Η ζωή των Ουκρανών εφήβων που άλλαξε για πάντα

«Ποιος θα μου επιστρέψει την κλεμμένη μου ζωή;» Τρεις νέοι εξιστορούν τα όσα βίωσαν.

Parallaxi
η-ζωή-των-ουκρανών-εφήβων-που-άλλαξε-γι-919383
Parallaxi

Καθώς ο άμαχος πληθυσμός απομακρύνθηκε από την πολιορκημένη πόλη της Μαριούπολης, τρεις νέοι αφηγούνται την τρομακτική αποδρασή τους και το πώς η ζωή δεν θα είναι ξανά η ίδια.

Veronica, 19

Οι μήνες πριν τον πόλεμο ήταν οι καλύτεροι της ζωής μου. Ήμουν δευτεροετής φοιτήτρια και οι επιδόσεις μου ήταν άριστες στα μαθήματα. Αλλά αυτό που πραγματικά έδωσε πραγματικό νόημα στη καθημερινότητά μου ήταν η ενασχόληση με το χόκεϊ επί πάγου.

Ήταν ο λόγος που ξυπνούσα κάθε πρωί. Ο προπονητής της ομάδας μου, στις 23 Φεβρουαρίου μάλιστα, μου μίλησε για το σχέδιο δημιουργίας μιας γυναικείας ομάδας χόκεϊ με σκοπό να φτάσουμε στο επαγγελματικό πρωτάθλημα. Εκείνο το βράδυ πήγα για ύπνο τόσο χαρούμενη, ανυπομονώντας να ξημερώσει η επόμενη μέρα.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα στις 5.30 το πρωί νομίζοντας πως χτύπησε το ξυπνητήρι μου, ενώ στην πραγματικότητα ήταν οι εκρήξεις αυτές που με σήκωσαν. Το κρεβάτι μου έτρεμε από την αναταραχή του βομβαρδισμού.

Η μητέρα μου και εγώ βγήκαμε από τα υπνοδωμάτια μας, χωρίς να έχουμε καταλάβει ακριβώς τι συνέβη. Αρχικά ήμασταν μαζί περιμένοντας να τελειώσουν όλα, άλλα ο βομβαρδισμός έγινε χειρότερος. Έτσι, ετοιμάσαμε βιαστικά μια βαλίτσα και σπεύσαμε στο υπόγειο του παππού και της γιαγιάς μου. Με το που μπήκα στο υπόγειο συνειδητοποίησα πως η ζωή που είχα θα άλλαζε οριστικά.

Εκείνη την ημέρα, όλα τα κομμάτια της ζωής μου, το χόκεϊ, η δουλειά, οι φίλοι μου και η σχέση μου, είχαν σταματήσει να υπάρχουν. Για αυτόν τον λόγο, πιθανώς, να μην αισθάνομαι πλέον τίποτα, έχω σταματήσει να φοβάμαι, να πονάω, να έχω θυμό, αλλά και επιθυμία να ζήσω. Νιώθω σαν να έχω πεθάνει στις 5.30 το πρωί της 24ης Φεβρουαρίου.

Δεν υπήρχε τίποτα πέρα από σκόνη στο υπόγειο. Δεν είχαμε εξαερισμό και νερό, ενώ ο ηλεκτρισμός σταμάτησε μετά από λίγο. Οι τέσσερις μας μοιραζόμασταν ένα ψωμί και ένα γλυκό την ημέρα. Το κτίριο κουνιόταν λόγω των συνεχών εκρήξεων. Δεν είχαμε τηλεφωνική πρόσβαση. Ένιωθα σαν να βρισκόμουν σε ένα υπόγειο κουτί, έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου.

Σύντομα αρχίσαμε να ακούμε νέους ήχους. Δεν καταλάβαμε αμέσως πως τα ρωσικά αεροσκάφη έριχναν βόμβες. Μπορέσαμε να διατηρήσουμε τροφή μέχρι τις 8 Μαρτίου, όπου επιβιώναμε μόνο με μουχλιασμένο ψωμί. Υπήρξαν φορές όπου οι μεγαλύτεροι ανέβαιναν για να κοιτάξουν το φως του ουρανού, αλλά εμένα δεν μου επέτρεπαν. Όταν χιόνισε ήταν μια καλή στιγμή, καθώς μπορούσαμε να φάμε και να πιούμε το χιόνι. Ωστόσο, μέχρι τότε ήμουν τελείως αφυδατωμένη και δεν ένιωθα το αίσθημα της πείνας και της δίψας.

