Eξάπλωση της φτώχειας – Όταν η «ανάπτυξη» γίνεται όργανο κοινωνικού αποκλεισμού

Η φτώχεια αυξάνεται, η εργασία παραμένει επισφαλής και η πραγματική ανάπτυξη κινδυνεύει να παραμείνει μια φούσκα

Parallaxi
eξάπλωση-της-φτώχειας-όταν-η-ανάπτυ-820719
Parallaxi

Η κυβέρνηση εξακολουθεί να διαφημίζει ένα εικονικό «success story» γύρω από την ελληνική οικονομία, όμως, πίσω από τα πανηγυρισμούς της κρύβεται ένα βαθύ πρόβλημα: η οικονομική «ανάπτυξη» δεν συνοδεύεται από κοινωνικό όφελος.

Το κοινωνικό κράτος υποχωρεί, η εργασία γίνεται ολοένα και πιο επισφαλής και η οικονομία διογκώνεται σε τομείς υπηρεσιών χαμηλής παραγωγικότητας, αφήνοντας πολλούς πολίτες να παλεύουν με τη φτώχεια και την ανασφάλεια.

Μια από τις πιο ανησυχητικές ενδείξεις είναι η άνοδος του ποσοστού κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού: σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 26,9% του πληθυσμού -περίπου 2,74 εκατομμύρια άνθρωποι- ανήκε σε αυτή την κατηγορία το 2024 (εισοδήματα 2023), με αύξηση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2023.

Ο δείκτης αυτός περιλαμβάνει τρεις υποδείκτες: κίνδυνος φτώχειας, στέρηση βασικών αγαθών και χαμηλή συχνότητα απασχόλησης. Πλέον, η φτώχεια κυρίως αποτέλεσμα ανεργίας, αλλά και υποαπασχόλησης ή αστάθειας και ανασφάλειας που προκύπτουν από ανεπαρκή εισοδήματα.

Ιδιαίτερα ευάλωτα είναι τα παιδιά: το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για παιδιά κάτω των 17 ετών έφτασε το 27,9%.

Παράλληλα, μολονότι η ανεργία υποχωρεί, αυτό δεν μετουσιώνεται αυτομάτως σε ανακούφιση.

Τον Σεπτέμβριο του 2025, η εποχικά διορθωμένη ανεργία έπεσε στο 8,2%, από 9,7% έναν χρόνο πριν. Αυτό μοιάζει με καλό νέο, όμως, η πραγματική εικόνα είναι πολύ πιο σύνθετη: Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2025, ενώ οι εργαζόμενοι αυξήθηκαν (+1,4% σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους), το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλό σε απόλυτους αριθμούς (411.722 άνεργοι) και η συμμετοχή στην αγορά εργασίας παραμένει επισφαλής.

Την ίδια στιγμή, η ανάκαμψη της οικονομίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε χαμηλής απόδοσης υπηρεσίες: Στην ετήσια έκθεση προόδου του ελληνικού κράτους για το 2025, αναφέρεται ότι η ελληνική οικονομία επεκτάθηκε κατά 2,3% το 2024, με κινητήρια δύναμη την εγχώρια ζήτηση (κυρίως την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις), αλλά με αρνητική συνεισφορά καθαρών εξαγωγών.

Όμως, η συγκεκριμένη «ανάπτυξη» δεν χτίζεται σε παραγωγικά θεμέλια: Mεγάλος όγκος της απασχόλησης προέρχεται από τον τριτογενή τομέα, όπως ο τουρισμός, το λιανικό εμπόριο ή οι μεταφορές – κλάδοι που είθισται να χαρακτηρίζονται από περιορισμένη παραγωγικότητα και επισφαλείς συνθήκες εργασίας.

Το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας τεκμηριώνεται από πρόσφατα δεδομένα: Τα στοιχεία της έκθεσης του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας (KEΠΕ) και άλλες σχετικές έρευνες καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα υστερεί σημαντικά σε εργασιακή παραγωγικότητα και πολυπαραγοντική παραγωγικότητα, παρά την οικονομική «ανάπτυξη».

Στην έκθεση παραγωγικότητας του ΚΕΠΕ σημειώνεται, δε, ότι η «υστέρηση σε μεταρρυθμίσεις και θεσμούς» εξακολουθεί να παρεμποδίζει την αύξηση της αποδοτικότητας.

Η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο, σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΒ, αυξήθηκε ελάχιστα μεταξύ 2019 και 2023, με τον ρυθμός αύξησής της να απέχει κατά πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η χαμηλή παραγωγικότητα, για την οποία δεν φέρουν ευθύνη οι εργαζόμενοι, αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, που θεμελίωσαν την οικονομία σε αντιπαραγωγικά μοντέλα που ψαλιδίζουν τις εργασιακές επιλογές, ικανότητες και δυνατότητες, έχει άμεσο αντίκτυπο στην αμοιβή που λαμβάνει η πλειονότητα των ανθρώπων που παράγουν τον πλούτο.

Ούτως ή άλλως, οι μισθοί δεν αυξάνονται αναλογικά με την «ανάπτυξη», και αυτό περιορίζει τη δυνατότητα των πολιτών να επωφεληθούν από τα όποια οικονομικά κέρδη.

Παρά την «καλή» μακροοικονομική εικόνα που παρουσιάζεται, η δομή της ανάκαμψης αποκαλύπτει στρατηγικές αστοχίες: Η χώρα εμφανίζει δημοσιονομικά πλεονάσματα, όμως, αυτές οι «επιτυχίες» δεν συνοδεύονται από ενίσχυση ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα προβλέπεται να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2,1% του ΑΕΠ το 2025.

Όμως, παρά τον δημοσιονομικό χώρο, υπάρχουν έντονες ενδείξεις ότι οι επενδύσεις δεν κατευθύνονται επαρκώς σε κοινωνικές υποδομές ή μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν τη βιωσιμότητα της οικονομίας. Τα στοιχεία της έκθεσης του ΚΕΠΕ καταδεικνύουν ότι οι θεσμικές αδυναμίες, η γραφειοκρατία και η έλλειψη μεταρρυθμίσεων υπονομεύουν την κοινωνική και οικονομική πρόοδο.

Ένα άλλο κρίσιμο σημείο είναι ότι η «ανάπτυξη» υποστηρίζεται από εξωγενείς παράγοντες -τουρισμό και κοινοτικά κονδύλια (μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης)- και όχι από μια σταθερή εσωτερική αναδιάρθρωση. Όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ, οι καθυστερήσεις στην απορρόφηση των κονδυλίων ανάκαμψης, που στην Ελλάδα είναι ιδιαιτέρως αυξημένες, υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα και να αυξήσουν τον κίνδυνο κοινωνικής φθοράς.

Πρεκαριάτο

Εν τω μεταξύ, μεγάλο μέρος της αγοράς εργασίας παραμένει επισφαλές. Πολλοί εργαζόμενοι βρίσκουν δουλειές στον τριτογενή τομέα, αλλά με χαμηλές απολαβές, μερική ή εποχική απασχόληση. Η «ανάπτυξη» τους προσφέρει δουλειά – αλλά όχι αξιοπρέπεια ή σταθερό εισόδημα.

Η συγκεκριμένη δομή -«ανάπτυξη» με βάση τις υπηρεσίες, χωρίς θεσμικές μεταρρυθμίσεις και πραγματική αύξηση παραγωγικότητας- δημιουργεί ένα επικίνδυνο κοινωνικό μείγμα. Τα οικονομικά «καλά νέα» για την Ελλάδα απεικονίζονται στο ΑΕΠ, όμως, δεν γίνονται αισθητά στην καθημερινότητα πολλών πολιτών. Η φτώχεια αυξάνεται, η εργασία παραμένει επισφαλής και η πραγματική ανάπτυξη κινδυνεύει να παραμείνει μια φούσκα: εντυπωσιακή στα στατιστικά, αδύναμη στην πραγματικότητα.

Η εικόνα που αναδύεται δεν είναι μιας γενικής ανάκαμψης, αλλά μιας ανάκαμψης που δεν φτάνει στους πολλούς. Χωρίς βαθύτερες θεσμικές τομές, χωρίς επένδυση στην παραγωγικότητα μέσω καλύτερων συνθηκών για τους εργαζόμενους και χωρίς πραγματική ανακατεύθυνση των πόρων, η Ελλάδα μοιάζει να βρίσκεται σε ένα σημείο όπου το οικονομικό «success story» γίνεται όργανο κοινωνικού αποκλεισμού, όχι μέσο πραγματικής κοινωνικής ανάπτυξης.

Πηγή: in.gr / Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα