Οικονομία

Γιατί ακρίβυνε τόσο το παγωτό;

Επιχειρηματίες αναλύουν τους λόγους της εκτόξευσης των τιμών του παγωτού στην Parallaxi - Πόσο κοστίζει πλέον η δροσερή λιχουδιά;

Χρυσάνθη Αρχοντίδου
γιατί-ακρίβυνε-τόσο-το-παγωτό-1332319
Χρυσάνθη Αρχοντίδου

Η γεύση του παγωτού που μας δροσίζει κάθε καλοκαίρι έχει ακριβύνει ακόμα περισσότερο φέτος, με την τιμή του στα παγωτατζίδικα, τα ζαχαροπλαστεία και τους φούρνους να εκτοξεύεται στα ύψη.

Οι τιμές του παγωτού έχουν σημειώσει σημαντική άνοδο για το 2025, φτάνοντας έως και το 38% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Συγκεκριμένα, σήμερα στα ζαχαροπλαστεία, η τιμή του παγωτού κυμαίνεται από 6 έως 20 ευρώ το κιλό, με το 2024 να μην ξεπερνά τα 18,5 ευρώ το κιλό. Μία μπάλα παγωτό μπορεί να φτάσει τα 4-6 ευρώ στις απλές γεύσεις, όπως η βανίλια και η σοκολάτα, ενώ οι πιο σύνθετες γεύσεις, όπως είναι οι ξηροί καρποί και τα φρούτα, δέχονται επιπλέον χρεώσεις.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι τιμές σε γλυκά και παγωτά αυξήθηκαν για το 2025, από 3,9% τον Ιανουάριο, μέχρι 6% τον Μάρτιο και 5,8% τον Απρίλιο.

Οι κύριοι παράγοντες που έχουν οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές τα τελευταία χρόνια, αποτελούν κυρίως η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, ειδικά του κακάο, της ζάχαρης και του γάλατος, καθώς και το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, με τα ενεργειακά έξοδα, τα ενοίκια και τις εισφορές του προσωπικού, να αυξάνονται κατακόρυφα, λόγω του πληθωρισμού.

Όπως είναι επόμενο, η συνεχής αυτή αύξηση των τιμών αναμένεται να κάνει τους λάτρεις του παγωτού να σκεφτούν δύο φορές πριν δροσιστούν με το αγαπημένο τους γλυκό από ποιοτικά καταστήματα και δεν αρκεστούν τελικά στα τυποποιημένα παγωτά των σούπερ μάρκετ.

Τι συμβαίνει με την αύξηση στις τιμές των πρώτων υλών

Η τιμή του ελαίου καρύδας, ενός από τα βασικά συστατικά του παγωτού έχει εκτοξευθεί σήμερα, χωρίς να εμφανίζει καθοδική πορεία, μιας και η ζήτηση συνεχίζει να ξεπερνά την προσφορά.

Στα τέλη Μαΐου, η χονδρική τιμή για το φιλιππινέζικο λάδι καρύδας που παραδόθηκε στο Ρότερνταμ, ένα σημείο αναφοράς του κλάδου, έφτασε τα 2.800 δολάρια ανά τόνο, περίπου διπλάσια από ό,τι ένα χρόνο πριν.

Σύμφωνα με δημοσίευμα του Al Jazeera, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες στην Ινδονησία και τις Φιλιππίνες, χώρες που αντιπροσωπεύουν τα τρία τέταρτα της παγκόσμιας προσφοράς λαδιού καρύδας, επηρέασαν αρνητικά την παραγωγή, οδηγώντας στην αύξηση των τιμών του παγωτού.

Η παγκόσμια βιομηχανία παγωτού, αξίας 81 δισ. δολαρίων το 2024, δίνει πλέον μεγάλη προσοχή στη δυναμική της αγοράς που επηρεάζει τις τιμές της καρύδας.

Με την τιμή της σοκολάτας να παρουσιάζει αύξηση κατά 16,5% και την τιμή του κακάο να έχει αυξηθεί έως και 250% το 2025, όλο και περισσότεροι κατασκευαστές σοκολάτας έχουν αρχίζει να αναδιαμορφώνουν τα προϊόντα τους με υποκατάστατα. Ένα από αυτά είναι το έλαιο καρύδας.

Η υψηλή τιμή του κακάο – που επί του παρόντος κυμαίνεται περίπου στα 10.000 δολάρια ανά τόνο – συνεχίζει να υποστηρίζεται από τις ελλείψεις καλλιεργειών και την ανθεκτική ζήτηση των καταναλωτών για προϊόντα με βάση το κακάο, ιδίως τη σοκολάτα.

Το έλαιο καρύδας είναι μια καθιερωμένη εναλλακτική λύση για το βούτυρο κακάο, ιδίως σε συνταγές σοκολάτας vegan ή χωρίς γαλακτοκομικά. Ακόμη και στην αυξημένη τιμή του, το λάδι καρύδας εξακολουθεί να είναι φθηνότερο από το κακάο.

Πηγή: Unsplash

Επιχειρηματίες αναλύουν στην Parallaxi την αύξηση των τιμών στο παγωτό

Ο Μιχάλης Λεμονής, ιδιοκτήτης του φούρνου «Lemonis Modern Bakery» στη Θεσσαλονίκη, τονίζει ότι μεγάλο ρόλο στην εκτόξευση των τιμών, έχει παίξει το ενεργειακό κόστος:

«Η ενέργεια στη συγκεκριμένη βιομηχανία είναι πολύ βασική και αποτελεί μεγάλο ποσοστό του κόστους στο παγωτό. Τα τελευταία χρόνια το ενεργειακό κόστος έχει αυξηθεί σε τεράστιο βαθμό. Το παγωτό χρειάζεται υψηλή ενέργεια τόσο για τις παγωτομηχανές, όσο για τη συντήρησή του στην κατάψυξη, ακόμα και την πώληση. Αυτό, όπως είναι επόμενο, έχει δημιουργήσει ένα πολύ μεγαλύτερο κοστολόγιο από το παρελθόν.

Σαφέστατα, οι πρώτες ύλες είναι επίσης πολύ αυξημένες. Οι ξηροί καρποί, οι βανίλιες, τα λιπαρά όπως οι κρέμες γάλακτος έχουν αυξηθεί έως και 100% από τα χρόνια της πανδημίας και δεν παρουσιάζουν την παραμικρή μείωση. Πριν από μερικά χρόνια, αγοράζαμε τα φιστίκια στα 12-13 ευρώ το κιλό, ενώ αυτή τη στιγμή τα βρίσκουμε έως και πάνω από 25 ευρώ. Οι βασικές πρώτες ύλες, όπως το γάλα, η κρέμα γάλακτος, η ζάχαρη και το αλεύρι, που κάποτε δεν ακολουθούσαν το χρηματιστήριο, πλέον ακολουθούν τις διεθνείς τάσεις. Έχουν δεχθεί αυξήσεις στο 100% και έτσι είναι επόμενο να επηρεάζεται και να αυξάνεται η τιμή του παγωτού, χωρίς κανένας να μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό». 

Αναφορικά με τις διαφορές του παραδοσιακού παγωτού που συναντάμε σε ζαχαροπλαστεία και φούρνους σε σύγκριση με τα τυποποιημένα παγωτά των ψιλικατζίδικων και σούπερ μάρκετ, ο κ. Λεμονής εξηγεί:

«Συνήθως τα ζαχαροπλαστεία και οι φούρνοι φτιάχνουν τα παγωτά με τον παραδοσιακό τρόπο, επιλέγουν οι πρώτες ύλες να είναι η κρέμα γάλακτος, το γάλα, η ζάχαρη, με φρούτα και ξηροκάρπια στις έξτρα γεύσεις. Τα τυποποιημένα δεν έχουν καμία σχέση με αυτήν την πρώτη ύλη, καθώς δεν χρησιμοποιούν φρέσκο γάλα, αλλά σκόνη γάλατος. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο λόγω του κόστους, όσο είναι και θέμα παραγωγικότητας. Οπότε υπάρχει μία μεγάλη ποιοτική διαφορά, η οποία φυσικά μεταφράζεται και στην τιμή». 

Πηγή: Unsplash

Από την πλευρά του, ο Γιάννης Μαρίνης, που διατηρεί το ζαχαροπλαστείο «Marinis Pastry» στη δυτική Θεσσαλονίκη, αναλύει τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και οι οποίες έχουν οδηγήσει στην αύξηση των τιμών του παγωτού:

«Το πρόβλημα δεν αφορά το παγωτό καθ’ αυτό. Τα τελευταία δύο χρόνια έχουμε μία “φοροκαταιγίδα“, η οποία έχει αλλάξει άρδην τις συνθήκες σε όλες τις επιχειρήσεις. Έχουν αυξηθεί δραματικά οι ασφαλιστικές εισφορές, με την προσθήκη και της Κάρτας Εργασίας, ενώ ταυτόχρονα βιώνουμε τρομερές αυξήσεις στα ενεργειακά κόστη, τα οποία θεωρητικά έπρεπε να μειωθούν στα επαγγελματικά τιμολόγια, κάτι που δεν συνέβη ποτέ. Επίσης, έχει ανέβει η φορολογία με το τεκμαρτό, καθώς οι ατομικές επιχειρήσεις πλέον φορολογούμαστε διπλάσια, τη στιγμή που σημειώνονται αυξήσεις στις εισφορές του προσωπικού τα τελευταία δύο χρόνια. Όλα αυτά κάνουν πολλές φορές αδύνατη την επιβίωση -ειδικά των μικρότερων – επιχειρήσεων.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, αν ο καταναλωτής επιλέξει να αγοράσει το παγωτό του από τα “hot spot” στο κέντρο της πόλης, τότε πρέπει να έχει στο μυαλό του ότι ίσως η μπάλα κοστίσει μέχρι και 6 ευρώ. Και αυτό συμβαίνει γιατί το ενοίκιο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι πολύ υψηλότερο από ότι σε ένα περιφερειακό κατάστημα. Δεν μπορεί ο επιχειρηματίας να μειώσει την τιμή του, θέλοντας και μη. Όμως, σίγουρα υπάρχουν και περιφερειακά καταστήματα που προσφέρουν παγωτό το ίδιο καλής ποιότητας, σε αρκετά χαμηλότερες τιμές». 

Πηγή: Unsplash

Αναφορικά με τις πρώτες ύλες, ο κ. Μαρίνης υπογραμμίζει ότι η αύξηση των τιμών τους προφανώς έχει φθείρει τις επιχειρήσεις:

«Σαφώς έχουν ακριβύνει και οι πρώτες ύλες, γεγονός που μας έχει φθείρει σημαντικά. Οι τιμές σε παγωτατζίδικα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης κυμαίνονται από 6 μέχρι και 22 ευρώ το κιλό, ενώ σε περιφερειακά καταστήματα υπάρχουν και επιλογές με 15 ευρώ το κιλό.

Αυτή τη στιγμή, οι τιμές που έχουν “ξεφύγει” είναι στη σοκολάτα, με το γάλα να έχει μία αύξηση πάνω από το 50%, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται και μία γενναία αύξηση στην κρέμα γάλακτος.

Τα τελευταία χρόνια, έχουν εισέλθει στον χώρο του παγωτού, επιχειρηματίες οι οποίοι δεν έχουν ασχοληθεί με τη ζαχαροπλαστική και έχουν στραφεί σε εταιρείες που τους παρέχουν την τεχνογνωσία σε συσκευασία. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες αυτές παρέχουν στις επιχειρήσεις γάλα και ένα έτοιμο μείγμα, το οποίο τους αναγκάζει να είναι ακριβότεροι στις τιμές τους για να πληρωθεί. Εμείς παράγουμε πρωτογενώς, αγοράζουμε δηλαδή ξεχωριστά κάθε υλικό, κάτι που έχει μεγαλύτερο εργατικό κόστος καθώς πρέπει να δουλέψεις και αναμείξεις τις ύλες αναλόγως». 

Καταλήγοντας, ο ίδιος εξηγεί μία από τις βασικές διαφορές του τυποποιημένου παγωτού που βρίσκουμε στα σούπερ μάρκετ με το παραδοσιακό παγωτό των ζαχαροπλαστείων, που επηρεάζει τις τιμές τους:

«Ένα τάπερ παγωτού στο σούπερ μάρκετ μπορεί να αναγράφει 2 λίτρα και να ζυγίζει 1.200 γραμμάρια. Σε ένα ζαχαροπλαστείο, το ένα λίτρο μπορεί να είναι 1.200 γραμμάρια και αυτό συμβαίνει λόγω της διόγκωσης, καθώς για τα τυποποιημένα παγωτά δουλεύουν κλειστού τύπου μηχανήματα. Αποτέλεσμα είναι ο καταναλωτής να αγοράζει ένα παγωτό το οποίο μοιάζει στο μάτι μεγάλο, αλλά στην πραγματικότητα να εμπεριέχει πάρα πολύ αέρα και να μην καταναλώνει τελικά αυτό που νομίζει».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα