Κάθοδος στο σιωπηλό και στενάχωρο κέντρο της Αθήνας
Η μυρωδιά των ούρων, η αποφορά μικρών στενών που δεν τολμάς να περπατήσεις. Οι σκιές των κατεστραμμένων να συμπληρώνουν τις απόκοσμες εικόνες κλειστών καταστημάτων...
Το ιστορικό κέντρο της Αθήνας το γνωρίζω καλά, το εξερευνώ από έφηβος στα χρόνια του 80 και το αγαπώ πολύ.
Μου άρεσε πάντα να περπατώ στα αδικημένα Χαυτεία, να βλέπω το φως του απογεύματος να λούζει την Πατησίων στο βάθος της Ομόνοιας, να αγοράζω εφημερίδες τα Σαββατόβραδα στην Πλατεία, να χάνομαι στο Ψυρρή, να παρατηρώ στα φοιτητικά μου χρόνια το λάγνο υπερθέαμα της Αθηνάς τις νύχτες, το πρωινό νταλαβέρι στην Ξούθου και τα πέριξ, εκεί πρωτοπήγα για να δουλέψω σε αθηναϊκό μέσο, στα γραφεία του Μετρό, τα χρόνια του ενενήντα στην οδό Σωκράτους, με έτρωγε η περιέργεια να περιδιαβαίνω τους σκοτεινούς δρόμους του Μεταξουργείου μέχρι την Κουμουνδούρου, όπου έπαιρνα τα παλιά χρόνια το αστικό να πάω σε συγγενείς μου στην Ελευσίνα.
Ξέρω τις στοές του, τα σπουδαία του κτίρια, τα λαϊκά καφενεία, τα υφασματάδικα, τα παλιά χαμαιτυπεία, τη μυρωδιά της Βαρβακείου όταν πλένεται τις νύχτες, βίωσα νύχτες ωραίες στο Ιντεάλ, Σαββατόβραδα στο Αττικόν σαν έξοδο λαμπρή, λατρεύω την τριλογία της Πανεπιστημίου, αγαπάω την Ομόνοια σε όλες τις φάσεις της, αλλά την πονάω κι όλας, σε όλες τις φάσεις της.
Πριν λίγες μέρες περπάτησα πολύ σε αυτή την γεωγραφική τρύπα, που ξεκινά από το Μοναστηράκι και το Σύνταγμα και φτάνει στις παρυφές των Εξαρχείων, την Αλεξάνδρας και την Αχαρνών.
Μια απέραντη θλίψη με πλημμύρισε. Η νέα μητρόπολη των Βαλκανίων, η πόλη που απογειώθηκε και καμαρώνει τις επενδύσεις, την τουριστική έκρηξη, τις υποδομές, τα μελλοντικά λαμπερά σχέδια, η πόλη που είδε τα μακρινά της προάστια να μετατρέπονται σε λαμπερές πόλεις-δορυφόρους, το Θησείο, τα Πετράλωνα, το Κουκάκι, τον Κεραμικό να γίνονται τα πιο περίβλεπτα σημεία στην Ευρώπη, η πόλη αυτή, ξέχασε το ιστορικό της κέντρο.
Το άφησε να μαραζώσει, να πεθάνει, να στοιχειώσει.
Επέτρεψε, για άγνωστους προς εμένα, λόγους να δημιουργηθεί μια μαύρη τρύπα στη γεωγραφία της, μια ασεβής εμφατική υπογράμμιση της πτώσης της παλιάς καρδιάς της πόλης. Της καθόδου σε μια απόκοσμη κόλαση εγκατάλειψης, αδιαφορίας και παρακμής. Σε ένα μη-τόπο, που όλοι τον προσπερνούν και κανείς δεν νιώθει βολικά να τον βιώσει.
Θα μπορούσε να είναι τουριστικό σκηνικό ενός abandoned reality σε εξέλιξη, όπου οι τουρίστες των εκατοντάδων ξενοδοχείων και καταλυμάτων της περιοχής θα έξαχναν στα έρημα νεοκλασικά ή στις παρηκμασμένες οικοδομές του μεσοπολέμου ή ακόμα και τα βιοτεχνικά κουφάρια του εβδομήντα που ρημάζουν, τα φαντάσματα μιας άλλης εποχής. Να ψάχνουν ζωή πίσω από τα έρημα θυρωρεία…
Όμως δεν είναι καν αυτό. Έβλεπα τους λιγοστούς τουρίστες του Φεβρουαρίου να κοιτάζουν με απορία τους δεκάδες άστεγους, τις κυρίες που έκαναν πιάτσα μέρα μεσημέρι στη Βερανζέρου, τους χρήστες που χτυπούσαν ενέσεις πίσω από το παλιό δημαρχείο της Αθηνάς.
Να μυρίζουν τη μυρωδιά των ούρων, να τους χτυπά η αποφορά μικρών στενών που δεν τολμάς να περπατήσεις. Οι σκιές των κατεστραμμένων να συμπληρώνουν τις απόκοσμες εικόνες κλειστών καταστημάτων ένδοξων. Όπως το Ιντεάλ που αγαπούσα πολύ να γευματίζω παλιά καμιά φορά.
Περπάτησα σε δρόμους που γνώριζα καλά και σοκάκια που κουβαλάνε την αστική ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής που συμπεριλάμβανε επαγγέλματα, δραστηριότητα, συναναστροφή, φιλοξενία σε λαϊκά ξενοδοχεία, επαρχιώτες και νοικοκυραίους της πρωτεύουσας, αστική πυκνότητα και ζωή.
Τα σβηστά φώτα, οι κατεστραμμένες μαρκίζες, η νυχτερινή ασφυξία, το θάμπωμα των συμβόλων μιας ολόκληρης εποχής, ο αφιλόξενος χαρακτήρας που αποδιώχνει ακόμα και τον διαβάτη, δημιουργεί μια διαρκή ματαίωση για έναν τόπο που θα έπρεπε να αποτελεί τη βιτρίνα της πόλης.
Σε όλες τις μεγαλουπόλεις υπάρχουν σκοτεινές απολήξεις. Συνήθως γύρω από σιδηροδρομικούς σταθμούς ή σε περιοχές που εξορίζεται η πορνεία και η παραβατικότητα.
Στην Αθήνα σήμερα κάποιοι πίστεψαν ότι οι τουριστικές υποδομές θα έφερναν την αναγέννηση. Γελάστηκαν. Ακόμα και στην πλατεία Κλαυθμώνος, η εικόνα θυμίζει τοπίο ταινίας τρόμου…Μια μελαγχολική ghost town.