Κομισιόν: Η Covid-19 μείωσε το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα

Οι «μαύρες τρύπες» που παραμένουν στο ΕΣΥ

Parallaxi
κομισιόν-η-covid-19-μείωσε-το-προσδόκιμο-ζωή-850042
Parallaxi
Εικόνα: SOOC

Μείωση έξι μηνών κατέγραψε η χώρα μας όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής λόγω των επιπτώσεων της νόσου Covid-19.

Αυτή είναι η πρώτη εκτίμηση της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα, με τίτλο «Προφίλ Υγείας 2021».

Εκτός από την μεταβολή του προσδόκιμου ζωής, στην έκθεση παρατίθενται και οι κύριες αιτίες θανάτου στην Ελλάδα εκτός του Covid, οι ψυχολογικές επιπτώσεις πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας αλλά και η κατάσταση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Μειώθηκε το προσδόκιμο ζωής

Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα παραμένει υψηλότερο από ό,τι στο σύνολο της ΕΕ, αλλά το 2020 κατέγραψε μείωση της τάξης των έξι μηνών λόγω των επιπτώσεων της νόσου COVID-19.

Ειδικότερα το 2020 το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα αντιστοιχούσε σε 81,2 έτη και παρά την μείωση ήταν ελαφρώς υψηλότερο από τον μέσο όρο για το σύνολο της ΕΕ (80,6), αλλά χαμηλότερο σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της νότιας και δυτικής Ευρώπης.

Θάνατοι από Covid-19 σε Ευρώπη και Ελλάδα κατά το 2020-2021

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, παρ΄ότι η Ελλάδα επλήγη λιγότερο από την σε σύγκριση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η νόσος ευθύνεται για 1 στους 25 θανάτους το 2020.

Παρά την μείωση πάντως των έξι μηνών, το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα το 2020 ήταν κατά μισό περίπου έτος υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Το 2020 η νόσος COVID-19 ευθυνόταν για περίπου 5.000 θανάτους στην Ελλάδα (4 % του συνόλου των θανάτων), ενώ ως το τέλος Αυγούστου του 2021 καταγράφηκαν 8 680 επιπλέον θάνατοι.

Η συντριπτική πλειονότητα των θανάτων αφορούσαν άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω.

Το σωρευτικό ποσοστό θνησιμότητας από τη νόσο COVID-19 έως το τέλος Αυγούστου του 2021 ήταν περίπου 20% χαμηλότερο στην Ελλάδα από τον μέσο όρο σε όλες τις χώρες της ΕΕ (1.270 ανά εκατομμύριο πληθυσμού σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι περίπου 1.590).

Ο αριθμός υπερβαλλόντων θανάτων μεταξύ Μαρτίου και Δεκεμβρίου 2020 (περίπου 8.500) ήταν κατά 70 % υψηλότερος από τους θανάτους λόγω της νόσου COVID-19, ενώ περισσότεροι από τους μισούς υπερβάλλοντες θανάτους σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύματος της πανδημίας το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 2020.

Αιτίες θανάτου εκτός από Covid

Η ισχαιμική καρδιοπάθεια και το εγκεφαλικό επεισόδιο εξακολουθούν να αποτελούν τις κύριες αιτίες θανάτου στη χώρα μας. Επίσης ο καρκίνος του πνεύμονα παραμένει η συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο.

Ψυχολογική δυσφορία ακόμη και πριν τον κοροναϊό

Εντύπωση πάντως προκαλεί το γεγονός πως οι Έλληνες εκδήλωναν ψυχολογική δυσφορία από το 2018, πριν καν εμφανιστεί η Covid-19 στη ζωή μας.

Ειδικότερα το 2019 σχεδόν το 80 % του ελληνικού πληθυσμού ανέφερε ότι η κατάσταση της υγείας του είναι καλή, ποσοστό το οποίο είναι κατά πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο για το σύνολο της ΕΕ (69 %).

Ταυτόχρονα, το ποσοστό των ενηλίκων που ανέφεραν συμπτώματα ψυχολογικής δυσφορίας το 2018 ήταν μεγαλύτερο σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ (15 % στην Ελλάδα έναντι 11 % στην ΕΕ).

H Ελλάδα σε αρκετά χαμηλή θέση στην ΕΕ στις δημόσιες δαπάνες στην Υγείας

Όσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες στην Υγεία, η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε αρκετά χαμηλότερη θέση από το μέσο όρο στην ΕΕ.

Ειδικότερα το 2019 η Ελλάδα διέθεσε 7,8 % του ΑΕΠ στην υγεία σε σύγκριση με 9,9 % που διατέθηκε στο σύνολο της ΕΕ3 .

Το ίδιο έτος οι κατά κεφαλήν δαπάνες ανήλθαν σε 1 603 ευρώ (προσαρμοσμένο ποσό ανάλογα με τις διαφορές στην αγοραστική δύναμη), ποσό το οποίο είναι χαμηλότερο από το ήμισυ του μέσου όρου της ΕΕ (3 523 ευρώ).

Η χρηματοδότηση από το δημόσιο ως ποσοστό των συνολικών δαπανών για την υγεία ήταν 60 % το 2019 —ποσοστό το οποίο είναι το δεύτερο χαμηλότερο μετά την Κύπρο και σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ (80 %).

Ψυχολογική δυσφορία ακόμη και πριν τον κοροναϊό

Εντύπωση πάντως προκαλεί το γεγονός πως οι Έλληνες εκδήλωναν ψυχολογική δυσφορία από το 2018, πριν καν εμφανιστεί η Covid-19 στη ζωή μας.

Ειδικότερα το 2019 σχεδόν το 80 % του ελληνικού πληθυσμού ανέφερε ότι η κατάσταση της υγείας του είναι καλή, ποσοστό το οποίο είναι κατά πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο για το σύνολο της ΕΕ (69 %).

Ταυτόχρονα, το ποσοστό των ενηλίκων που ανέφεραν συμπτώματα ψυχολογικής δυσφορίας το 2018 ήταν μεγαλύτερο σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ (15 % στην Ελλάδα έναντι 11 % στην ΕΕ).

H Ελλάδα σε αρκετά χαμηλή θέση στην ΕΕ στις δημόσιες δαπάνες στην Υγείας

Όσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες στην Υγεία, η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε αρκετά χαμηλότερη θέση από το μέσο όρο στην ΕΕ.

Ειδικότερα το 2019 η Ελλάδα διέθεσε 7,8 % του ΑΕΠ στην υγεία σε σύγκριση με 9,9 % που διατέθηκε στο σύνολο της ΕΕ3 .

Το ίδιο έτος οι κατά κεφαλήν δαπάνες ανήλθαν σε 1 603 ευρώ (προσαρμοσμένο ποσό ανάλογα με τις διαφορές στην αγοραστική δύναμη), ποσό το οποίο είναι χαμηλότερο από το ήμισυ του μέσου όρου της ΕΕ (3 523 ευρώ).

Η χρηματοδότηση από το δημόσιο ως ποσοστό των συνολικών δαπανών για την υγεία ήταν 60 % το 2019 —ποσοστό το οποίο είναι το δεύτερο χαμηλότερο μετά την Κύπρο και σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ (80 %).

Μεγάλο μερίδιο δαπανών από νοικοκυριά

Αυτό σημαίνει ότι ένα πολύ μεγάλο μερίδιο των δαπανών για την υγεία προέρχεται από τα νοικοκυριά (35 %) με τη μορφή άμεσων ιδιωτικών πληρωμών —οι οποίες συνίστανται κυρίως σε συμμετοχές των ασφαλισμένων για τα φάρμακα και άμεσες πληρωμές για υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στη δέσμη παροχών, επισκέψεις σε ιδιώτες ειδικούς ιατρούς, νοσηλευτική περίθαλψη και οδοντιατρική περίθαλψη.

Επίσης, οι άτυπες πληρωμές αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών (WHO Regional Office for Europe, 2018).

Η προαιρετική ασφάλιση υγείας διαδραματίζει μόνον ήσσονος σημασίας ρόλο, αντιπροσωπεύοντας το 5 % των συνολικών δαπανών για την υγεία.

Η Ελλάδα διαθέτει σχετικά λίγες νοσοκομειακές κλίνες

Εκτός από τις δημόσιες δαπάνες, στην έκθεση γίνεται σύγκριση των νοσοκομείων της Ελλάδας με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Όπως αναφέρεται οι υπηρεσίες και οι δομές υγείας στην Ελλάδα συγκεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στις αστικές περιοχές. Πριν από την πανδημία υπήρχαν, κατά μέσο όρο, 4,2 νοσοκομειακές κλίνες ανά 1 000 κατοίκους —πολύ κάτω από τις 5,3 κλίνες που ήταν η αναλογία στην ΕΕ συνολικά.

Τα ποσοστά νοσοκομειακών κλινών και η μέση διάρκεια νοσηλείας (που επί του παρόντος πλησιάζει τον μέσο όρο των 7,4 ημερών της ΕΕ) έχουν παραμείνει σχετικά σταθερά από το 2013, ενώ ο αριθμός των εξιτηρίων ασθενών μειώθηκε ελαφρώς και ήταν ένας από τους χαμηλότερους στην ΕΕ, αντιστοιχώντας σε 13 719 ανά 100 000 κατοίκους το 2015.

«Κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύματος της πανδημίας COVID-19 το 2020, όταν σημειώθηκε σημαντική απότομη αύξηση των κρουσμάτων, σε ορισμένες από τις βαρύτερα πληγείσες περιοχές δεν υπήρχαν αρκετές νοσοκομειακές κλίνες και η σχετική δυναμικότητα αναζητήθηκε στον ιδιωτικό τομέα. Το υπάρχον απόθεμα σε κλίνες ΜΕΘ αυξήθηκε ωστόσο σημαντικά», επισημαίνει η έκθεση της Κομισιόν.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα