12 χρόνια τώρα, οι εργαζόμενοι της ΑΛΜΑΚΟ περιμένουν τα δεδουλευμένα τους
Μία δεκαετία από την πτώχευση της βιομηχανίας αλουμινίου, οι εργαζόμενοι παλεύουν ακόμα για μέρος των μισθών και των επιδομάτων τους. Το Σεπτέμβριο το νέο «ραντεβού» στα δικαστήρια
Σε αναμονή για δεδουλευμένα μηνών, και μάλιστα με σημαντικό «κούρεμα», βρίσκονται περίπου 120 εργαζόμενοι της πρώην εταιρείας Αλουμίνια Μακεδονίας Α.Ε. (διακριτικός τίτλος: ΑΛΜΑΚΟ/ALMACO Α.Ε.).
Η άλλοτε κραταιά εταιρεία επεξεργασίας αλουμινίου, που ιδρύθηκε το 1977 και έφτασε σε τζίρους της τάξης 35-40 εκ. ευρώ το χρόνο, βρέθηκε στις αρχές της περασμένης δεκαετίας σε δεινή οικονομική κατάσταση. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εποχής, το 2012 ο τζίρος της είχε πέσει στα 9,6 εκ. ευρώ και το 2013 στα 5,9 εκ. ευρώ. Αντιστρόφως ανάλογα και προς τα πάνω κινήθηκαν οι ζημίες: από τα 3,7 εκ. το 2012 στα 11,6 εκ. το 2013. Οι εργαζόμενοι βρέθηκαν στο δρόμο και, πάνω από 10 χρόνια μετά, προσπαθούν ακόμα να λάβουν τα ποσά που τους αναλογούν.
Πώς η επιχείρηση οδηγήθηκε στην πτώχευση
Σύμφωνα με εργαζόμενους που ήταν παρών στις τελευταίες μέρες της επιχείρησης και έκτοτε παρακολουθούν στενά την υπόθεση (τα στοιχεία τους βρίσκονται στη διάθεση της Parallaxi), η εργασιακή επισφάλεια μέσα στην ΑΛΜΑΚΟ ξεκίνησε ήδη από το 2010, με πληρωμές μισών μισθών, συμβάσεις μειωμένων ωραρίων και εργασία εκ περιτροπής μόλις δύο με τρεις φορές την εβδομάδα.
Τρία χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 2013, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Παντελής Ζαχαριάδης, ανακοίνωσε στο προσωπικό ότι σταματά η παραγωγή. Εντέλει, η εταιρεία βρέθηκε να χρωστά δεδουλευμένα πολλών μηνών, αποζημιώσεις και επιδόματα, ύψους 2,1 εκ. ευρώ περίπου. Το Μάιο του 2014 κατατέθηκε αίτημα υπαγωγής στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα.
Για την ιστορία, να σημειωθεί ότι το όνομα του κ. Ζαχαριάδη είχε εμπλακεί και στο σκάνδαλο Τσοχατζόπουλου, ως εκπρόσωπος της offshore εταιρείας Torcaso το 1999. Το δικαστήριο τον έκρινε αθώο.

Η συνέχεια δόθηκε στα δικαστήρια, με το προσωπικό της επιχείρησης και μία πιστώτρια της ΑΛΜΑΚΟ να υποστηρίζουν ότι ο κ. Ζαχαριάδης μετέφερε τη δραστηριότητα της επιχείρησης σε άλλη, μονοπρόσωπη εταιρεία. Αυτό αναφέρουν και οι εργαζόμενοι που επικοινώνησαν μαζί μας: «Ο κ. Ζαχαριάδης, που εδώ και κάποια χρόνια δεν είναι κιόλας στη ζωή, ίδρυσε μία Μονοπρόσωπη Α.Ε., μέσω τις οποίας πούλησε όποιο έτοιμο υλικό υπήρχε στην εταιρεία, και το πιο σημαντικό περιουσιακό της στοιχείο: τις μήτρες, που είναι τελωνειακά ελεγχόμενες και απαγορεύεται η μετακίνησή τους χωρίς τελωνειακό έλεγχο. Παράλληλα, μέχρι να βγει η οριστική απόφαση για την πτώχευση και να σφραγιστούν οι εγκαταστάσεις, αφαιρέθηκαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία, οχήματα, κουφώματα, μηχανήματα κτλ. Έμειναν μόνο τα ντουβάρια».
Το πρώτο διάστημα μετά το λουκέτο, οι εργαζόμενοι προσπάθησαν να περιφρουρήσουν το εργοτάξιο, ακριβώς για να μην βγουν έξω τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης. Ωστόσο, κάποια στιγμή εγκατέλειψαν την προσπάθεια, καθώς έπρεπε να παραμένουν επί 24ωρου βάσης σε ένα άδειο εργοστάσιο χωρίς ρεύμα, μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Φαίνεται πως η τότε εργοδοσία εκμεταλλεύτηκε αυτό το κενό, για να κάνει τις δικές της κινήσεις.
Η πώληση όλων των περιουσιακών στοιχείων αναφέρεται και σε κοινοβουλευτική ερώτηση που κατέθεσαν βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιο του 2014 προς τον τότε Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, Γιάννη Βρούτση.
Από εκεί και μετά, οι απολυθέντες δεν κατάφεραν να μάθουν ποτέ ποια ήταν η πορεία των περιουσιακών στοιχείων. Μας μεταφέρουν ότι στη μονοπρόσωπη εταιρεία ο κ. Ζαχαριάδης δεν εμφανιζόταν πουθενά, αντίθετα όλες οι συναλλαγές και η διαχείριση γινόταν από πρόσωπα που εργάζονταν και σε άλλες εταιρείες του.
Ενδιαφέρον έχει το ότι η πριν το κλείσιμο η ΑΛΜΑΚΟ είχε πιστωτικό ΦΠΑ 143.000 ευρώ. Όμως, λόγω της εκποίησης των περιουσιακών της στοιχείων, κατά την οποία κόπηκαν τα σχετικά παραστατικά, η επιχείρηση βρέθηκε και να χρωστάει από πάνω στο Δημόσιο.
Το κούρεμα και οι αντιρρήσεις της ΔΥΠΑ
Βάσει ανακοίνωσης που υπάρχει αναρτημένη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), τον Απρίλιο του 2016 η εταιρεία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, με απόφαση του Πρωτοδικείου Κιλκίς, και ορίστηκε διαχειρίστρια/σύνδικος πτώχευσης, για να διαχειριστεί την πτωχευτική διαδικασία.
Οι πρώην εργαζόμενοι μεταφέρουν ότι «Η διαχειρίστρια, με βάσει τις προβλέψεις του Πτωχευτικού Δικαίου, κατέληξε σε έναν αναλυτικό πίνακα με τα χρωστούμενα για κάθε εργαζόμενο, αλλά και για όλα τα μέρη στα οποία χρωστούσε η επιχείρηση. Με σειρά προτεραιότητας, πρέπει να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του Δημοσίου, του ΕΦΚΑ, της ΔΥΠΑ, του οικονομικού διευθυντή της εταιρείας και μετά των υπόλοιπων εργαζομένων».
Οι αξιώσεις καθενός εργαζόμενου ατομικά αναγράφονται σε απόφαση που εξέδωσε το Πρωτοδικείο Κιλκίς το 2015. Σε αυτήν, όπως ενημερωθήκαμε, δεν περιλαμβάνονται οι νόμιμοι τόκοι πάνω στα δεδουλευμένα και τις αποζημιώσεις του προσωπικού, τα οποία «τρέχουν» κανονικά μέχρις ότου γίνει η πλήρης εξόφληση.

Όλο αυτό το διάστημα, οι εργαζόμενοι έλαβαν απλώς το νόμιμο επίδομα αφερεγγυότητας, το οποίο ισούταν με αποδοχές τριών μηνών.
Τελικά, η επιχείρηση πλειστηριάστηκε στο ποσό των 2,5 εκ. ευρώ περίπου. Δεδομένου ότι μόνο τα δεδουλευμένα των εργαζομένων ανέρχονταν στα 2,1 εκ. ευρώ, το ποσό δεν επαρκούσε για την πλήρη αποπληρωμή όλων των οφειλών. Έτσι, σε όλους τους πιστωτές, πλην του Δημοσίου, τέθηκε και από ένα ποσοστό «κουρέματος» στα χρωστούμενα, βάσει των υπολογισμών της συνδίκου. Για το προσωπικό, συγκεκριμένα, αποφασίστηκαν περικοπές το ποσοστό των οποίων διαφέρει από εργαζόμενο σε εργαζόμενο, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις πλησιάζει το 50% των χρωστούμενών τους.
Αντιρρήσεις για το τελικό «μείγμα» των ποσών που θα πληρωθούν φαίνεται πως έχει η ΔΥΠΑ, για αυτό και προχώρησε σε ανακοπή κατά του αναλυτικού πίνακα που έχει συντάξει η σύνδικος, δίνοντας συνέχεια στις δικαστικές περιπέτειες της υπόθεσης.
Η τελευταία εξέλιξη ήρθε στις 9 Ιουλίου στο Πρωτοδικείο Κιλκίς, όπου ζητήθηκε και δόθηκε αναβολή για τις 17 Σεπτεμβρίου. Ακόμα μία παράταση, λοιπόν, για την αγωνία των εργαζομένων, από τους οποίους στο μεταξύ υπάρχουν και περίπου 20 που έχουν φύγει από τη ζωή και άρα η υπόθεση περνά στους κοντινούς τους συγγενείς. Σε κάθε περίπτωση, ένα μεγάλο κομμάτι των απολαβών τους για μία δύσκολη περίοδο του εργασιακού τους βίου έχει ήδη χαθεί. Τώρα ελπίζουν να πάρουν τουλάχιστον το υπόλοιπο.