Οι ασιατικές πλατφόρμες «σαρώνουν» την ελληνική αγορά – Ένα στα πέντε ευρώ φεύγει για Κίνα

Οι απώλειες για την ελληνική οικονομία από την επέλαση των πλατφορμών με φθηνά κινεζικά είδη είναι πολύπλευρες και εκτείνονται σε πολλούς τομείς

Parallaxi
οι-ασιατικές-πλατφόρμες-σαρώνουν-τ-1336303
Parallaxi

Οι κινεζικές πλατφόρμες με φθηνά προϊόντα έχουν κάνει απόβαση και στην ελληνική αγορά, με τις απώλειες για το ελληνικό εμπόριο να είναι μεγάλες.

Ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, Σταύρος Καφούνης σε συνέντευξη Τύπου με θέμα «Ασιατικές πλατφόρμες Ηλεκτρονικού εμπορίου: Πως θα αποτραπεί η “άλωση” της ευρωπαϊκής αγοράς – Ώρα ευθύνης για την Ε.Ε.», παρουσίασε τα επικαιροποιημένα στοιχεία μελέτης της ΕΣΕΕ για τις πολύπλευρες επιπτώσεις του άνισου ανταγωνισμού σε βάρος των ευρωπαϊκών και ελληνικών εμπορικών επιχειρήσεων.

Όπως ανέφερε ο κ. Καφούνης ο εκτιμώμενος τζίρος στην Ελλάδα, βάσει ενεργών χρηστών και μέσης ετήσιας αξίας αγορών ανά χρήστη υπολογίζεται στα 529 εκατ. ευρώ.

Αυτό σημαίνει ότι οι ασιατικές πλατφόρμες καταλαμβάνουν το 17,63% της ελληνικής αγοράς ηλεκτρονικού εμπορίου.

«Δηλαδή, περίπου το 20% της αγοράς έχει ήδη μετατοπιστεί εκτός ελληνικού εμπορικού ιστού», όπως σημείωσε.

Πρακτικά, συνέχισε ο ίδιος, ένα στα πέντε ευρώ του ηλεκτρονικού εμπορίου φεύγει προς την Κίνα.

Αν συνεχιστεί αυτή η τάση, οι επιπτώσεις θα είναι σοκαριστικές.

Οι απώλειες για την ελληνική οικονομία είναι πολυεπίπεδες:

  • Τελωνειακοί δασμοί ύψους περίπου 50 εκατ. ευρώ χάνονται ετησίως.
  • Χάνονται επίσης ασφαλιστικές εισφορές, έσοδα από ΦΠΑ και λοιπούς φόρους.
  • Συνολικά, η απώλεια δημοσίων εσόδων από φορολογία και εισφορές εκτιμάται σε 200 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο.
  • Το πλήγμα είναι αντίστοιχο με το τετραπλάσιο του τεκμαρτού εισοδήματος για το λιανεμπόριο, ενώ υπερβαίνει ακόμα και το σύνολο του ετήσιου τέλους επιτηδεύματος.

Αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές τόσο για το ελληνικό όσο και για το ευρωπαϊκό εμπόριο με λουκέτα, απώλεια θέσεων εργασίας κλπ, κατέληξε ο πρόεδρος.

Κρίσιμη η κατάσταση για το ευρωπαϊκό εμπόριο

Η γενική διευθύντρια της EuroCommerce, Christel Delberghe, ανέφερε στην τοποθέτησή της ότι η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη, καθώς παρατηρείται μαζική εξαγωγή προϊόντων στην Ευρώπη χωρίς την επιβολή δασμών, γεγονός που πλήττει όλους τους τομείς του εμπορίου.

Το φαινόμενο επιδεινώθηκε μετά την αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής έναντι των ασιατικών εταιρειών, και συγκεκριμένα την επιβολή αυστηρών δασμών. Ως αποτέλεσμα, εταιρείες όπως η TEMU και άλλες παρόμοιες, μετά την απομάκρυνσή τους από την αγορά των ΗΠΑ, στράφηκαν στην ευρωπαϊκή αγορά, όπου κατάφεραν να σημειώσουν εντυπωσιακή αύξηση πωλήσεων.

Το μέγεθος του προβλήματος αποτυπώνεται στα εξής στοιχεία:

  • Το 2024 διακινήθηκαν 4,6 δισεκατομμύρια πακέτα, με την εκτίμηση να αγγίζει τα 6 δισ. πακέτα για το 2025, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων προέρχεται από την Κίνα.
  • Πρόκειται για αθέμιτο ανταγωνισμό, καθώς πολλές από τις εταιρείες αυτές δεν τηρούν τα υποχρεωτικά πρότυπα που ισχύουν για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ούτε υπόκεινται στους ίδιους ελέγχους και επιβαρύνσεις.

Απαιτείται επείγουσα λήψη αποφάσεων, τόσο σε επίπεδο κρατών-μελών, όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, ώστε να αντιμετωπιστεί η υπόγεια διείσδυση αυτού του είδους εμπορίου, το οποίο υπονομεύει τις εθνικές οικονομίες.

Ήδη, πραγματοποιούνται συσκέψεις στην ΕΕ για άμεση λήψη μέτρων, με στόχο την τελωνειακή μεταρρύθμιση, την ενίσχυση των ελέγχων και την καταπολέμηση της αποφυγής δασμών και αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Παράλληλα, υπάρχει συνεργασία με την ΕΣΕΕ στο πλαίσιο συντονισμού με αρμόδιους ευρωπαϊκούς φορείς για τη διασφάλιση της εδάφους-βάσης προμήθειας (territorial sourcing).

Ένα επιπλέον ζήτημα αφορά τους γεωγραφικούς περιορισμούς εντός της ΕΕ. Όπως ανέφερε η γενική διευθύντρια, παρότι το κόστος ζωής είναι υψηλό, πολλές μεγάλες εταιρείες εκμεταλλεύονται κενά στη νομοθεσία, διατηρώντας τεχνητά υψηλές τιμές και διασπώντας την τοπική αγορά.

Βρισκόμαστε ήδη σε συνεννόηση με τις κυβερνήσεις, συνέχισε η ίδια, για τη νομοθετική θέσπιση περιορισμών σε εθνικό επίπεδο, ώστε να προστατευθούν οι εγχώριες αγορές από την αθέμιτη συμπεριφορά των πολυεθνικών.

Μάλιστα υπογράμμισε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει μελετήσει το φαινόμενο και εκτιμά ότι οι πρακτικές αυτές επιβαρύνουν τον Ευρωπαίο καταναλωτή με 14 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, αποτελώντας σοβαρό εμπόδιο για την ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα