Κατώτατος μισθός: Αυξάνεται σε Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη – Ποιες χώρες ξεπέρασαν την Ελλάδα
Γιατί αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση η Σλοβενία;
Οι κατώτατοι μισθοί σε ολόκληρη την Ευρώπη έχουν σημειώσει απότομη άνοδο, ιδίως στις κεντρικές και ανατολικές περιοχές του μπλοκ, μειώνοντας ένα χάσμα που άνοιγε διάπλατα στα επίπεδα των αμοιβών, το οποίο κάποτε φαινόταν αμετάβλητο.
Η αύξηση των κατώτατων μισθών έχει γίνει κυρίαρχη πολιτική, ωθώντας τα κατώτατα όρια των μισθών προς τα πάνω, με ρυθμό συχνά ταχύτερο από τον μέσο όρο ή τις μέσες αποδοχές. Η ανάγκη επίτευξης επαρκών κατώτατων μισθών αναγνωρίζεται σε όλο το μπλοκ, μεταξύ άλλων, μέσω μιας νέας οδηγίας της ΕΕ, η οποία ωθεί τον καθορισμό των εθνικών μισθών σε ευθυγράμμιση.
Ανάμεσα στα 22 κράτη της ΕΕ με εθνικό κατώτατο μισθό (ορισμένα βασίζονται αποκλειστικά σε συλλογικές διαπραγματεύσεις – δυστυχώς, όχι πλέον στο δικό μας…), η ιστορία του τελευταίου τετάρτου του αιώνα ήταν μια ιστορία αξιοσημείωτης σύγκλισης. Αν γυρίσουμε πίσω στο 2000, βλέπουμε ότι ο κατώτατος μισθός του Λουξεμβούργου ήταν 47 φορές υψηλότερος από αυτόν της Ρουμανίας. Μέχρι το 2025, η διαφορά μεταξύ του υψηλότερου (εξακολουθεί να είναι το Λουξεμβούργο, περίπου 2.638 ευρώ το μήνα) και του χαμηλότερου (η Βουλγαρία, που κυμαίνεται κοντά στα 551 ευρώ) έχει συρρικνωθεί σε λιγότερο από πέντε φορές.
Πολωνία και Λιθουνία ξεπέρασαν Ελλάδα και Πορτογαλία
Στις αρχές του αιώνα, οι κατώτατοι μισθοί σε πολλές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ήταν κάτω από 100 ευρώ το μήνα. Αν προχωρήσουμε γρήγορα στο σήμερα, όμως, διαπιστώνουμε ότι οι ονομαστικές τιμές σε χώρες όπως η Πολωνία και η Λιθουανία έχουν ξεπεράσει αυτές των νότιων κρατών, όπως η Πορτογαλία και η Ελλάδα.
Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη μετατόπιση των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή των επιπέδων των τιμών. Μετρούμενη σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης (PPS), τα οποία λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές στο κόστος ζωής, η αναλογία μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου κατώτατου μισθού έχει πέσει κατακόρυφα.
Εξάλλου, όσον αφορά στη χώρα μας έχει αποδειχθεί από τα στοιχεία όλων των ερευνών ότι η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων βρίσκεται στο «ναδίρ», ενώ η ακρίβεια συνεχίζει να τους «ροκανίζει» το εισόδημα.
Σύγκλιση και σημερινός χάρτης
Παρά τη σύγκλιση αυτή, όμως, εξακολουθεί να υπάρχει ένας σαφής χάρτης κατώτατων μισθών στην Ευρώπη, όπως σημειώνεται σε ανάλυση του Social Europe. Τα υψηλότερα ποσοστά συγκεντρώνονται σε έξι δυτικές οικονομίες.
Μια μεσαία βαθμίδα περιλαμβάνει κυρίως μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Μάλτα, η Σλοβενία, η Κροατία και η Κύπρος. Η χαμηλότερη ομάδα περιλαμβάνει μόνο τις χώρες που εντάχθηκαν μετά το 2004 στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Αυτές οι επίμονες διαφορές, που αντικατοπτρίζουν τις ευρύτερες μισθολογικές διαφορές, παραμένουν ένας βασικός μοχλός που οδηγεί τους εργαζόμενους από την Ανατολή και το Νότο προς τις καλύτερες προοπτικές στη Δύση και το Βορρά.
Εξετάζοντας τις πρόσφατες κινήσεις, κατά την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου 2024 και Ιανουαρίου 2025, οι μεγαλύτερες ονομαστικές αυξήσεις συγκεντρώθηκαν εκεί όπου οι μισθοί ξεκίνησαν με τα χαμηλότερα επίπεδα. Η Ρουμανία σημείωσε αύξηση σχεδόν 23%, ενώ η Εσθονία είδε μια πιο μέτρια αύξηση 8%.
Τα παλαιότερα κράτη μέλη εφάρμοσαν γενικά πιο προσεκτικές προσαρμογές. Το κρίσιμο είναι ότι, με τον πληθωρισμό να υποχωρεί κάπως, οι κάτοχοι του κατώτατου μισθού στις περισσότερες χώρες απολάμβαναν μια ώθηση σε πραγματικούς όρους με τα πακέτα των μισθών τους να αυξάνονται λίγο περισσότερο από πριν.
Η ώθηση της ευρωπαϊκής οδηγίας και τα μελλοντικά ερωτήματα
Η νέα οδηγία της ΕΕ για τον κατώτατο μισθό – που θα κριθεί στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, πάντως, λόγω διαφωνιών – στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι οι νόμιμοι κατώτατοι μισθοί είναι «επαρκείς». Ενώ οι κυβερνήσεις διατηρούν τον τελικό λόγο για τους αριθμούς, η οδηγία επιμένει σε ισχυρά πλαίσια: συχνές επικαιροποιήσεις, σαφή κριτήρια για τον καθορισμό των ποσοστών και κατάλληλη συμμετοχή των συμβουλευτικών φορέων και των κοινωνικών εταίρων.
Ίσως η μεγαλύτερη επιρροή ωθεί τις χώρες να χρησιμοποιούν «ενδεικτικές τιμές αναφοράς» για τη μέτρηση της επάρκειας, για παράδειγμα το 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού ή το 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι όλο και περισσότερες κυβερνήσεις ανατρέχουν πλέον σε τέτοιες τιμές, ιδίως στις αναλογίες των μέσων μισθών, κατά τη βαθμονόμηση των ετήσιων αυξήσεών τους.
Γιατί αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση η Σλοβενία;
Οι κατώτατοι μισθοί ξεπερνούσαν ήδη την αύξηση του μέσου μισθού σε πολλά μέρη – η οδηγία φαίνεται ότι θα εδραιώσει αυτή την τάση, καθώς οι χώρες προσπαθούν να επιτύχουν αυτά τα σχετικά σημεία αναφοράς.
Αυτή η εστίαση αφορά στο ένα σκέλος της «επάρκειας» – τη διασφάλιση ότι ο κατώτατος μισθός είναι δίκαιος σε σχέση με άλλες αποδοχές. Όμως το δεύτερο σκέλος – κατά πόσον εγγυάται ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο – παραμένει κάπως σαθρό.
Η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος εκτείνεται πέρα από τους κατώτατους μισθούς και περιλαμβάνει το ευρύτερο οικονομικό τοπίο: το κόστος ζωής, τη σύνθεση του νοικοκυριού, τις αποδοχές άλλων μελών της οικογένειας και την επιβάρυνση από φόρους ή την απομόνωση των παροχών. Τα περισσότερα κράτη της ΕΕ δεν έχουν αξιολογήσει επαρκώς αυτή την κρίσιμη διάσταση. Η Σλοβενία αποτελεί τη σπάνια εξαίρεση, συνδέοντας τις προσαρμογές του κατώτατου μισθού της με τις μεταβολές του κόστους ενός καθορισμένου «καλαθιού» αγαθών.
Αντίθετα, στην Ελλάδα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που πανηγυρίζει για την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ (σ.σ. μεικτά βεβαίως), «μοιράζει» καλάθια και επιδόματα, επιλέγοντας τα «μπαλώματα» από τις μόνιμες λύσεις, που θα προσφέρουν στους πολίτες ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο.
Πηγή: In.gr