Σε εμένα και την μητέρα μου, μας δόθηκε η ευκαιρία να μετακινηθούμε από την αριστερή πλευρά της όχθης προς το κέντρο της πόλης, όπου τα πράγματα ήταν λίγο πιο ασφαλή. Αποχαιρετήσαμε τους παππούδες μας, καθώς οι ίδιοι δεν μπορούσαν να μας ακολουθήσουν. Από εκείνη τη στιγμή δεν έχουμε νέα τους.

Στις 8 Μαρτίου κρυφτήκαμε σε μια αποθήκη που βρισκόταν στην αριστερή όχθη. Η πείνα, η δίψα και το κρύο συνεχίστηκαν και προσπαθήσαμε να μην υποκείψουμε στη μαζική υστερία. Υπήρχε κοντά μας μια αγορά και τρέξαμε προς τα εκεί, την ίδια στιγμή που οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν με την ελπίδα να βρούμε απομεινάρια λαχανικών ανάμεσα στα ερείπια και τα φλεγόμενα αυτοκίνητα. Ρισκάραμε τις ζωές μας για σάπια λαχανικά.

Στις 14 Μαρτίου συνειδητοποιήσαμε ότι δεν μπορούσαμε να επιβιώσουμε με την ελάχιστη ποσότητα τροφής και νερού που μπορούσαμε να βρούμε και για αυτό αποφασίσαμε να φύγουμε. Έτσι βρήκαμε κάποιον με αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε έξω από την πόλη. Για έμενα σε αυτό το σημείο της ζωής μου το να πεθάνω σε μια αποθήκη, είτε στη μέση του δρόμου από τη Μαριούπολη, ήταν ακριβώς το ίδιο. Λίγες μέρες αργότερα πληροφορηθήκαμε πως η περιοχή στην οποία κρυβόμασταν είχε ολικώς καταστραφεί.

Τελικά, φτάσαμε στη Zaporizhzhia, όπου υπήρχε ασφάλεια. Στη συνέχεια πήγαμε στο Lviv και τώρα καταλήξαμε σε ένα μικρό ορεινό χωριό.

Πέρα από την μητέρα μου, δεν γνωρίζω που βρίσκεται η υπόλοιπη οικογένειά μου. Το σπίτι των παππούδων μου ισοπεδώθηκε και το διαμέρισμα της οικογένειάς μας πιθανότατα καταλαμβάνεται από τη τσετσενική πολιτοφυλακή, η οποία συνεργάζεται με τους Ρώσους. Τρέμω στη σκέψη του να πειράζουν τις παιδικές μου φωτογραφίες ή τον εξοπλισμό του χόκεϊ.

Ποιος ευθύνεται για αυτό; Ποιος θα απολογηθεί; Ποιος θα μου επιστρέψει την κλεμμένη μου ζωή; Ακριβώς όπως την πατρίδα μου, νιώθω πως δεν υπάρχω πια. Έχω σοβαρά δερματικά προβλήματα εξαιτίας της έλλειψης υγιεινής και η σκόνη στο υπόγειο ευθύνεται για τη δυσκολία μου στην αναπνοή. Δεν έχω πλέον κανονική σχέση με το φαγητό.

Θα μπορούσα να γίνω πρόσφυγας, αλλά πραγματικά το μόνο που εύχομαι είναι να βρεθώ έξω από την πόρτα του δικού μου σπιτιού, που ξέρω πως δεν θα ανοίξω ξανά ποτέ. Αν και είμαστε ασφαλείς προς το παρόν, δεν θα συνέλθω ποτέ από αυτή τη τραυματική εμπειρία, θα με κυνηγάει για όλη μου τη ζωή.

Yegor, 15

Στις 24 Φεβρουαρίου ο στρατιωτικός νόμος σήμανε το κλείσιμο των σχολείων. Η οικογένειά μου δεν πήρε πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο του πολέμου, αλλά αποφασίσαμε να μαζέψουμε τα πραγματά μας και να μετακομίσουμε στο κέντρο της Μαριούπολης όπου βρισκόταν το σπίτι της γιαγιάς μου.

