Κλονίζεται διαρκώς η εμπιστοσύνη στους δημοσιογράφους στην Ελλάδα
Όσα λέει το κοινό και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι
Η αποκαλυπτική έρευνα από τη Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης & Αγοράς του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (Αρ. Μητρώου ΕΣΡ 55) για λογαριασμό το iMEdD – incubator for Media Education and Development
Ανάλυση: Κέλλυ Κική Δημοσιογράφος Δεδομένων – Project Manager iMEdD Lab
Το πρόβλημα της απώλειας της εμπιστοσύνης στον Τύπο είναι, φυσικά, διεθνές και έχει ήδη αποκτήσει χαρακτηριστικά διαχρονικότητας. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, για την οποία μπορούμε να μιλήσουμε και βιωματικά, το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τους φορείς της ενημέρωσης είναι, θα λέγαμε, μια εμπεδωμένη κατάσταση –τόσο που είναι κανείς να αναρωτιέται εάν η ανάδειξή του εντυπωσιάζει κανέναν άλλο, εάν αγωνιά για την αντιστροφή των δεδομένων κάποιος άλλος, εκτός από τους ίδιους τους λειτουργούς της δημοσιογραφίας, όταν και εκείνοι το κάνουν. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τη χρήση του χαρακτηρισμού «τέταρτη εξουσία» στον δημόσιο λόγο: το σημαίνον που κάποτε μπορεί να δήλωνε τον αυτόνομο και ελεγκτικό, προς το δημόσιο συμφέρον, ρόλο των μέσων ενημέρωσης, προ πολλού πλέον χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει χλευαστικά μια κλαδική ισχύ προερχόμενη όχι από τον έλεγχο των εξουσιών αλλά, αντιθέτως, από τη διαπλοκή της βιομηχανίας της ενημέρωσης με αυτές.
Και έπειτα έρχονται, συχνά πυκνά, τα νούμερα: στην ετήσια έρευνα αναφοράς για την εμπιστοσύνη στις ειδήσεις, στην Έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο (Digital News Report) του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, το 2022 η Ελλάδα διατηρεί τα παραδοσιακά χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης του κόσμου στις ειδήσεις και, επίσης, έρχεται τελευταία, σε σύνολο 46 χωρών, ως προς τα ποσοστά των πολιτών που πιστεύουν ότι τα μέσα ενημέρωσης είναι, αφενός, ανεξάρτητα από αθέμιτες πολιτικές επιρροές (7%) και, αφετέρου, ανεξάρτητα από αθέμιτες επιχειρηματικές επιρροές (8%). Έτσι, η άποψη του κοινού, όπως αποτυπώνεται στην Έκθεση, «συμπληρώνει» την ετήσια μελέτη των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα η οποία φέρνει την Ελλάδα στην 108η θέση ως προς την ελευθερία του Τύπου, σε σύνολο 180 χωρών παγκοσμίως.
Κατά συνέπεια, μια εγχώρια έρευνα για την εμπιστοσύνη του κοινού στη δημοσιογραφία θα μπορούσε κανείς να τη θεωρήσει έργο καθ’ υπερβολή, εκ του περισσού γενόμενο. Είναι, όμως, προφανές ότι στο iMEdD δεν αποφασίσαμε την εκπόνηση μιας τέτοιας έρευνας διερωτώμενοι στ’ αλήθεια τι θα αποκριθούν οι συμμετέχοντες σε ένα ερώτημα που έχει ήδη απαντηθεί. Ενόψει τότε της Διεθνούς Εβδομάδας Δημοσιογραφίας 2022, το αποφασίσαμε με τη σκέψη ότι προστιθέμενη αξία έχει να διερευνηθούν οι στάσεις και οι αντιλήψεις του κοινού για τη δημοσιογραφία παράλληλα με αυτές των ίδιων των λειτουργών της. Το αγαθό της ενημέρωσης το προσφέρουν, άλλωστε, κάποιοι, επειδή αποτελεί δικαίωμα όλων. Πώς αντιλαμβάνονται, λοιπόν, την ασκούμενη δημοσιογραφία οι ίδιοι οι φορείς της και πώς την εισπράττουν εκείνοι στους οποίους απευθύνεται;
Η πανελλαδικής κάλυψης έρευνα για την εμπιστοσύνη του κοινού στη δημοσιογραφία, η οποία διεξήχθη από τη Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, από την 1η έως τις 9 Σεπτεμβρίου 2022 με τη συμμετοχή 1.536 πολιτών, παρουσιάζεται μαζί με την αντίστοιχη έρευνα για την εμπιστοσύνη των ίδιων των δημοσιογράφων στη δημοσιογραφία. Και έρχεται να αναδείξει σημεία σύγκλισης και απόκλισης των απόψεων και των εμπειριών όσων παράγουν και όσων προσλαμβάνουν το δημοσιογραφικό έργο.
Σε επίπεδο αξιών, το κοινό συντάσσεται με την άποψη των επαγγελματιών του χώρου: το 70,5% θεωρεί ότι η δημοσιογραφία αποτελεί λειτούργημα και, στη συντριπτική πλειονότητά του (89,5%), αποκρίνεται ότι η δημοσιογραφία είναι απαραίτητη για τη δημοκρατία. Ωστόσο, στην πράξη, και στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κρίσης της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς που προκύπτει και από την παρούσα έρευνα, οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με το ποσοστό δυσπιστίας απέναντί τους να φτάνει το 67,5% –συγκριτικά, πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο, μετά το ποσοστό δυσπιστίας απέναντι στα πολιτικά κόμματα, το οποίο ανέρχεται στο 77,5%.
Το έλλειμμα εμπιστοσύνης εκφράζεται προς κάθε κατηγορία μέσου ενημέρωσης, με την τηλεόραση να βρίσκεται στη χείριστη θέση (το 72% του κοινού τής δείχνει λίγη ή καθόλου εμπιστοσύνη), ακολουθούμενη από τις ιστοσελίδες (το 50% του κοινού δεν τις εμπιστεύεται). Μάλιστα, αυτό συμβαίνει τη στιγμή που ιστοσελίδες και ραδιοτηλεόραση είναι οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες μέσων ενημέρωσης, με ποσοστά προτίμησης του κοινού για την ενημέρωσή του 37% και 31% αντίστοιχα. Παράλληλα, επαναλαμβανόμενο εύρημα αποτελεί το ακόμη υψηλότερο ποσοστό δυσπιστίας ειδικά των νεότερων, όσων έχουν λάβει ανώτερη/ανώτατη εκπαίδευση και όσων, στον άξονα Αριστερά – Δεξιά, τοποθετούν εαυτούς στην Αριστερά και στο Κέντρο.
Ενδεικτικά, όταν το κοινό καλείται να κρίνει πώς καλύπτουν τα μέσα ενημέρωσης τέσσερα θέματα της επικαιρότητας, απαντά «ανεπαρκώς» κατά 62% για τον πόλεμο στην Ουκρανία, κατά 57% για την ενεργειακή κρίση, κατά 55% για την ακρίβεια και κατά 62,5% για την υπόθεση των υποκλοπών. Μάλιστα, ως προς την τελευταία, η οποία, αφενός, συνιστά δημοσιογραφική αποκάλυψη και, αφετέρου, περιλαμβάνει και δημοσιογράφους ως θύματα, το 34% του κοινού αποκρίνεται ότι καλύπτεται «σίγουρα ανεπαρκώς» και το 28,5% λέει «μάλλον ανεπαρκώς».
Η άποψη του κοινού παραμένει αμετάβλητη, όταν οι συμμετέχοντες ερωτώνται πόσο εμπιστεύονται συγκεκριμένα τους δημοσιογράφους: το 74% επί του συνόλου του δείγματος δηλώνει λίγη ή καθόλου εμπιστοσύνη και το ποσοστό αυτό επίσης αυξάνεται, όταν η ανάλυση εστιάζει στις νεότερες ηλικιακές ομάδες, στους απόφοιτους ανώτερης/ανώτατης εκπαιδευτικής βαθμίδας και σε όσους πολιτικά αυτοπροσδιορίζονται στο Κέντρο και αριστερά αυτού.
Αν και το κοινό θεωρεί τους δημοσιογράφους καλά καταρτισμένους (65%), στη συντριπτική πλειονότητά του (85%) πιστεύει ότι «επιχειρούν να χειραγωγήσουν τον κόσμο» και παράλληλα θεωρεί ότι «λογοκρίνονται από τους προϊσταμένους τους» (83,5%). Σημειωτέον ότι το τελευταίο στοιχείο επιβεβαιώνεται από τη δημοσιογραφική κοινότητα, δεδομένου ότι, ανάλογα με τα επιμέρους κίνητρα ή αιτίες των παρεμβάσεων, μόλις τρεις ή τέσσερις στους δέκα δημοσιογράφους δηλώνουν ότι δεν λογοκρίνονται «ποτέ» από ανώτερους ιεραρχικά.
Ωστόσο, η εικόνα που το κοινό έχει για το δημοσιογραφικό επάγγελμα φαίνεται ότι αποκλίνει από την εργασιακή πραγματικότητα που καταθέτουν οι επαγγελματίες: τη στιγμή που το 54% του κοινού πιστεύει ότι οι δημοσιογράφοι «είναι καλά αμειβόμενοι», το 55% των δημοσιογράφων λέει ότι δεν πληρώνεται πάντοτε στην ώρα του. Μάλιστα, το 28% των επαγγελματιών που συμμετείχαν στην έρευνα για την εμπιστοσύνη των δημοσιογράφων στη δημοσιογραφία δηλώνει ότι το μηνιαίο καθαρό εισόδημά του από το επάγγελμα δεν ξεπερνά τα 800 ευρώ και το 29% ότι αμείβεται με 801 έως 1.200 ευρώ καθαρά μηνιαίως.
Από την άλλη πλευρά, σχεδόν ταύτιση απόψεων μεταξύ κοινού και επαγγελματιών προκύπτει όταν το ερευνητικό ερώτημα είναι εάν στην Ελλάδα υπάρχει υπερβολική εξάρτηση, αφενός, των δημοσιογράφων και, αφετέρου, των μέσων ενημέρωσης από τις κυβερνήσεις ή/και τα κόμματα: θετικά αποκρίνεται (και) το κοινό, σε ποσοστά που ξεπερνούν το 90% σε κάθε περίπτωση. Μάλιστα, όταν τίθεται στους πολίτες, εν είδει διλήμματος, το ερώτημα εάν για την αύξηση της εμπιστοσύνης στη δημοσιογραφία αρκεί η υψηλότερη δυνατή επαγγελματική ακεραιότητα εκ μέρους των δημοσιογράφων ή εάν αρκεί να μην υπάρχει οποιαδήποτε παρέμβαση στο έργο τους, τότε οι πολίτες απαντούν κυρίως το δεύτερο (48%). Το 26,5% «στέκεται» στη μέση, ενώ το 19,5% θεωρεί ότι αρκεί η υψηλότερη δυνατή δημοσιογραφική ακεραιότητα.
Παράλληλα, όταν το κοινό καλείται να αξιολογήσει τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα ως προς την ελευθερία τους, την ανεξαρτησία τους και τον έλεγχο που ασκούν στην εξουσία, δίνει πολύ χαμηλή βαθμολογία κατά 47,5% στην ελευθερία του Τύπου, κατά 66,5% στην ανεξαρτησία του από την πολιτική εξουσία και κατά 65,5% στην οικονομική ανεξαρτησία του. Ωστόσο, το ίδιο το κοινό προδιαγράφει το μέλλον της βιωσιμότητας του κλάδου, όταν αποκρίνεται ότι: πρώτον, δεν διατηρεί ενεργή συνδρομή σε κάποιο έντυπο ή διαδικτυακό μέσο (90%). Δεύτερον, δεν θα συνέχιζε να διαβάζει τις ενημερωτικές ιστοσελίδες της προτίμησής του (70%), εάν από αύριο το πρωί αυτές ήταν συνδρομητικές. Τρίτον, δεν πιστεύει ότι το κοινό πρέπει να πληρώνει για το δημοσιογραφικό περιεχόμενο που καταναλώνει (68%) και, τέλος, τα ενημερωτικά διαδικτυακά μέσα πρέπει να αντλούν τα έσοδά τους από διαφημίσεις (74,5%).
Κάπως έτσι, δεν μπορεί να μην αναλογιστεί κανείς, για ακόμη μία φορά, τον φαύλο κύκλο της οικονομικής ανεξαρτησίας: πώς η δημοσιογραφία θα είναι ακέραια, βιώσιμη και αυθύπαρκτη, εάν δεν υποστηρίζεται παρά από το κοινό της; Και, από την άλλη, πώς μπορεί να περιμένει την υποστήριξη του κοινού, όταν δεν έχει την εμπιστοσύνη του; Αυτό το διττό ερώτημα, στο οποίο ασφαλώς καταλήγουν όλο και συχνότερα οι συζητήσεις για την ποιότητα της ενημέρωσης, δεν έχει απαντηθεί –και δεν απαντάται ούτε στις επόμενες σελίδες. Ελπίζουμε, όμως, οι ενότητες που ακολουθούν να συμβάλλουν στην εκκίνηση μιας ευρύτερης συζήτησης (αυτο)κριτικής και αναζήτησης διεξόδων από τον φαύλο κύκλο.
To ερώτημα εάν η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα μπορεί να φέρει κάποιον επαγγελματία του χώρου σε αμηχανία –καταρχάς επειδή συχνά είναι συζητήσιμο τι ακριβώς χαρακτηρίζεται ως «λειτούργημα» γενικά. Εάν συμφωνήσουμε ότι λειτούργημα αποτελεί το επάγγελμα με ευρύ και σοβαρό κοινωνικό ρόλο, το οποίο κανείς ασκεί αποστασιοποιημένος από το γεγονός του καταναγκασμού και χωρίς να στοχεύει μόνο στο ύψος της αμοιβής που αναλογεί στο προσφερόμενο κοινωνικό αγαθό, τότε ίσως γίνεται πιο ξεκάθαρο ποια είναι η αξιακή βάση του ερωτήματος.
Και πάλι, όμως, τι απαντά κανείς, όταν στην πράξη ασκεί τη δημοσιογραφία υπό συνθήκες που φέρνουν τη χώρα του τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά στην ελευθερία του Τύπου και στην 108η θέση παγκοσμίως, σε σύνολο 180 χωρών ανά τον πλανήτη; Τι αποκρίνονται όσοι και όσες δημοσιογραφούν σε μια εποχή που η απώλεια της εμπιστοσύνης στην ενημέρωση αποτελεί γενική ομολογία και που ο χαρακτηρισμός των μέσων ενημέρωσης ως «τέταρτη εξουσία» συχνά χρησιμοποιείται στον δημόσιο λόγο, όχι για να υπενθυμίσει κανείς ότι ο Τύπος ελέγχει τις εξουσίες για το δημόσιο συμφέρον, αλλά για να στηλιτεύσει τη διαπλοκή του με αυτές;
Δύσκολα θα μπορούσε να προβλέψει κανείς με ασφάλεια την απόκριση της δημοσιογραφικής κοινότητας. Ίσως δύσκολα θα μπορούσε κανείς να έχει την προσδοκία μιας συλλογικής απάντησης που να μας γυρνά στις βασικές μας αξίες. Και όμως, στην πλειονότητά τους (71,5%), οι ερωτώμενοι δημοσιογράφοι απάντησαν θετικά, ότι η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα. Συγκριτικά, οι γυναίκες (79%) το πιστεύουν περισσότερο από τους άντρες (67,5%), όπως και οι νεότεροι έναντι των μεγαλύτερων, δεδομένου ότι στην ηλικιακή ομάδα 17 – 34 ετών θετικά απαντά το 80%.
Η θέση του δείγματος στο ερώτημα αυτό φαίνεται να συνάδει με τους λόγους που έχουν οι ερωτώμενοι να ασκούν το επάγγελμα, αφού επ’ αυτού οι δημοφιλέστερες αποκρίσεις είναι «θεωρώ ότι είναι επάγγελμα που απαιτεί υπευθυνότητα και ηθική ακεραιότητα, και μπορώ να συμβάλλω πολύ σε αυτό», «μου αρέσει να ενημερώνω τον κόσμο» και «με κινητοποιεί ότι ασκώ επάγγελμα με αυξημένο κοινωνικό αντίκτυπο».
Ωστόσο, χάσμα μεταξύ αξιών και καθημερινής πρακτικής αρχίζει να διαφαίνεται, όταν οι συμμετέχοντες απαντούν σε ειδικότερες ερωτήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο που ασκείται το επάγγελμα. Αν και στη συντριπτική πλειονότητά τους (87%) εμπιστεύονται τις πηγές τους, σχεδόν έξι στους δέκα δημοσιογράφους (58,5%) δεν εμπιστεύονται την ασκούμενη δημοσιογραφία. Μάλιστα, αυτό είναι άποψη που εκφράζει όλες τις ηλικιακές ομάδες και όλα τα μισθολογικά κλιμάκια. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ το ποσοστό δυσπιστίας είναι 55% ανάμεσα σε όσους αμείβονται με περισσότερα από 2.000 ευρώ μηνιαίως, αυξάνεται στους χαμηλόμισθους: το 67,5% όσων αμείβονται με λιγότερα από 500 ευρώ μηνιαίως και το 60% των επαγγελματιών με καθαρό μηνιαίο εισόδημα μεταξύ 501 και 800 ευρώ δεν εμπιστεύεται την ασκούμενη δημοσιογραφία.
Αν και, από το σύνολο των ερωτώμενων, το 59% δηλώνει ικανοποιημένο από το αντικείμενο της δουλειάς του στην καθημερινότητα, το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 64,5% για τους/τις ρεπόρτερ και στο 67% για όσους βρίσκονται σε επιτελικές θέσεις (περιλαμβανομένης της αρχισυνταξίας και της διεύθυνσης σύνταξης), ενώ μειώνεται στο 55% για όσους εργάζονται σε τμήμα σύνταξης ειδήσεων. Αντίστοιχα, το 65,5% των εργαζομένων σε εφημερίδες δηλώνει ικανοποιημένο από το καθημερινό του αντικείμενο, ενώ το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 60,5%, όταν πρόκειται για εργαζόμενους τόσο σε ιστοσελίδες όσο και σε τηλεοπτικούς/ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Αν και οι ερωτώμενοι δηλώνουν, σε γενικές γραμμές, ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα του δικού τους δημοσιογραφικού έργου (82,5%), περισσότεροι από τους μισούς θεωρούν ότι το έργο που παράγεται από συναδέλφους δεν είναι αξιέπαινο (57,5%) και ότι οι ανώτεροί τους ιεραρχικά δεν είναι ικανοί (54%) ή/και έμπιστοι (56%). Παράλληλα, εννέα στους δέκα συμμετέχοντες στην έρευνα (91,5%) πιστεύουν ότι το κοινό δεν εμπιστεύεται τους δημοσιογράφους.
Και έπειτα αναρωτιέται κανείς: αυτή τη δημοσιογραφία, που φαίνεται να μη διακατέχεται από την αρχή της εμπιστοσύνης σε κανένα μέτωπο, οι ίδιοι οι λειτουργοί της πώς την ασκούν, πόσο πιστοί (τους επιτρέπεται να) μένουν σε αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και πόσο συχνά αντιμετωπίζουν καταστάσεις αντίθετες με τη δημοσιογραφική ηθική τους;
Σύμφωνα με αποκρίσεις που έδωσαν οι συμμετέχοντες στην έρευνα, το 35% δεν κάνει πάντα χρήση πηγών, προκειμένου να επιβεβαιώσει μια καταρχάς πληροφορία. Το 66% δεν ελέγχει πάντα πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε δελτία Τύπου πριν να τις δημοσιεύσει. Το 24% «μερικές φορές» δημοσιεύει, ενυπόγραφα ή ανυπόγραφα, θέματα ή πληροφορίες συναδέλφων από άλλα μέσα, χωρίς να έχει προηγηθεί δικό του ρεπορτάζ σχετικά –και το 10,5% το κάνει συστηματικά. Μάλιστα, ενώ το 65,5% όσων εργάζονται σε εφημερίδα και το 62,5% όσων εργάζονται στη ραδιοτηλεόραση αποκρίνεται ότι δεν εφαρμόζει «ποτέ» αυτήν την πρακτική, το αντίστοιχο ποσοστό μειώνεται στο 54,5%, όταν πρόκειται αποκλειστικά για τους εργαζόμενους σε ιστοσελίδες. Την ίδια στιγμή, ενώ οι ρεπόρτερ απαντούν «ποτέ» στην ίδια ερώτηση κατά 72,5%, το αντίστοιχο ποσοστό «πέφτει» στο 49%, όταν πρόκειται αποκλειστικά για όσους εργάζονται στη σύνταξη ειδήσεων. Το 22% των δημοσιογράφων δηλώνει ότι χρησιμοποιεί, ενίοτε (17,5%) ή συστηματικά (3,5%), αθέμιτα μέσα, για να αποκτήσει μια πληροφορία. To 19,5% παραδέχεται ότι αλλοιώνει ή αποκρύπτει πληροφορίες, ενίοτε (12,5%) ή συστηματικά (7%), προκειμένου το θέμα του να έχει περισσότερη απήχηση στο κοινό. Ενώ το 91% δηλώνει ότι δεν δημοσιεύει «ποτέ» ηθελημένα ψευδείς ειδήσεις, μόλις το 65% αποκρίνεται επίσης «ποτέ», όταν το ερώτημα είναι περί αθέλητης μετάδοσης ψευδών ειδήσεων.
Παράλληλα, έξι στους δέκα συμμετέχοντες θεωρούν ότι οι ανώτεροί τους ιεραρχικά αλλοιώνουν, «μερικές φορές» (40,5%) ή συνέχεια (22,5%), το δημοσιογραφικό έργο τους και, γι’ αυτό, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι έρχονται σε αντιπαράθεση μαζί τους. Η πλειονότητα των δημοσιογράφων (65%) δηλώνει ότι λογοκρίνεται από τους ανωτέρους της, «μερικές φορές» (36%) ή διαρκώς (29%), για ζητήματα που άπτονται συμφερόντων ή ιδεών είτε των προϊσταμένων είτε του μέσου ενημέρωσης. Την ίδια στιγμή, το 57,5% του δείγματος αποκρίνεται ότι λογοκρίνεται από τους ανώτερους ιεραρχικά, «μερικές φορές» (31%) ή συνέχεια (26,5%), ως απόρροια πολιτικής παρέμβασης –το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο συνολικά 63,5%, όταν η ανάλυση εστιάζει στους εργαζόμενους σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Η λεγόμενη ως «αυτολογοκρισία» αναδεικνύεται, επίσης, σε μεγάλο πρόβλημα για τη δημοσιογραφική κοινότητα, με το 80% να απαντά θετικά, ότι αυτολογοκρίνεται («μερικές φορές»: 48%, «πολύ συχνά»/«πάντα»: 32%), ενώ το 39% δηλώνει ότι αλλοιώνει ή αποκρύπτει πληροφορίες, επειδή γνωρίζει ότι οι εργοδότες του θα ήταν αντίθετοι με τη μετάδοσή τους.
Η εικόνα των εργασιακών συνθηκών συμπληρώνεται από τρία ευρήματα: πρώτον, το 48% δηλώνει πως, ενίοτε (27%) ή διαρκώς (21%), φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά του εξαιτίας θεμάτων που επιλέγει να καλύψει. Δεύτερον, οκτώ στους δέκα απαντούν ότι, «μερικές φορές (47%)» ή διαρκώς (32,5%), λόγω χρονικής πίεσης, δημοσιεύουν θέματα ή πληροφορίες που θα ήθελαν να έχουν ερευνήσει περαιτέρω. Τρίτον, το 55% των δημοσιογράφων δεν πληρώνεται πάντοτε στην ώρα του.
Και, βέβαια, εύλογο είναι να διερωτηθεί κανείς πώς μπορεί να υπερασπιστεί την επαγγελματική ακεραιότητά του, όταν αυτή θίγεται: Η απόσυρση της υπογραφής από το εκάστοτε ρεπορτάζ, ο διαπληκτισμός και η συναδελφική αλληλεγγύη/αυτοοργανωμένη συλλογική αντίδραση είναι οι δημοφιλέστερες αποκρίσεις του δείγματος, όταν ερωτάται ποιοι είναι ρεαλιστικοί τρόποι αντίστασης σε πρακτικές του μέσου ή των ανωτέρων του που είναι αντίθετες με τη δημοσιογραφική ηθική του. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι τα ποσοστά όσων δηλώνουν ότι δεν έχουν προβεί «ποτέ» στο πρόσφατο παρελθόν σε αυτές τις πρακτικές αντίδρασης είναι συγκριτικά αυξημένα στις νεότερες ηλικιακές ομάδες και στους χαμηλόμισθους.
«Τα μέσα εξυπηρετούν συμφέροντα και ο κόσμος έχει ταυτίσει τους δημοσιογράφους με τα μέσα στα οποία εργάζονται» και «οι δημοσιογράφοι έχουν αναπτύξει αμφιλεγόμενες σχέσεις με την πολιτική εξουσία» είναι, μεταξύ άλλων, οι δημοφιλέστερες αποκρίσεις των συμμετεχόντων, όταν ερωτώνται ποιοι είναι οι παράγοντες που έχουν κάνει το κοινό να χάσει την εμπιστοσύνη του στους δημοσιογράφους. Αντίστοιχα, σε ερώτηση σχετικά με τους παράγοντες που θα συνεισφέρουν στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης του κοινού, οι συμμετέχοντες, μεταξύ άλλων, κυρίως απαντούν ότι χρειάζεται τα μέσα ενημέρωσης, αφενός, «να σταματήσουν να δέχονται παρεμβάσεις από την πολιτική εξουσία» και, αφετέρου, «να ενδιαφέρονται περισσότερο για το δημοσιογραφικό περιεχόμενο και λιγότερο για το κέρδος ή/και την εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων».
Άλλωστε, στην ενότητα περί των σχέσεων δημοσιογραφίας και πολιτικής, αποτυπώνεται ξεκάθαρα η άποψη της δημοσιογραφικής κοινότητας ότι στη χώρα μας υπάρχει υπερβολική εξάρτηση, τόσο των δημοσιογράφων όσο και των μέσων ενημέρωσης, από τις κυβερνήσεις ή/και τα κόμματα ευρύτερα (άνω του 90% απαντά θετικά, σε κάθε περίπτωση). Μάλιστα, σχεδόν ομόφωνα (96,5%) το δείγμα αποκρίνεται ότι ακριβώς αυτή η εξάρτηση έχει κοστίσει ως προς την εμπιστοσύνη του κοινού, ενώ το 70,5% των δημοσιογράφων λέει ότι η επιστροφή συναδέλφων στο επάγγελμα μετά την ενασχόληση των ίδιων με την ενεργό πολιτική είναι κάτι «προβληματικό».
Η εν λόγω μελέτη, που παρουσιάζεται μαζί με την αντίστοιχη έρευνα κοινού για την εμπιστοσύνη στη δημοσιογραφία, επιχειρεί μια σπάνια χαρτογράφηση των απόψεων, των συμπεριφορών και των βιωμάτων των ίδιων των δημοσιογράφων. Επιχειρεί, δηλαδή, μια χαρτογράφηση των παραγόντων που επηρεάζουν την εμπιστοσύνη (τους) στη δημοσιογραφία –τουλάχιστον, όπως οι ίδιοι τους αντιλαμβάνονται, τους καταγράφουν και τους (συν)διαμορφώνουν, στο μέτρο που αντιστοιχεί στον καθένα ανάλογα με τον ρόλο και τις επιλογές του. Ευχής έργο θα είναι η έρευνα να αποτελέσει εφαλτήριο για μια ευρύτερη συζήτηση (αυτο)κριτικής και αναζήτησης διεξόδων ή και να δημιουργήσει ανοιχτά ερωτήματα προς περαιτέρω διερεύνηση. Με αυτές τις σκέψεις ήταν, άλλωστε, που εμείς στο iMEdD αποφασίσαμε αυτό το ερευνητικό εγχείρημα, ενόψει τότε της Διεθνούς Εβδομάδας Δημοσιογραφίας 2022. Δεν θα μπορούσαμε να μην ευχαριστήσουμε για τη συνεργασία της τη Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, η οποία ανέλαβε τη διεξαγωγή της έρευνας και, φυσικά, την ανάλυση των δεδομένων που παρουσιάζονται στις επόμενες σελίδες.