Μεγάλες προκλήσεις: Στεγαστικό και δημογραφικό, δρόμοι παράλληλοι
Η ελληνική κοινωνία μετασχηματίζεται... Δημογραφική και στεγαστική κρίση συναντιούνται σε έναν δρόμο τραχύ
Στεγαστικό και δημογραφικό, δύο δρόμοι που ενώνονται. Συνδέονται άμεσα και αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που πλήττει κυρίως τους νέους.
Η κρίση στην αγορά κατοικίας λειτουργεί ως ένας από τους βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες για τη δημιουργία οικογένειας και την αύξηση της γεννητικότητας, επιδεινώνοντας έτσι το ήδη σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.
Ακριβή μου… στέγη
Η ραγδαία αύξηση των τιμών αγοράς και των ενοικίων (σε ορισμένες περιοχές εκτιμάται ότι υπερβαίνει το 40%-50% από το 2018), σε συνδυασμό με τη μη ανάλογη αύξηση των εισοδημάτων, καθιστά την προσιτή στέγη δύσκολη υπόθεση, ειδικά για τα νέα ζευγάρια.
Όταν ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματος δαπανάται για τη στέγαση (η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά), οι νέοι αναβάλλουν σημαντικές αποφάσεις ζωής, όπως ο γάμος ή η απόκτηση παιδιών.
Το πρόβλημα της ακριβής στέγασης δυσκολεύει τους νέους να αυτονομηθούν και να φύγουν από το πατρικό σπίτι, καθυστερώντας έτσι την έναρξη του δικού τους νοικοκυριού, γεγονός που επηρεάζει άμεσα τον δείκτη γονιμότητας.
Αν και το στεγαστικό είναι κρίσιμο, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στο δημογραφικό, όπως:
- Οικονομική ανασφάλεια και υψηλό κόστος διαβίωσης γενικότερα
- Η προτεραιότητα που δίνεται στην καριέρα
- Η έλλειψη υποστηρικτικών κοινωνικών δομών (π.χ., παιδικοί σταθμοί, ευελιξία εργασίας)
Μια ενιαία δομική κρίση
Σε σχετική της ανάλυση, η BluPeak Estate Analytics σημειώνει ότι «η στέγαση, η υπογεννητικότητα και το ευρύτερο δημογραφικό πρόβλημα δεν αποτελούν τρεις ξεχωριστές προκλήσεις. Αποτελούν μία ενιαία δομική κρίση που ξεκινά από την αδυναμία των νέων να εξασφαλίσουν κατοικία και καταλήγει σε μια άμεση απειλή για το μέλλον της χώρας.
Έτσι, η στέγη βρίσκεται πλέον στο κέντρο της συζήτησης για τη δημογραφική μας επιβίωση, καθώς η πρόσβαση σε προσιτή κατοικία λειτουργεί ως βασική προϋπόθεση για την οικογενειακή διαμόρφωση και τη συνοχή της κοινωνίας».
Με βάση τα στοιχεία της εταιρείας οι νέοι υποχρεώνονται να δαπανούν πάνω από το 50% του εισοδήματός τους στο ενοίκιο ή να παραμένουν εξαρτημένοι από την πατρική στέγη, ακόμα και μετά τα 30 έτη.
Οι αλήθεια των αριθμών…
Περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού βρίσκεται σε στεγαστική επισφάλεια ή σε συνθήκες αποκλεισμού. Πρόσφατες αναφορές και δεδομένα της Eurostat (κυρίως για το 2024, αν και κάποια στοιχεία μπορεί να αφορούν το 2023), δείχνουν πως η Ελλάδα καταγράφει τις χειρότερες επιδόσεις στην ΕΕ.
Στη νέα Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η ΤτΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το στεγαστικό αναγνωρίζοντας ενδείξεις πιθανής «φούσκας» στην αγορά κατοικιών και κάνοντας λόγο για «απαρχή συσσώρευσης συστημικών κινδύνων».
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι τιμές των διαμερισμάτων το 2024 αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 9,1% (αναθεωρημένα στοιχεία), έναντι αύξησης 13,9% το 2023. Ειδικότερα, η αύξηση των τιμών το γ’ τρίμηνο του 2025 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024 ήταν 6,6% για τα νέα διαμερίσματα, δηλ. ηλικίας έως πέντε ετών, και 8,5% για τα παλαιότερα.