Με την άφιξή μας στο κέντρο, η κατάσταση κυλούσε καλά. Εμείς δεν μπορούσαμε να ακούσουμε πυροβολισμούς, αλλά οι φίλοι μου στην αριστερή όχθη μου έστελναν ηχητικά μηνύματα με ήχους όπλων. Λίγες μέρες αργότερα ξεκίνησαν να πυροβολούν κοντά στην περιοχή μας. Μπορούσαμε να νιώσουμε καθημερινά πως οι Ρώσοι πλησίαζαν όλο και περισσότερο.

Στις 2 Μαρτίου χάσαμε την πρόσβαση σε ρεύμα, νερό και επικοινωνία. Οι γεννήτριες σταμάτησαν να λειτουργούν, ενώ ακόμη και η προσπάθεια λειτουργίας των σειρήνων των αεροπορικών επιδρομών ήταν αποτυχής. Τρεις μέρες αργότερα, η θέρμανση κόπηκε και αρχίσαμε να κρυώνουμε πολύ. Κοιμόμασταν όλοι στο ίδιο κρεβάτιμ, για να παραμένουμε ζεστοί.

Η μαμά μαγείρεψε φαγητό στην αυλή της πολυκατοικίας. Δεν είχαμε ούτε ψωμί: Φτιάχναμε λουκουμάδες από νερό, αλεύρι και αλάτι και μαγειρεύαμε σούπες χωρίς κρέας. Νερό δεν υπήρχε.

Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται περισσότερο επικίνδυνα. Πολλοί άνθρωποι, ανάμεσά τους και συνομήλικοί μου, ξεκίνησαν να καταφτάνουν από την αριστερή όχθη. Υπήρξε κάποια στιγμή που μια βόμβα διασποράς που εξερράγη σε απόσταση 20 μέτρων από εμένα. Οι Ρώσοι ισχυρίζονται πως χτύπησαν μόνο στρατιωτικούς στόχους, ωστόσο τα αμέτρητα πτώματα στους δρόμους έχουν να δώσουν μια άλλη εκδοχή.

Φύγαμε από την πόλη στις 16 Μαρτίου. Καθώς διασχίζαμε οδικώς την Μαριούπολη, τα μόνα πράγματα που στέκονταν ακόμα ήταν ερείπια και κατεστραμμένα κτίρια. Υπήρχε παντού μαύρος καπνός. Αποφασίσαμε να φύγουμε χωρίς να έχουμε πληροφορίες αναφορικά με τον «πράσινο διάδρομο», καθώς κανείς στην Μαριούπολη δεν γνώριζε για αυτές τις διαδρομές, με αποτέλεσμα να βρεθούμε ανάμεσα σε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων που προσπαθούσαν να αποδράσουν.

Χρειάστηκε εννιά ώρες για να διανύσουμε είκοσι χιλιόμετρα ώστε να βγούμε έξω από την πόλη. Μπορούσαμε να αντικρίσουμε ατελείωτες σειρές από τανκς, τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, λεωφορεία και αυτοκίνητα, που επέβαιναν Τσετσένοι και εμφάνιζαν το γράμμα Ζ, το οποίο, κατά τους Ρώσους, συμβολίζει τον πόλεμο.

Μετά από δύο μέρες κατευθυνθήκαμε προς το Ντνίπρο. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής συναντήσαμε 15 ρώσικα σημεία ελέγχου. Σταματούσαν τους πάντες και απαιτούσαν τη διαγραφή φωτογραφιών που απεικόνιζαν τη κατεστραμμένη Μαριούπολη. Ήθελαν να δώσουν την εντύπωση ότι δεν θα ενοχλούσαν τον άμαχο πληθυσμό. Ανάγκασαν τη μαμά μου να τους δείξει τη συλλογή φωτογραφιών του κινητού της και αφαίρεσαν τις κάρτες μνήμης των κάμερων του αυτοκινήτου.

Πλέον έχουμε ξαναβρεθεί με τους παππούδες μας. Το κλίμα στο σπίτι είναι ζεστό και άνετο. Έχουμε φως και αέριο. Τα πράγματα είναι ήσυχα προς το παρόν. Ωστόσο, γνωρίζω καλά πως ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει. Κάθε γενιά έχει και τα δεινά της. Οι παππούδες μας έζησαν τον πόλεμο και τώρα ήρθε η σειρά μας να τον μάθουμε και εμείς.

Edik, 15

Στην οικογένειά μας όλοι ακούμε τον πατέρα μου. Ήμασταν πάντα εναντιον της Ουκρανίας και σταθερά στο πλευρό του Πούτιν. Ο μπαμπάς μου θεωρεί ότι ο Πούτιν ανύψωσε τη Ρωσία και νοιάζεται για όλους τους ανθρώπους της.

Είχα τη ζωή ενός συνηθισμένου εφήβου, σπούδαζα και έβγαινα με τις παρέες μου. Τον Φεβρουάριο όλοι ξεκίνησαν να μιλούν για πόλεμο, αλλά εγώ δεν το πίστευα, με ενδιέφεραν περισσότερο οι σχολικές μου εργασίες.

Στις 24 Φεβρουαρίου οι βόμβες άρχισαν να προσγειώνονται στη Μαριούπολη και οι γονείς μου αποφάσισαν να μαζέψουμε τα πράγματά μας. Τις πρώτες μέρες στερηθήκαμε το ρεύμα, νερό, φυσικό αέριο, αλλά και την επικοινωνία. Τη δεύτερη μέρα ένας πύραυλος κατέστρεψε το σχολείο μας.

Όταν έγινε έκρηξη εκεί κοντά, κατεβήκαμε στο υπόγειο. Μείναμε εκεί για 20 μέρες και διαρκώς αγωνιούσαμε για να μείνουμε ζωντανοί. Μερικές φορές πηγαίναμε στο σπίτι και παίρναμε πράγματα από το διαμέρισμά μας. Τρέχαμε και ξαπλώναμε στο πάτωμα για να μην μας πυροβολήσουν.

Μεταξύ 9 και 12 Μαρτίου, το κτίριο άρχισε να δέχεται απευθείας χτυπήματα. Ήταν τρομακτικό. Οι γονείς μας ήταν ανήσυχοι. Μια μέρα ο μπαμπάς πήγε πάνω και ένας πύραυλος πέταξε στο διπλανό διαμέρισμα. Το ωστικό κύμα τον κώφωσε και τα τύμπανα των αυτιών του έσκασαν, αλλά ήταν τυχερός. Αργότερα το κτίριο μας κάηκε ολοσχερώς. Χάσαμε τα πάντα.

Στις 16 Μαρτίου, στρατιώτες από την αυτοαποκαλούμενη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντόνετσκ ήρθαν για να μας σώσουν. Ενημερωθήκαμε πως στο διπλανό κτίριο υπήρχαν Ουκρανοί ελεύθεροι σκοπευτές που σκότωναν τους πάντες. Μας διαβεβαίωσαν ότι θα μας έσωζαν από τους Ουκρανούς, που προφανώς είχαν καταλάβει τα πάντα. Είπαν ότι η ρωσική αεροπορία θα χτυπήσει σύντομα τα σπίτια μας για να καταστρέψει τους Ουκρανούς εθνικιστές. Μας έβγαλαν έξω και, όταν φύγαμε από τη γειτονιά μας, είδαμε μαύρο καπνό να υψώνεται πάνω από τις πολυκατοικίες.

Από εκεί μας οδήγησαν στο Bezymennoye, 30 χιλιόμετρα από τη Μαριούπολη, όπου μας έδωσαν φαγητό και ρούχα. Τώρα βρισκόμαστε στο Γιαροσλάβλ, βορειοανατολικά της Μόσχας και περιμένουμε να εγκατασταθούμε κάπου.

Πιστεύω ότι οι Ουκρανοί είναι ένοχοι και προκάλεσαν τα βάσανα όλων στο υπόγειό μας. Πυροβόλησαν εις βάρος αμάχων, σκότωναν ανθρώπους τη νύχτα και η Ρωσία μας έσωσε. Αν δεν ήταν η Ρωσία, οι Ουκρανοί θα είχαν κατέβει και θα μας είχαν πυροβολήσει όλους.

Όταν η Λαϊκή Δημοκρατία του Ντόνετσκ πολιορκήσει τη Μαριούπολη και ξαναχτίσει τα πάντα, θα επιστρέψω σπίτι. Θα ήταν υπέροχο να μπορέσω να επιστρέψω στον τόπο που γεννήθηκα.

ΠΗΓΗ: The Guardian

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα