Επαναφορά δώρων στο Δημόσιο: Πόσο θα είναι το πιθανό κόστος στον κρατικό προϋπολογισμό αν επιστρέψουν
Οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί περιορισμοί και τα περιθώρια του προϋπολογισμού
Εάν η κυβέρνηση αποφάσιζε αύριο να επαναφέρει τον 13ο και 14ο μισθό στο Δημόσιο, καθώς και τη 13η και 14η σύνταξη, το κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό θα εκτοξευόταν στα 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε τουλάχιστον 2,5 νέους ΕΝΦΙΑ, σε επιβολή ισοδύναμων φορολογικών μέτρων ή σε εξίσου δραστικές παρεμβάσεις στον προϋπολογισμό, όπως περικοπές άλλων κοινωνικών παροχών.
Με απλά λόγια, για να καλυφθεί το απαιτούμενο ποσό, θα έπρεπε να υπερδιπλασιαστεί ο φόρος ακινήτων, να αυξηθεί η φορολογία σε βασικά αγαθά ή να επιβληθούν νέες εισφορές στους εργαζόμενους. Παράλληλα, μια αύξηση στη φορολογία καυσίμων κατά 40 λεπτά το λίτρο θα εκτόξευε την τιμή της αμόλυβδης σε επίπεδα ρεκόρ, επιβαρύνοντας δραματικά το κόστος ζωής.
Η κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο και της 13ης και 14ης σύνταξης στους συνταξιούχους. Το οικονομικό επιτελείο υπογραμμίζει ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια έχουν ήδη εξαντληθεί από κρίσιμες δαπάνες, όπως οι πρόσφατες αυξήσεις στις συντάξεις και η ενίσχυση της εθνικής άμυνας.
Για τους δημοσίους υπαλλήλους, η επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού θα επιβάρυνε τον προϋπολογισμό με 1,6-1,7 δισ. ευρώ ετησίως, χωρίς να συνυπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές. Εάν συμπεριληφθούν και αυτές, το ποσό φτάνει τα 3 δισ. ευρώ. Από την άλλη, η αποκατάσταση των «δώρων» στους συνταξιούχους θα κόστιζε περίπου 2,5 δισ. ευρώ ετησίως. Σε περίπτωση που η καταβολή περιοριζόταν μόνο σε όσους έχουν προσφύγει δικαστικά, το κόστος θα μειωνόταν στα 750 εκατ. ευρώ.
Αν και η Ελλάδα δεν βρίσκεται πλέον υπό τη στενή μνημονιακή επιτήρηση, παραμένει δεσμευμένη από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Οι θεσμοί έχουν θέσει αυστηρά όρια στις κρατικές δαπάνες, ενώ τα όποια περιθώρια υπήρχαν έχουν ήδη αξιοποιηθεί σε άλλες κυβερνητικές προτεραιότητες. Στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε νέα μόνιμη δαπάνη θα απαιτούσε ισοδύναμα μέτρα, δηλαδή νέους φόρους ή περικοπές σε άλλες δαπάνες.
Η προσφυγή της ΑΔΕΔΥ και του Ενιαίου Δικτύου Συνταξιούχων (ΕΝΔΙΣΥ) στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) και το Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΣ) αναμένεται να κρίνει εάν οι περικοπές στα «δώρα» ήταν συνταγματικές ή όχι.
Πρόκειται για ένα πάγιο αίτημα του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων της χώρας. Το ΕΝΔΙΣΥ, όπως τονίζει στην ανακοίνωση του, “αναλαμβάνει τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία, επιδιώκοντας να δοθεί ένα τέλος σε μια κατάφωρη αδικία. Περισσότεροι από 2,5 εκατομμύρια συνταξιούχοι υποφέρουν εδώ και 13 συναπτά έτη, έχοντας απολέσει δύο συντάξεις που δικαιούνται και τους ανήκουν. Πρόκειται για παροχές που περικόπηκαν βίαια υπό το πρόσχημα της οικονομικής κρίσης – μιας κρίσης για την οποία οι συνταξιούχοι δεν ευθύνονταν, αλλά πλήρωσαν πολύ ακριβά, σηκώνοντας το κύριο βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής”.
Ακόμη κι αν το δικαστήριο δικαιώσει τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, το βασικό ερώτημα παραμένει: πού θα βρεθούν τα χρήματα;
Η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα δύσκολο δίλημμα. Από τη μία πλευρά, τα συνδικάτα και οι συνταξιούχοι ασκούν πιέσεις για την αποκατάσταση των περικοπών. Από την άλλη, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για τέτοιου είδους μόνιμες παροχές χωρίς την επιβολή νέων φόρων ή περικοπές σε άλλους τομείς.
Το οικονομικό επιτελείο τονίζει ότι η Ελλάδα, όπως και όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, είναι υποχρεωμένη να λειτουργεί εντός των δημοσιονομικών κανόνων και να αποφεύγει νέα ελλείμματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε οικονομική αποσταθεροποίηση. Πηγές του ΥΠΟΙΚ υπογραμμίζουν ότι όσα γράφονται περί νέων παροχών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε τις αντοχές της οικονομίας ούτε τους ευρωπαϊκούς κανόνες που καθορίζουν ετήσια όρια για τις δημόσιες δαπάνες.
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ενδέχεται να δημιουργήσει νέα δεδομένα, αλλά ακόμη και αν υπάρξει νομική δικαίωση για τους δικαιούχους, η επαναφορά των «δώρων» δεν είναι δημοσιονομικά εφικτή χωρίς πρόσθετα μέτρα.
Με απλά λόγια, τα 5,5 δισ. ευρώ δεν υπάρχουν στον προϋπολογισμό. Αν έπρεπε να βρεθούν, οι πολίτες θα έρχονταν αντιμέτωποι με έναν φορολογικό κεραυνό, είτε μέσω της επιβάρυνσης στα ακίνητα είτε μέσω αυξήσεων σε βασικά προϊόντα και υπηρεσίες.
Η κυβέρνηση καλείται να σταθμίσει τις επιλογές της σε ένα εξαιρετικά ασφυκτικό δημοσιονομικό περιβάλλον. Από τη μία πλευρά, υπάρχει η πολιτική πίεση για επαναφορά των «δώρων». Από την άλλη, η χώρα δεν μπορεί να διακινδυνεύσει νέα δημοσιονομική εκτροπή, καθώς οι αγορές και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί παρακολουθούν στενά την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Σε κάθε περίπτωση, η εξίσωση παραμένει δύσκολη και η λύση που θα επιλεγεί θα έχει σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό αποτύπωμα. Η επιστροφή στα «δώρα» μπορεί να ακούγεται ελκυστική, αλλά το τίμημα για τους φορολογούμενους θα ήταν βαρύ και δύσκολα διαχειρίσιμο.
Πηγή: newmoney.gr, Στέλιος Κραλογλου