληματική δράση των νεοναζί, προέχει η πολιτική και κοινωνική αντιμετώπιση του φαινομένου ενώ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για υπαρκτή παρουσία νοσταλγών ή οπαδών των ταγμάτων εφόδου, στο δικαστικό σώμα.

Η «ντρίπλα» του νεοναζί Κασιδιάρη με την τοποθέτηση στην προεδρία του κόμματος Εθνικό Κόμμα – Έλληνες, του επίτιμου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αναστάσιου Κανελλόπουλου, προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες του νόμου, που απαγορεύει τη συμμετοχή στις εκλογές, κομμάτων, στα οποία συμμετέχουν ως ηγετικά στελέχη, πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για συμμετοχή ή διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, όπως ο πρώην βουλευτής της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής που εκτίει ποινή φυλάκιση 13 ετών, όπως ήταν αναμενόμενο αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τις σχέσεις της δικαστικής εξουσίας με νοσταλγούς της χούντας ή οπαδούς της ναζιστικής ιδεολογίας.

Η νέα τροπολογία που κατατέθηκε χθες και θα περάσει από τη Βουλή την Μεγάλη Τρίτη, στις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή των κομμάτων στις εκλογές , αναφέρει πως πρέπει «η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η κρίση περί του ότι η δράση του πολιτικού κόμματος δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη, λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος δύναται να λάβει χώρα μόνο όταν υφίσταται καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό υποψηφίων βουλευτών ή ιδρυτικών μελών ή διατελεσάντων προέδρων για τα αδικήματα των άρθρων 134, 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα».

Δηλαδή, ο επίτιμος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αναστάσιος Κανελλόπουλος, που έχει διοριστεί από τον Η. Κασιδιάρη επικεφαλής του κόμματος «Έλληνες», θα παρουσιαστεί στις 5 Μαΐου, στην ολομέλεια των «συναδέλφων» του αρμόδιου Τμήματος Α1 του Αρείου Πάγου, προκειμένου να τους πείσει για τη νομιμότητα του κόμματος Κασιδιάρη.

Ωστόσο πολλοί πολίτες, μετά το σάλο που έχει ξεσπάσει λόγω της παρουσίας ενός ανώτατου δικαστικού στην ηγεσία ενός ακροδεξιού πολιτικού μορφώματος, αναρωτιούνται αν η κρίση κάποιων δικαστών «θολώνει» έναντι της δράσης της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και αν κάποιοι εκ των δικαστών πολιτικά ασπάζονται τα προτάγματα και της ιδέας της φασιστικής δεξιάς ή της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας.

Όπως αναφέρουν έγκριτοι νομικοί που παρακολουθούν στενά τα σχετικά πολιτικά γεγονότα, το δικαστικό σώμα δεν διαφέρει από την ελληνική κοινωνία η οποία σε σημαντικό ποσοστό ασπάζεται ακραίες απόψεις και στις εκλογές του 2015, να θυμίσουμε δύο φορές, είχε κατατάξει τρίτη πολιτική δύναμη στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, την νεοναζιστική Χρυσή Αυγή με 18 βουλευτές.

Ο δικηγόρος πολιτικής αγωγής στην δίκη της Χρυσής Αυγής, Θανάσης Καμπαγιάννης, τονίζει στην Parallaxi πως η παρουσία ακροδεξιών στοιχείων στο δικαστικό σώμα είναι υπαρκτή. «Το ότι υπάρχει ακροδεξιό ρεύμα μέσα στους δικαστές είναι αυτονόητο και φαίνεται ούτως ή άλλως από το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος ανώτατος εισαγγελέας έχει δεχτεί να κάνει τον συγκεκριμένο χειρισμό που είναι προφανής», τονίζει αναφερόμενος στις επιλογές του Αναστάσιου Κανελόπουλου.

Όταν η δικαστική εξουσία λειτουργεί με όρους βαθέως κράτους.

Ανάλογη είναι η θέση και του δικηγόρου, διδάκτορα νομικής του ΑΠΘ, και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Χαράλαμπου Κουρουνδή, που τονίζει πως η ύπαρξη ακροδεξιών στοιχείων στο δικαστικό σώμα είναι εμφανής και φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις, στις οποίες η δικαστική εξουσία λειτουργεί με όρους βαθέως κράτους.

Όπως τονίζει, αυτό «φαίνεται σε υποθέσεις όπου εμπλέκεται η αντιτρομοκρατική υπηρεσία, φάνηκε στην αγόρευση της εισαγγελέως στη δίκη της Χρυσής Αυγής αλλά και στην ολιγωρία αντιμετώπισης της ΧΑ, την περίοδο 2012 και πιο πριν αλλά και από την εγρήγορση που δείχνει όταν πρόκειται για υποθέσεις από την πλευρά των αναρχικών ή της άκρας αριστεράς, όπου η άνιση μεταχείριση είναι πρόδηλη».

Σε ότι αφορά την νομική αντιμετώπιση των ακροδεξιών και «την τοποθέτηση του πρώην αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου ως αχυρανθρώπου του Η. Κασιδιάρη», τονίζει πως «το θέμα πλέον παίρνει τα χαρακτηριστικά μίας ενδοκρατικής σύγκρουσης και διαμάχης, όπου από την μία πλευρά είναι η κυβέρνηση που κινείται κυρίως λόγω πολιτικής συγκυριακής σκοπιμότητας και προωθεί τη ρύθμιση και από την άλλη υπάρχει μία αντίδραση που προέρχεται από τους κόλπους του βαθέως κράτους. Εξάλλου στην κυβέρνηση με την δικαστική εξουσία και την ηγεσία του Αρείου Πάγου, υπάρχει μία κομματική στοίχιση».

Στο ερώτημα, αν επαρκούν οι νομικές ρυθμίσεις κατά της ακροδεξιάς, τονίζει πως «το φαινόμενο κυρίως είναι πολιτικό και κοινωνικό, αλλά δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε δικαστικές αποφάσεις, όπως στη δίκη της Χρυσής Αυγής, που είναι εξαιρετικά σημαντική» ενώ σημειώνει ότι κεντρικό ρόλο παίζει η παρέμβαση του αντιφασιστικού κινήματος, που «στη δίκη της ΧΑ, έσπασε το χάιδεμα και την προστασία των νεοναζί από τους δικαστικούς θεσμούς».

Τακτικισμοί της ακροδεξιάς και η απάντηση της δημοκρατίας.

Κατά τον ομότιμο καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου και πρώην υπουργού Δικαιοσύνης, Νίκο Παρασκευόπουλο, επίσης, το πρόβλημα με την ακροδεξιά είναι πρωτίστως πολιτικό και κοινωνικό, και όχι κυρίως νομικό.

Όπως τονίζει «η δύναμη της ακροδεξιάς στην Ελλάδα σήμερα δεν είναι ούτε καθεστωτική  ούτε πολιτικά επικρατούσα: Χάρη σε ιστορικούς αγώνες έχουμε αποκτήσει και ανακτήσει δημοκρατικό πολίτευμα. Ωστόσο η δύναμη αυτή της ακροδεξιάς δεν είναι ανύπαρκτη ή ασήμαντη κοινωνικά. Παρά την αναγνώριση του χαρακτήρα της εγκληματικής οργάνωσης για τη Χρυσή Αυγή και την καταδίκη των πρωτοπαλίκαρών της, προσπαθεί αυτή να βρει και να εκμεταλλευτεί νέους τρόπους για  είσοδο στο κοινοβουλευτικό προσκήνιο, το οποίο θα της προσφέρει ευκαιρίες άσκησης προπαγάνδας και οικονομική στήριξη.

Στη σημερινή συγκυρία μέθοδος και εργαλείο της είναι ο τακτικισμός του καταδίκου Η. Κασιδιάρη, με την προσφυγή σε παρένθετο ή σε παρένθετους ηγέτες».

Στο ερώτημα «πώς θα αντιδράσει η Δημοκρατία;», ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, σημειώνει τα εξής:

«Πρέπει να αποφύγει δυο παγίδες: Πρώτη, να περιοριστεί και η ίδια σε ένα αντίστροφο τακτικισμό, θεωρώντας ότι κάποιες απαγορεύσεις είναι επαρκείς για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος. Δεύτερη, να σπεύσει να υιοθετήσει ανέμελα ή εν γνώσει θεσμούς, που θα ελέγχουν τη σκέψη και τις ιδέες, ώστε να αποφύγουμε ομοϊδεάτες των ακροδεξιών να παραστήσουν τους άσχετους όσο αυτοί είναι επίδοξοι και να αποκαλύψουν αργότερα ιδέες, φιλίες και νταηλίκια.

Η κύρια προσπάθεια αναχαίτισης πρέπει να αναπτυχθεί στην παιδεία, στους κοινωνικούς χώρους, στην πολιτική, και να υπηρετηθεί θεσμικά από τη Δικαιοσύνη. Οι νόμοι και οι τροπολογίες πρέπει να είναι έσχατα μέσα παρέμβασης, ευθυγραμμισμένα με το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα