Ξένες επιχειρήσεις μιλούν για τις επενδύσεις τους στην Ελλάδα
Τί λένε τα στελέχη τους για τις επενδύσεις στην Ελλάδα της κρίσης.
Μέσα από τα λόγια των διευθυντικών στελεχών ξένων επιχειρήσεων, που έχουν επιλέξει να αποκτήσουν παρουσία στην Ελλάδα μετά το 2010, στα χρόνια δηλαδή της οικονομικής κρίσης, η χώρα αναδύεται σαν τον ρωμαϊκό θεό Ιανό με τις δύο όψεις: στη μία όψη αντανακλώνται η αξιοζήλευτη γεωγραφική της θέση, η ποιότητα των πρώτων υλών και το υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό. Στην άλλη αποτυπώνονται η γραφειοκρατία, η δυσπιστία απέναντι στην επιχειρηματικότητα, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος και οι διαρκείς αλλαγές του πλαισίου και της φορολογίας.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνομίλησε με τους εκπροσώπους τεσσάρων ξένων επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, ζητώντας τους να καταθέσουν τις απόψεις τους για τις σημαντικότερες ευκαιρίες, αλλά και για τα κυριότερα προβλήματα που συνάντησαν κατά την έναρξή της δραστηριότητάς τους στην Ελλάδα και την επιχειρηματική λειτουργία τους στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Λάζαρος Τσιορακλίδης, Αltair, ΗΠΑ: “Θα ακούσουμε πολλά στο μέλλον για εγκατάσταση τεχνολογικών βιομηχανιών στην Ελλάδα”
«’Οταν είπαμε πως ξεκινάμε στην Ελλάδα, κάποιοι μας έλεγαν “είστε τρελοί που πάτε εκεί”. Θυμάμαι, δε, έναν συνεργάτη Αμερικανό, να φτάνει στο αεροδρόμιο το 2011-2012 και να φοβάται αρχικά ότι θα …τον απαγάγουν. Αυτό όμως αλλάζει. Ο ίδιος αυτός άνθρωπος, που τότε φοβόταν, έχει σήμερα πέντε χρόνια βίζα στην Ελλάδα και μάλλον θα μείνει για πάντα εδώ. Πολλές είναι πλέον οι εταιρείες που αρχίζουν και μελετάνε την αγορά της Ελλάδας και πιστεύω πως θα ακούσουμε πολλά νέα στο μέλλον σε ό,τι αφορά εγκατάσταση βιομηχανιών τεχνολογίας ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα. Επειδή ταξιδεύουμε πολύ συχνά στο εξωτερικό και επισκεπτόμαστε μεγάλους πελάτες, key players, βλέπουμε ότι πλέον αρχίζει η άποψη των ξένων σχετικά με την τεχνολογία στην Ελλάδα να αλλάζει. Κι αυτό είναι θετικό, γιατί δείχνει ότι θα μπορούμε να έχουμε καλύτερη χρηματοδότηση των ελληνικών startups από το εξωτερικό» σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Λάζαρος Τσιορακλίδης, υπεύθυνος ανάπτυξης τεχνολογίας στην ελληνική θυγατρική της αμερικανικής εταιρείας Altair, ενός κολοσσού που δραστηριοποιείται στην παραγωγή ειδικού λογισμικού.
Η εταιρία, που ξεκίνησε πριν από 30 χρόνια στις ΗΠΑ, παράγει λογισμικό για προσομοιώσεις στους τομείς της αεροναυπηγικής και της αυτοκινητοβιομηχανίας, έχοντας στο πελατολόγιό της -η μητρική- κολοσσούς όπως οι Boeing, Airbus, Porsche και General Motors. Απέκτησε παρουσία στη Θεσσαλονίκη το “δύσκολο” 2012 και μεταξύ 2016 και 2017 διπλασίασε το προσωπικό της, εντάσσοντας σε αυτό κυρίως μηχανικούς, φυσικούς, χημικούς, προγραμματιστές και άλλες ειδικότητες επιστημόνων. «Προχωράμε ακάθεκτοι στους στόχους μας και αναπτυσσόμαστε ταχύτατα στην αγορά της Ελλάδας (…) Η έρευνα και ανάπτυξη που γίνεται εδώ στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιείται σε όλον τον κόσμο, τα διάφορα εργαλεία που σχεδιάζουμε κι αναπτύσσουμε εδώ χρησιμοποιούνται από αυτοκινητοβιομηχανίες στην Κίνα μέχρι εταιρείες όπως η Airbus» σημειώνει ο κ.Τσιορακλίδης.
Γιατί εδώ; Γιατί τώρα;
Ποιος ήταν ο λόγος που η εταιρεία επέλεξε να επενδύσει στην Ελλάδα εν μέσω κρίσης; «Η Θεσσαλονίκη έχει το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο στην περιοχή των Βαλκανίων, το οποίο παράγει πολλούς φοιτητές, που τελικά βρίσκουν σε μεγάλο βαθμό δουλειά σε ξένες εταιρείες στο εξωτερικό. Αφού προσλαμβάνονται στο εξωτερικό, σημαίνει ότι αυτό το πανεπιστήμιο παράγει υψηλά εξειδικευμένους ανθρώπους. Τι καλύτερο από το να μπορέσουμε να τους αξιοποιήσουμε στο μέρος που μεγαλώσανε, χωρίς να χρειαστεί να ξενιτευτούν, κάτι που θα τους κάνει και πιο αποδοτικούς; Επιπρόσθετα, η Ελλάδα είναι μια χώρα σε πολύ καλή τοποθεσία γεωγραφικά. Είναι πολύ κοντά στην Ευρώπη, στην ανατολική Ευρώπη, που είναι πολύ μεγάλη αγορά για εμάς, στην Τουρκία, αλλά και σε χώρες όπως η Αίγυπτος. Είναι κομβικό σημείο για εμάς η Ελλάδα και βρίσκεται πολύ κοντά και στο Ισραήλ, που είναι επίσης βάση για εμάς» εξηγεί ο chief of technology της Altair.
‘Ιδρυση εταιρείας: τέσσερις μήνες στην Ελλάδα, μία ώρα στην Καλιφόρνια
Η γεωγραφική θέση και το ανθρώπινο δυναμικό αποτέλεσαν λοιπόν τους λόγους για τους οποίους η Altair αποφάσισε να τοποθετήσει το “σημαιάκι” της επιχειρηματικής της παρουσίας στη Θεσσαλονίκη. Ποια ήταν τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετώπισε; «Η γραφειοκρατία είναι τεράστιο πρόβλημα, μας πήρε τέσσερις μήνες να κάνουμε σύσταση της εταιρείας, κάτι το οποίο στην Καλιφόρνια θα έπαιρνε λιγότερο από μία ώρα. Επίσης πολύ μεγάλο πρόβλημα είναι οι υποδομές, κάτι που αρχίζει και βελτιώνεται, αλλά απομένει δρόμος ακόμη. Π.χ., εταιρείες που παράγουν τεχνολογία χρειάζονται πολύ γρήγορα δίκτυα. ‘Εχουμε τα γραφεία μας στην Ευρώπη, που έχουν πολύ μεγάλη ταχύτητα στα δίκτυα, ενώ εμείς δυσκολευόμαστε ακόμη να πάρουμε οπτική ίνα» επισημαίνει.
Ερωτηθείς αν θεωρεί ότι η Ελλάδα θα μπορούσε π.χ., να φτάσει στα επίπεδα του Ισραήλ, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, ο κ.Τσιορακλίδης -που ήταν υπεύθυνος για την ανάπτυξη της Altair και στις δύο χώρες- επισημαίνει: «Η Ελλάδα σε αυτό το σημείο απλά πυροβολεί τα πόδια της, καθώς έχει πολλές δυνατότητες που δεν αξιοποιεί. Δεν κάνω άμεση σύγκριση με το Ισραήλ, αλλά θα σας αναφέρω ένα στοιχείο. Παρότι ξεκινήσαμε μαζί τα δύο γραφεία, στο Ισραήλ έχουμε μόλις δύο άτομα και στην Ελλάδα 24. Εδώ η ανάπτυξη είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στο Ισραήλ. Η Ελλάδα έχει να προσφέρει πολλά περισσότερα σε ό,τι αφορά την τεχνολογία από ό,τι το Ισραήλ. Ελληνικά πανεπιστήμια τόσο μεγάλα όσο το ΑΠΘ ή το Πατρών ή το Μετσόβιο, δεν υπάρχουν στο Ισραήλ, ούτε υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι που θέλουν να σπουδάσουν» υποστηρίζει. Στον αντίποδα, σημαντικό μειονέκτημα είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα οι άνθρωποι δυσκολεύονται να καταλάβουν ότι αυτό που ξέρουν είναι σημαντικό. «Να μη μένουν οι Ελληνες στο “να πάμε στη Γερμανία για να δουλέψουμε σε μια μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία ή βιομηχανία αεροναυπηγικής”. Σήμερα η Altair υποστηρίζει τρεις startups στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων η “Fieldscale” με έδρα την Πυλαία, η οποία παράγει λογισμικό αιχμής, που χρησιμοποιείται διεθνώς από κολοσσούς της αγοράς. Τα μέλη της ομάδας της “Fieldscale” κατάλαβαν ότι αυτό που γνωρίζουν είναι μοναδικό και τόλμησαν να το κυνηγήσουν, παρά τις δυσκολίες. Θα μπορούσαμε να έχουμε εκατοντάδες “Fieldscale”» λέει χαρακτηριστικά.
Δήμητρα Ρουσβανίδου, Dekra Akademie, Γερμανία: Ο,τι business plan και να κάναμε, χρειαζόταν συνεχή αναθεώρηση
«Τα προβλήματα στην ελληνική αγορά τα βιώσαμε πολύ έντονα, καθώς το ξεκίνημά μας συνέπεσε με τις δραματικές οικονομικές αλλαγές στην Ελλάδα. Κάθε business plan που ετοιμάζαμε, όποια στρατηγική και να αναπτύσσαμε, απαιτούσε τακτική αναθεώρηση λόγω της αιφνίδιας αύξησης της φορολογίας η οποία από 26% διαμορφώθηκε στο 29%… Δεδομένου ότι το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα είναι υπέρογκο, ο προγραμματισμός καθίσταται δύσκολος, και καταλήγουμε να καταβάλλουμε αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές χωρίς να φτάνει το όφελος στον εργαζόμενο. Συναντήσαμε επίσης -και συναντάμε- μεγάλη δυσκαμψία. Στην προσπάθειά της η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τη διαφθορά, θεσμοθετώντας ελεγκτικούς μηχανισμούς σε κάθε τομέα του Δημοσίου, οι φορείς έχουν γίνει εξαιρετικά δυσκίνητοι. Οι πληρωμές παρεχόμενων υπηρεσιών καθυστερούν πολύ, ενώ χάνεται πολύτιμος χρόνος μέχρι την ολοκλήρωση μιας συνεργασίας» σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Δήμητρα Ρουσβανίδου, διευθύντρια της DEKRA Akademie ΕΠΕ, θυγατρικής εταιρείας της γερμανικής DEKRA, η οποία ανήκει στις πέντε κορυφαίες εταιρείες τεχνικών ελέγχων, εκπαίδευσης και πιστοποίησης στον κόσμο, με υποκαταστήματα και θυγατρικές σε περισσότερες από 50 χώρες, 39.000 συνεργάτες και κύκλο εργασιών 2,9 δισ. ευρώ (2016).
Όπως σημειώνει η κα Ρουσβανίδου, «η λειτουργία της επιχείρησης στην Ελλάδα ξεκίνησε το 2014, δηλαδή πραγματικά εν μέσω κρίσης. Αυτή η απόφαση ήταν καθαρά επιχειρηματική, γιατί ο Όμιλος πιστεύει ότι υπάρχει προοπτική στο τομέα της εκπαίδευσης και κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού στην Ελλάδα, απαραίτητη για να στηριχθούν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της χώρας. Άλλωστε, ο γενικός διευθυντής, Dietmar Metzger, σπούδασε φιλοσοφία και είναι ένθερμος πρεσβευτής και φίλος της Ελλάδας. Ο κ.Metzger στήριξε με πάθος στο διοικητικό συμβούλιο του εταιρικού ομίλου την απόφαση για την ίδρυση μιας θυγατρικής εταιρείας στην Ελλάδα- κάτι που το 2014 δεν ήταν καθόλου εύκολο».
Γιατί να χρειάζεται ο επιχειρηματίας να πείθει συνέχεια ότι «δεν είναι ελέφαντας»;
Σύμφωνα με την κ. Ρουσβανίδου, έως ότου αλλάξει η νοοτροπία σε θέματα επιχειρηματικότητας, η ελληνική DEKRA θα αναλάβει ενεργό ρόλο στα πρότζεκτ του Ομίλου στα Βαλκάνια. «Έχουμε πρότζεκτ στη Σερβία, την Αλβανία, τη Ρουμανία, την πΓΔΜ. Η ελληνική εταιρεία πρόκειται να συμμετάσχει σ΄αυτά, αναμένοντας να ωριμάσουν οι συνθήκες, και η εκπαίδευση και κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού να μπουν στον κατάλογο προτεραιοτήτων και επενδύσεων στην χώρα. Είναι πολύ βασικό να αλλάξει η νοοτροπία απέναντι στον επιχειρηματία στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να πείθεις συνέχεια ότι “δεν είσαι ελέφαντας”, όταν ακόμη και με λίγη -όχι αναγκαστικά μεγάλη- βοήθεια η εταιρεία θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερες θέσεις εργασίας» επισημαίνει, ενώ προσθέτει ότι από το τέλος του 2014 μέχρι και σήμερα, η εταιρεία έχει επενδύσει στην Ελλάδα κεφάλαια ύψους 5-6 εκατ. ευρώ. «Μόνο το πρόγραμμα τουριστικής εκπαίδευσης που υλοποιήσαμε κατά τη τελευταία τετραετία ξεπέρασε σε κόστος το 1,5 εκατ. ευρώ» εξηγεί.
Τα στελέχη σε επίπεδο ακαδημαϊκό δεν λείπουν στην Ελλάδα, υστερούμε σε καταρτισμένο προσωπικό στα τεχνικά επαγγέλματα
Ερωτηθείσα για το επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού στην Ελλάδα, η ίδια απαντά: «Δεν δυσκολευόμαστε καθόλου να βρούμε στελέχη σε επίπεδο ακαδημαϊκό, με μέσο όρο ηλικίας 35-40 ετών, με γλωσσομάθεια, έμπειρα και με άριστη μόρφωση. Ενώ υστερούμε δυστυχώς σε καταρτισμένο προσωπικό σε τεχνικά επαγγέλματα». Κατά την κα Ρουσβανίδου, απαραίτητο είναι να ενθαρρυνθεί ο θεσμός της μαθητείας και της απόκτησης εργασιακής εμπειρίας. «Το μοντέλο της διττής επαγγελματικής εκπαίδευσης ενθαρρύνει την κατάρτιση και ανάπτυξη των δεξιοτήτων σε πραγματικό χρόνο και εργασιακό περιβάλλον. Θα πρέπει η Ελλάδα να στρέψει την προσοχή της περισσότερο στις νέες και στους νέους που επιθυμούν να μάθουν ένα σύγχρονο τεχνικό επάγγελμα και να στελεχώσουν τομείς, που αναμένεται τα επόμενα χρόνια να γνωρίσουν ραγδαία ανάπτυξη» καταλήγει.
Loredana Giugliano, CTI Foodtech, Ιταλία: Πρόβλεψη για επιχειρηματική ανάπτυξη ύψους 35 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια
Με το “καλημέρα” του 2018, στις 22 Ιανουαρίου, η ιταλική εταιρεία CTI FoodTech, παγκόσμια ηγέτιδα στην παραγωγή μηχανημάτων εκπυρήνωσης ροδάκινων, εγκαινίασε τη νέα εμπορική της έδρα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στα Γιαννιτσά, ανακοινώνοντας ότι για τη φετινή χρήση θέτει ώς στόχο την πραγματοποίηση πωλήσεων ύψους 1 εκατ. -2 εκατ. ευρώ. Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η διευθύντρια εξαγωγών της εταιρείας, Λορεντάνα Τζουλιάνο (Loredana Giugliano),
εξηγεί ότι σκοπός της εταιρίας είναι να επεκτείνει τη δραστηριότητά της και σε παραγωγικό επίπεδο. ‘Οπως σημειώνει, η Ελλάδα διαδραματίζει ρόλο στη διεθνή αγορά (των φρούτων), οπότε είναι χώρα-στόχος για την ιταλική επιχείρηση, η οποία σημειωτέον έχει παραγωγική βάση στο Σαλέρνο (σ.σ. με δικά της μηχανήματα γίνεται η επεξεργασία του 40% του βιομηχανικού ροδάκινου παγκοσμίως).
«Το όραμά μας, ακόμη και στη μέση της ελληνικής κρίσης, βασίζεται στην υποστήριξη των δυνατών σημείων της τοπικής βιομηχανίας όπως η ποσότητα και η ποιότητα της πρώτης ύλης, σε συνδυασμό με το ανταγωνιστικό ανθρώπινο δυναμικό και το υψηλό επίπεδο στρατηγικής μάρκετινγκ, (παράγοντες) που κάνουν την Ελλάδα να διαδραματίζει ρόλο στη διεθνή αγορά στο συγκεκριμένο τμήμα» επισημαίνει η κα Τζουλιάνο και προσθέτει ότι «η ίδρυση εμπορικής θυγατρικής στην Ελλάδα ήταν μόνο “το φυσικό επακόλουθο βήμα” μετά από αρκετά χρόνια επενδύσεων στην ελληνική αγορά, που σήμερα είναι πιο δεκτική απέναντι στην υπεροχή των τεχνολογιών made in Italy, σε σχέση με τον υπερατλαντικό ανταγωνισμό, ισχυρά παγιωμένο στην ελληνική αγορά, αλλά βασισμένο στην πολιτική μίσθωσης. Κάθε χρόνο επενδύουμε στην Ελλάδα περίπου μισό εκατομμύριο ευρώ σε τεχνολογικά DEMΟ, που προσφέρουν ευνοϊκές φόρμουλες στους πελάτες μας. Η επένδυση αυτή πρόθεσή μας είναι να αυξηθεί, με άμεση παρουσία μας onsite» .
Προς παραγωγική παρουσία onsite
Ερωτηθείσα τι αναμένει η διοίκηση της εταιρείας από την ελληνική αγορά για τα επόμενα πέντε χρόνια, η διευθύντρια εξαγωγών της CTI FoodTech απαντά: «Προβλέπουμε επιχειρηματική ανάπτυξη της τάξης των 35 εκατ. ευρώ. Η ανάπτυξη της εταιρείας, με εγκατεστημένο μεγάλο αριθμό μηχανημάτων επεξεργασίας, θα μας οδηγήσει με φυσικό τρόπο σε παραγωγή επιτόπου και σε αύξηση του προσωπικού, που στόχος είναι να εκπαιδεύεται ενδοεταιρικά στον τεχνικό τομέα και τη μηχανική. Οι παράγοντες- κλειδιά ώς προς τη συνεισφορά μας στην αγορά είναι ειδικά η προώθηση της έρευνας και ανάπτυξης και η μεταφορά καινοτομίας με στόχο τον εκσυγχρονισμό, την αυτοματοποίηση και την εξοικονόμηση κόστους στη μεταποιητική διαδικασία».
“Ιδιόμορφη συντηρητική στάση για διατήρηση του status quo”
Ποια ήταν τα σημαντικότερα προβλήματα, που συνάντησε η εταιρεία, κατά τη διαδικασία απόκτησης παρουσίας στην Ελλάδα; «Οι δυσκολίες είναι ποικίλες: η οικονομική κρίση δεν ενθάρρυνε τις επενδύσεις, κι αυτό (έρχεται) σε συνδυασμό με μια ιδιόμορφη συντηρητική στάση (στη χώρα) για τη διατήρηση του status quo. ‘Ομως, τόσο η Ελλάδα όσο και η Ιταλία, ακολουθούν σήμερα την Ευρώπη που διασχίζει το κατώφλι της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, γνωστής ώς Industry 4.0. Στο πλαίσιο αυτό, η CTI FOODTECH διείδε ότι η Ελλάδα (…) έχει ισχυρή τάση προς τον εκσυγχρονισμό στη διαχείριση της μεταποίησης. Αυτός είναι ο λόγος που είμαστε σήμερα εδώ, με εμπιστοσύνη στην επένδυσή μας» καταλήγει η κα Τζουλιάνο.
Αlistair Woodhams, ebury, Ηνωμένο Βασίλειο:
«Η Ελλάδα ήταν πάντα συναρπαστική ευκαιρία για εμάς»
«Η Ελλάδα ήταν πάντα συναρπαστική ευκαιρία για εμάς, πρωτίστως γιατί μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης είδαμε ότι αρκετές εταιρείες εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται επιτυχημένα, κάτω από τις πιο σκληρές συνθήκες. Παρατηρήσαμε ότι αν αυτές είχαν την έδρα τους στο Ηνωμένο Βασίλειο ή σε κάποια άλλη χώρα της ΕΕ, θα έπαιρναν πολύ περισσότερη στήριξη σε όρους οικονομικών υπηρεσιών. Είδαμε λοιπόν πολύ μεγάλο κενό σε αυτήν την αγορά, ειδικά στην Ελλάδα» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Άλιστερ Γούντχαμς (Alistair Woodhams), διευθυντής πωλήσεων της ταχέως αναπτυσσόμενης βρετανικής εταιρείας fintech “Ebury” για την αγορά της Ελλάδας, και προσθέτει: «Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πραγματικά πλούσια, μοναδική ιστορία και η Ebury έχει μεγάλη πίστη ότι το μέλλον εδώ είναι προς μια πιο θετική και αναπτυσσόμενη οικονομία. Θέλουμε να είμαστε στο κέντρο όλου αυτού, να βοηθήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε και αυτό κάνουμε».
Η μητρική “Ebury” (“Ιμπουρι”) ιδρύθηκε το 2009 και ειδικεύεται στις συναλλαγές σε ξένο νόμισμα, όπως διεθνείς πληρωμές, καθώς και σε στρατηγικές αντιστάθμισης και διαχείρισης συναλλαγματικού κινδύνου σε πλήθος μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η εταιρεία έχει κερδίσει περισσότερες από 15 διακρίσεις στον τομέα της, έχοντας μεταξύ άλλων συμπεριληφθεί στη λίστα “FT 1000 Fastest Growing European Companies 2017”, χάρη στην αύξηση του τζίρου της μεταξύ 2012 και 2015, καθώς και στο δίκτυο “Tech City UK’s Future 50 Award 2017” των ταχύτερα ανερχόμενων βρετανικών εταιρειών τεχνολογίας. Εκτός από το γραφείο της Αθήνας, που λειτουργεί από τις αρχές καλοκαιριού, διαθέτει φυσική παρουσία σε Λονδίνο, Μαδρίτη, ‘Αμστερνταμ, Παρίσι, Ζυρίχη και Βαρσοβία, εξυπηρετώντας περισσότερες από 24000 επιχειρήσεις.
Διπλασιασμός τζίρου αναμένεται φέτος στην ελληνική αγορά
Σε σχέση με το αν η εταιρεία έχει μελλοντικά σχέδια για την ελληνική αγορά, όπου αναμένει φέτος διπλασιασμό του τζίρου της, ο κ. Γούντχαμς σημείωσε: «Βεβαίως υπάρχουν. Δεν σταματάμε εδώ […] Αρχικά, όταν ξεκινήσαμε το καλοκαίρι του 2017, είχαμε τέσσερα άτομα στο γραφείο της Αθήνας […]. Οι ρυθμοί ανάπτυξής μας είναι εξαιρετικά υψηλοί και σήμερα είμαστε περίπου 25 εργαζόμενοι, και έχουμε στόχο να αυξήσουμε τον αριθμό σε περίπου 35, είναι φανταστικό […]. Είχαμε πολλή επιτυχία, πολλούς πελάτες και πολλούς δυνητικούς πελάτες στην Ελλάδα» σημειώνει και προσθέτει ότι η εταιρεία, που σημειωτέον έχει ήδη στο πελατολόγιό της και 14 εισηγμένες, θέλει να αναπτυχθεί στην Ελλάδα και γι’ αυτό χρειάζεται περισσότερους εργαζόμενους.
Γραφειοκρατία και αδιαφάνεια στο πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων τα βασικά προβλήματα
Η γραφειοκρατία ήταν, σύμφωνα με τον κ.Γούντχαμς, το κυριότερο πρόβλημα που συνάντησε η Ebury κατά την έναρξη της λειτουργίας της στην Ελλάδα, ενώ στις δυσκολίες που αντιμετώπισε περιλαμβάνεται και το γεγονός ότι σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα δεν μπορεί κάποιος να βρει εύκολα επαρκείς πληροφορίες στο Διαδίκτυο σχετικά με τη λειτουργία των επιχειρήσεων και το ισχύον πλαίσιο. Κατά τον κ.Γούντχαμς, η ελληνική είναι μια αγορά όπου το περιθώριο κέρδους συμπιέζεται ισχυρά, δεδομένου -μεταξύ άλλων- ότι πολλές εταιρείες ρίχνουν κατά πολύ το κόστος των υπηρεσιών τους, προκειμένου να αναλάβουν δημόσιες συμβάσεις και άρα περιορίζουν το περιθώριο κέρδους τους.
Αλεξάνδρα Γούτα
Πηγή: AΠΕ-ΜΠΕ