Οικονομία

Ένωση Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης: Όχι στο νέο φορολογικό

Κάλεσμα συμμετοχής στην κινητοποίηση στο Υπουργείο Οικονομικών αύριο Τετάρτη 22/11/23 ώρα 13.00

Parallaxi
ένωση-ασκουμένων-και-νέων-δικηγόρων-θ-952158
Parallaxi

Την αντίθεση τους στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο εκφράζουν οι ασκούμενοι και νέοι δικηγόροι της Θεσσαλονίκης, τονίζοντας πως η αφετηριακή σκέψη της Κυβέρνησης για τη θέσπιση τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος προέρχεται από την πεπλανημένη και επιθετική της εντύπωση ότι αδιακρίτως κάθε ελεύθερος επαγγελματίας είναι κατά το συλλογικό στερεότυπο «φοροφυγάς».

Όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση της Ένωσης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης:

Ήδη από το πρώτο άρθρο και το σκοπό του νομοσχεδίου διαφαίνεται η «φορολογική εμπάθεια», η οποία το χαρακτηρίζει. Στο νομοθετικό κείμενο που εδώ και δυο ημέρες έχει τεθεί στη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης αναγράφεται κατά εσφαλμένη, ιδεολογική και πολιτική γλώσσα και ουδόλως νομική, ότι: «Σκοπός του παρόντος είναι η μείωση της φορολογίας για τους συνεπείς φορολογουμένους […]». Βέβαια η φορολογία είτε μειώνεται είτε όχι, για όλους. Όπως και οι τιμές στο σούπερ μάρκετ, δεν έχουν αυξηθεί μόνο για τους τακτικούς καταναλωτές, αλλά για όλους.

Στρατηγικά, η ένταξη του όρου «συνεπείς», προσπαθεί να εδραιώσει την υπερασπιστική γραμμή του νομοσχεδίου, η οποία με τη σειρά της βασίζεται σε ένα αδικαιολόγητο, άδικο και αφελές τσουβάλιασμα όλων των ελεύθερων επαγγελματιών ως φοροφυγάδων. Άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίο «πλασάρεται» και ευλογείται από την Κυβέρνηση και τον Υπουργό Οικονομικών το νομοσχέδιο είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής που δήθεν έχει παραγίνει. Εφόσον, όμως, ο νομοσχέδιο ξεκινά με τη μείωση της φορολογίας για τους συνεπείς, γιατί δεν παρουσιάστηκε ως ένα θετικό νομοσχέδιο μείωσης των φόρων, κάτι το οποίο θα συνέπλεε άλλωστε με το πολιτικό συμφέρον και την ιδεολογική συνέπεια της ‘’φιλελεύθερης’’ οικονομικά Κυβέρνησης.

Όταν καταρτίζεται ένα νομικό κείμενο, η γλώσσα που πρέπει να χρησιμοποιείται οφείλει να είναι κι αυτή νομική, δηλαδή ακριβής και σαφής χωρίς περιθώρια συγχύσεων, αμφισβητήσεων ή κοινωνικοπολιτικών αποχρώσεων που σκοπό έχουν να δημιουργήσουν διαχωρισμούς, να δείξουν με το δάχτυλο και να ειρωνευτούν εμμέσως όσες και όσους έχουμε αντιδράσει. Τι πάει να πει συνεπείς και ποιοι είναι ασυνεπείς, πόσοι είναι οι μεν και πόσοι οι δε;

Αλλά ας ήταν αυτό το πρόβλημα του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου. Φαίνεται ότι η αναχρονιστική λύση των τεκμηρίων που σε τίποτα δεν απέδωσε κατά την προηγούμενη εφαρμογή της ανά τα χρόνια και ανά της Κυβερνήσεις διόλου επιτυγχάνει να αποτελέσει ‘’χαλινάρι’’ της φοροδιαφυγής, αλλά ούτε και να μειώσει τη φορολογία. Πράγματα τα οποία θα επιτυγχάνονταν αμφότερα, παραδείγματος χάριν, με την αφαίρεση των εξόδων από τα έσοδα και φορολόγηση του υπολοίπου  Αντίθετα χτυπά ανεπανόρθωτα τους περισσότερους και τους μικρότερους, δηλαδή νεότερους ελεύθερους επαγγελματίες κα ιδιαίτερα το δικηγορικό κλάδο λόγω των ιδιωματισμών και των ιδιαιτεροτήτων που τον διέπουν.

Η αφετηριακή σκέψη της Κυβέρνησης για τη θέσπιση τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος προέρχεται από την πεπλανημένη και επιθετική της εντύπωση ότι αδιακρίτως κάθε ελεύθερος επαγγελματίας είναι κατά το συλλογικό στερεότυπο «φοροφυγάς», αυτός που αν που βάζει μέσα το Κράτος κι ευθύνεται για κάθε έλλειμμά του. Σημειωτέον, ότι σε αντίθεση με τους μισθωτούς, οι οποίοι -ορθώς- φορολογούνται επί των καθαρών αποδοχών τους, οι ελεύθεροι επαγγελματίες υπόκεινται και υφίστανται φορολογικούς υπολογισμούς επί του μεικτού εισοδήματος τους, το οποίο αναλόγως την κατηγορία και την κλάδο περιλαμβάνει τις καταβαλλόμενες ασφαλιστικές εισφορές.

Η ως άνω ιδιαιτερότητα του δικηγορικού επαγγέλματος συνίσταται στο γεγονός ότι οι δικηγόροι μέσω των γραμματίων προείσπραξης προκαταβάλλουν και ασφαλιστικές εισφορές και φόρο εισοδήματος, αλλά και ΦΠΑ, τα οποία φυσικά άπαντα διαμορφώνουν το τεκμαρτό φορολογητέο μεικτό εισόδημα.

Οι ευνοϊκές διατάξεις της πρώτης τριετίας και των κλιμακωτών τριετιών αποτελούν φενάκη, διότι οι περισσότερες νέες και οι περισσότεροι νέοι δικηγόροι έχουν κάνει ήδη από την ορκωμοσία τους ως δικηγόρων έναρξη επαγγελματικής δραστηριότητας στην εφορία, δουλεύοντας όμως σε γραφεία άλλων μεγαλύτερων δικηγόρων, ώστε να προικιστούν γνωστικά και εμπειρικά και στη συνέχεια να κάνουν το βήμα και να ανοίξουν περισσότερο έτοιμες και έτοιμοι ένα δικό τους δικηγορικό γραφείο. Έτσι, μία, ίσως και δύο τριετίες να πάνε χαμένες.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη ειρωνεία είναι ότι το τελικώς διαμορφούμενο από τον ανερμάτιστων αυθαίρετων και μπακάλικων εξισωτισμών πολλαπλασιασμό του κατώτατου μισθού με τους δεκατέσσερις μήνες τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα αποτελεί μαχητό τεκμήριο. Δηλαδή όποιος δεν έχει βγάλει αυτά τα χρήματα που ανέρχονται στο ποσό των δέκα χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι ευρώ (780 ευρώ x 14 μισθούς= 10.920) θεωρείται ότι δεν έχει συμφέρον να διατηρεί επιχείρηση και άρα εφόσον υφίσταται ακόμη σημαίνει ότι κλέβει. Ράβδος εν γωνία άρα βρέχει. Αυτή η παράλογη συλλογιστική πέρα από το γεγονός ότι στιγματίζει και τσουβαλιάζει ένα σημαντικό κλάδο-γρανάζι της οικονομικής ζωής της χώρας δεν καταπολεμά τη φοροδιαφυγή, αντίθετα κλείνει το μάτι σε λίγους και μεγάλους και φτωχοποιεί τους περισσότερους μικρούς και νέους επαγγελματίες φορολογώντας τους αυθαίρετα για εισοδήματα τα οποία ουδέποτε απέκτησαν.

Φυσικά δύναται ο αδίκως φορολογηθείς να θραύσει τη νομική βεβαιότητα που ενέχει η έννοια του τεκμηρίου, αφού αυτό θεσπίζεται ως μαχητό, όπως αποτυπώνεται στο επίμαχο άρθρο 13 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, το οποίο προσθέτει άρθρο 28Α στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) και συγκεκριμένα την παρ. 3: «Το ελάχιστο ετήσιο κέρδος, που προσδιορίζεται βάσει της παρ. 2, μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από τα πραγματικά δηλωθέντα κέρδη αυτού, εφόσον αποδεικνύεται από τον υπόχρεο με βάση πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία […]» Όπως είπαμε, το εδώ προβληματικό και ειρωνικό είναι ότι αφενός μεν ο φορολογούμενος δεν έβγαλε τα χρήματα, τα οποία ο νόμος τεκμαίρει ότι έβγαλε, αφετέρου δε ότι καλείται ο φορολογούμενος να αποδείξει ότι δεν τα έβγαλε, βαρυνόμενος με την απόδειξη της λογιστικής και οικονομικής του πραγματικότητας, ενώ υποτίθεται ότι θα φορτιστεί και με πρόσθετες υποχρεώσεις ηλεκτρονικών βιβλίων, ηλεκτρονικού πελατολογίου, την ανά πάσα ώρα και στιγμή διαθεσιμότητά του να αποστείλει δεδομένα στην εκάστοτε φορολογική αρχή, τη χρήση POS και συναλλαγών με κάρτα.

Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Δυστυχώς είναι ακόμα χειρότερα καθώς ο νόμος αναφέρει δίκην καταλόγου τις περιπτώσεις που μπορεί να συντρέχουν αυτές οι δυνατότητες αμφισβήτησης και θρυμματισμού του μαχητού τεκμηρίου. Η αναφορά τους, αλλά και η διατύπωση του νόμου («ιδίως») μάλλον μας οδηγεί στο συμπεράσματα ότι πρόκειται για ένα κλειστό σύστημα λόγω επίκλησης, που αναφέρονται συγκεκριμένα και περιοριστικά, αποκλείοντας δηλαδή κάθε άλλο μέσο απόδειξης ακόμα και λογιστικά βιβλία, αποδεικτά έγγραφα κ.α. Φυσικά, πρέπει να σημειωθεί ότι τυχόν τέτοια διαδικασία απόδειξης ακόμα και να συντρέχουν οι λόγοι είναι ήδη από τη φύση της δαπάνη για το φορολογούμενο τόσο σε χρήμα, όσο και σε χρόνο, ειδικά μάλιστα αν συνοδευτεί και από κάποια προκαταβολή του όλου ή του μισού φόρου, ώστε να μπορεί να αμφισβητήσει διοικητικά ή δικαστικά τον ήδη επιβληθέντα φόρο.

Τέλος, πέρα από το αντισυνταγματικό σκεπτικό των οριζόντιων μέτρων, το οποίο παραβιάζει την εκ των προτέρων την αρχή της ισότητας και την αρχή του Κράτους Δικαίου, υπό το πρίσμα της εξέτασης και αντιμετώπισης ανόμοιων περιπτώσεων ως όμοιων, το υπό συζήτηση νομοσχέδιο παραβιάζει και βασικές αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού, αφού στην πραγματικότητα εξοβελίζει μια εγγενή έννοια, ένα οικονομικό μέγεθος, το οποίο είναι άμεσα συναρτώμενο με το ελεύθερο επάγγελμα, την έννοια της ζημίας. Λαμβάνεται εκ των προτέρων ως δεδομένο ότι κάθε χρονιά είναι κερδοφόρο ως το ποσό των 10.920 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα, μπορεί να μη δουλέψει όσο σχεδίαζε, να έκανε μια επένδυση που δεν τελεσφόρησε και εν τέλει ζημιώθηκε. Τούτο το μέγεθος φαίνεται να μην μπορεί καν να αντιληφθεί η Κυβέρνηση ή διαφορετικά επιθυμεί να φορολογήσει εσκεμμένα χρήματα που δεν υφίστανται και σε καμία περίπτωση μπορούν να αποτελέσουν φορολογητέο τεκμαιρόμενο εισόδημα.

Ως Ένωση Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης, από καθημερινή εμπειρία, παρατήρηση και βιώματα πιστεύουμε ότι οι μέχρι σήμερα κατάσταση των νέων δικηγόρων, αλλά και του δικηγορικού κλάδου συνολικά δεν οδηγεί σε αυτό που το νομοσχέδιο φαντασιώνεται ως λύση και κανονικότητα. Τα δεδομένα είναι αποθαρρυντικά. Σχεδόν 13.000 δικηγόροι βιώνοντας τα κόστη της πραγματικής ζωής και όχι του ατελείωτου και κακού ταμείου των μετακλητών και του δημοσίου, δεν μπορούν πια να αντεπεξέλθουν στα έξοδα διατήρησης και συντήρησης ενός γραφείου και δηλώνουν ως έδρα το σπίτι τους. Τα ανεβασμένα ενοίκια και η ενεργειακή κρίση ουδόλως απασχόλησαν Υπουργείο και Κυβέρνηση ως προς αυτές τις συνέπειές τους. Τουλάχιστον το 30% συναδέλφων δικηγόρων βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης οφειλών, καθώς αδυνατεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις, οι προφανώς και θα αυξηθούν με το νέο νομοσχέδιο. Βλέπουμε καθημερινά συναδέλφισσες και συναδέλφους να προσέρχονται στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους και να κάνουν παύση της επαγγελματικής δικηγορικής τους δραστηριότητας, επειδή απλά δεν βγαίνει. Επιστήμονες νέοι και με καλές σπουδές διάθεση για δουλειά που το νομοθετικό και φορολογικό καθεστώς τους εξοντώνει μέχρι και την εγκατάλειψη πολυετών σπουδών, μάχιμης δικηγορίας και ονείρων. Το νομοσχέδιο που φέρει το Υπουργείο Οικονομικών εμφανώς καταρτισμένο από εμμονές και στοχοποιήσεις θα οδηγήσει ακόμα περισσότερους δικηγόρους στην πόρτα της δικηγορικής εξόδου.

Ο απώτερος σκοπός του φορολογικού νομοσχεδίου είναι η παράταση του κρυψίματος κάτω από το χαλί των αδυναμιών τόσο των φορολογικών αρχών και των ελεγκτικών οργάνων, όσο και των μέτρων που κατά καιρούς έχουν ληφθεί από την Κυβέρνηση. Είναι επιθυμία της να πετάξει το βάρος ελέγχου από πάνω της και να εξοντώσει κάθε ελεύθερο επαγγελματία, ο οποίος πληρώνει και πληρώνεται μόνος τους, επειδή τη δυσκολεύει ο έλεγχος, αν και ουδέποτε σε αρκετά μεγάλους και οικονομικά προβληματικούς δεν τράβηξε το αυτί. Μας οδηγεί σταδιακά σε ένα μοντέλο στο οποίο θα επικρατεί η μισθωτή εργασία, τα πάντα θα γίνονται από τους εργοδότες και αυτοματοποιημένα, όχι από ελεγκτικές αρχές.

Μπροστά σε αυτή φτωχοποίηση, το διωγμό προς τη μισθωτή εργασία, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την αναγκαστική υπαγωγή σε κάθε βούληση και απόφαση τόσο εργοδοτών, όσο και των Κυβερνήσεων, απέναντι σε αυτό το νομοσχέδιο του Υπουργό Οικονομικών που καθόλου δεν θα περιορίσει τη φοροδιαφυγή, αλλά των αριθμό των συναδέλφων και των νέων δικηγόρων, εμείς ως Ένωση Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης, που ασκούμε περήφανα το ελεύθερο αυτό λειτούργημα, αλλά και επάγγελμα, αφού μέσω αυτού βιοποριζόμαστε εκφράζουμε την έντονη αντίδραση και διαφωνία μας, ζητούμε την άμεση απόσυρσή των εξαγγελθέντων φορολογικών μέτρων, χαιρετίζουμε κάθε απόφαση των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας προς αντίδραση στο εξαγγελθέν νομοσχέδιο, συντασσόμαστε με την απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και καλούμε όλο το σώμα, καθεμιά και καθέναν δικηγόρο στη μαζική κινητοποίηση και συμμετοχή στην πορεία διαμαρτυρίας και στη συγκέντρωση έξω από το Υπουργείο Οικονομικών στην Αθήνα στις 22/11/2023 και ώρα 13:00.

Διότι είναι πρωτίστως ζήτημα αξιοπρέπειας.

Για την Ένωση Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης

Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας: Ιωάννης Τρασανίδης Γεώργιος Παπαγεωργίου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα