ΕΡΕΥΝΑ-Ακρίβεια: Το 90% των εργαζομένων μείωσε την κατανάλωση βασικών αγαθών
Το 43% των εργαζομένων δηλωνει ότι το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού επιπέδου είναι η αύξηση των μισθών
Ιδιαίτερα δυσμενείς φαίνεται να είναι οι επιπτώσεις της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, με τους 9 στους 10 να υποστηρίζει ότι μείωση την κατανάλωση βασικών αγαθών, σύμφωνα με την ειδική θεματική έρευνα κοινής γνώμης που δημοσιοποίησε η ΓΣΕΕ και το Ινστιτούτο Εργασίας.
Παράλληλα, το 43% των εργαζομένων δηλωνει ότι το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού επιπέδου είναι η αύξηση των μισθών, ωστόσο η επιλογή «επιδόματα» έλαβε ποσοστό 0% καθώς κανείς ερωτώμενος δεν την προτίμησε. Η έρευνα, που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία Alco, και απευθύνεται σε εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, καταγράφει τις επιπτώσεις της ακρίβειας στη μείωση της κατανάλωσης βασικών ειδών διατροφής, την πορεία εξέλιξης των αμοιβών και του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, καθώς και την άποψή τους για την αποτελεσματικότερη προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων τους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας:
«- Το 90% των εργαζομένων δηλώνει ότι έχει μειώσει την κατανάλωση βασικών αγαθών, εξαιτίας της ακρίβειας. «Πολύ» απαντά το 18%, «αρκετά» το 51% και «λίγο» το 21%. Αντίστοιχα, το 16% δηλώνει «καθόλου». Η κλιμάκωση της μείωσης της κατανάλωσης διαφοροποιείται στις κατηγορίες βασικών αγαθών «ψύξη-θέρμανση», «ψαρικά», «κρέας», «γαλακτοκομικά», «φρούτα-λαχανικά».
– Το χαμηλό επίπεδο των διαθέσιμων εισοδημάτων των εργαζομένων αναδεικνύεται από το γεγονός ότι το 30% δηλώνει ότι δεν διαθέτει αποταμιεύσεις και, παράλληλα, ένα 37% αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τις αποταμιεύσεις του, για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες αγοράς βασικών αγαθών.
– Ως προς το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού επιπέδου, το 43% δηλώνει ότι είναι η αύξηση των μισθών, το 33% η μείωση του ΦΠΑ και των φόρων κατανάλωσης, το 24% ο έλεγχος τιμών. Η επιλογή «επιδόματα» δεν επιλέχθηκε από κανέναν ερωτώμενο (0%).
– Το 64% των εργαζομένων σημειώνει ότι δεν έλαβε καμία αύξηση στον μισθό του κατά το έτος 2023 και το 34% επισημαίνει ότι έλαβε κάποια αύξηση. Εκτιμάται ότι η μεγάλη πλειονότητα αυτών που δήλωσαν ότι έλαβαν κάποια αύξηση, είναι αυτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ο οποίος αυξήθηκε κατά το έτος 2023.
– Το 52% θεωρεί ότι δεν θα λάβει κάποια αύξηση στον μισθό του, μετά την απόφαση για το “ξεπάγωμα” των τριετιών και το 26% θεωρεί ότι θα λάβει. Το γεγονός ότι το 22% επιλέγει την απάντηση «δεν γνωρίζω» καταδεικνύει τη σύγχυση που επικρατεί στους εργαζόμενους σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.
– Το 72% δηλώνει ότι δεν εργάζεται παραπάνω από το κανονικό ωράριό του, ενώ το 24% δηλώνει ότι εργάζεται παραπάνω.
– Το 48% αυτών που αναφέρουν ότι εργάζονται παραπάνω από το κανονικό ωράριό τους δηλώνει ότι δεν αμείβεται για τις υπερωρίες του.
– Τέλος, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων, με ποσοστό 81%, θεωρεί ότι τα εργασιακά δικαιώματα προστατεύονται καλύτερα με τη σύναψη Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας έναντι του 9% που επιλέγει την ατομική διαπραγμάτευση».
«Η ελληνική οικονομία και κοινωνία, μετά την πολυετή λιτότητα, βρίσκεται μπροστά σε ένα “κύμα” ακρίβειας σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες και στασιμότητας των εισοδημάτων, που απειλεί την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο πολλών εργαζόμενων νοικοκυριών. Είναι αναγκαίο να υλοποιηθεί άμεσα ένα μείγμα παρεμβάσεων αύξησης των μισθών και ενίσχυσης των εργασιακών δικαιωμάτων, έτσι ώστε να προστατευτεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό το βιοτικό επίπεδο μισθωτών και, κυρίως, των χαμηλότερα αμειβομένων. Η ενίσχυση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, μέσω του δικαιώματος της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων να καθορίζουν τον κατώτατο μισθό, είναι επιτακτική», υπογραμμίζει η ΓΣΕΕ.