Η άνοδος είναι πανελλαδική: Αθήνα +6,6%, Θεσσαλονίκη +9,6%, μεγάλες πόλεις +8,9%, λοιπή χώρα +8,5%. Πιέσεις ασκούνται και στο υπάρχον απόθεμα, καθώς η αύξηση είναι μεγαλύτερη στα παλιά διαμερίσματα απ’ ό,τι στα νέα. Αν και τα ποσοστά αφορούν τις πωλήσεις και όχι τις ενοικιάσεις, οι πιέσεις που ασκούνται στην αγορά λόγω του περιορισμένου διαθέσιμου αποθέματος κατοικιών επεκτείνονται και στους ενοικιαστές, με τα μισθώματα να έχουν εκτοξευτεί τα τελευταία χρόνια.
Την πενταετία 2021 – 2025 οι αυξήσεις στα διαμερίσματα ήταν συνεχώς πολύ πάνω από τον πληθωρισμό (+7,9%, +11,2%, +11,9%, +7,8%, +7,7% αντιστοίχως).
Την ίδια στιγμή, πάνω από 700.000 κατοικίες παραμένουν κενές ή αδρανείς, χωρίς να αξιοποιούνται. Η έλλειψη προσιτής στέγης πλήττει κυρίως τους νέους και τα χαμηλά εισοδήματα, αλλά σταδιακά πιέζει και τη μεσαία τάξη.
Οι τρεις αποτρεπτικοί παράγοντες
Τα δεδομένα επηρεάζουν άμεσα τους νέους και την δημιουργία οικογένειας. Όπως αναφέρει στην ανάλυσή της η BluPeak, «νέοι άνθρωποι που διατηρούν σταθερές σχέσεις, ή έχουν επαγγελματική πορεία, δεν μπορούν να προχωρήσουν στην απόκτηση παιδιών όχι λόγω επιλογής, αλλά λόγω αδυναμίας.
Η έλλειψη σταθερής και επαρκούς κατοικίας, η απουσία προβλεψιμότητας στο οικονομικό τους μέλλον και η αδυναμία διαμόρφωσης ενός περιβάλλοντος ασφάλειας οδηγούν πολλούς στην αναβολή ή την εγκατάλειψη της σκέψης για οικογένεια. Η στάση αυτή δεν συνδέεται με τάσεις ατομικισμού αλλά με έναν ουσιαστικό οικονομικό περιορισμό που επηρεάζει το σύνολο της νέας γενιάς».
Η τάση των ζευγαριών με διπλά εισοδήματα και χωρίς παιδιά κερδίζει συνεχώς έδαφος, επιλέγοντας έναν τρόπο ζωής με μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια, ελευθερία κινήσεων και λιγότερες ευθύνες.
Πολλοί νέοι καθυστερούν την επισημοποίηση των σχέσεών τους (γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης) ή δεν βρίσκονται καν σε σχέση, γεγονός που συνδέεται άμεσα με την απόκτηση παιδιών.
Η ελληνική κοινωνία μετασχηματίζεται
Στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 οι θάνατοι είναι σταθερά περισσότεροι από τις γεννήσεις (+4,3 χιλ. το 2011, +58,5 χιλ. το 2024) και θα συνεχίσουν να είναι σύμφωνα με τους ειδικούς, ακόμη και αν η πτωτική πορεία των γεννήσεων ανακοπεί, τις αμέσως επόμενες δεκαετίες.
Μέσα σε 15 χρόνια η μείωση ξεπερνά το 38% και ο δείκτης γονιμότητας παραμένει στο 1,3 παιδιά ανά γυναίκα πολύ χαμηλότερα από το όριο αναπλήρωσης του πληθυσμού.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβολές των Ηνωμένων Εθνών (2024) και της Eurostat (EUROPOP-2023) για την περίοδο 2025-2050, διαπιστώνεται μια σύγκλιση στην εκτίμηση ότι το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων στην Ελλάδα είναι μη αναστρέψιμο.
Η BluPeak Estate Analytics τονίζει ότι η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια συνεκτική πολιτική στέγασης. Μόνο η πρόσβαση σε προσιτή και βιώσιμη κατοικία μπορεί να δημιουργήσει το περιβάλλον μέσα στο οποίο οι νέοι θα αισθανθούν έτοιμοι να σχεδιάσουν οικογένεια.


