Πρόσθετη επιβάρυνση 2,5 δισ. για τους Έλληνες δανειολήπτες
Σημαντική επιβάρυνση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων.
Στα 2,5 δισ. ανέρχονται οι πρόσθετοι τόκοι που κλήθηκαν να πληρώσουν σε διάστημα ενός έτους οι Έλληνες δανειολήπτες.
Αυτό σημειώνει σε ρεπορτάζ της η Ειρήνη Σακελλάρη για την εφημερίδα “Η Ναυτεμπορική” και προσθέτει πως οι Έλληνες έχουν την ελπίδα πως αυτό δεν θα συνεχιστεί.
“Η ελπίδα αυτή εδράζεται στο γεγονός ότι η Κριστίν Λαγκάρντ άφησε ανοικτό παράθυρο για τερματισμό της ανόδου των επιτοκίων από τον Σεπτέμβριο – αν και κάποιοι εκτιμούν πως θα πρέπει να περιμένουμε άλλη μία αύξηση, αν όχι τον Σεπτέμβριο, αλλά αμέσως μετά”, αναφέρεται στο ίδιο ρεπορτάζ.
Διαβάστε αναλυτικά παρακάτω όσα ακόμα αναφέρει το σχετικό κείμενο:
Μέσα σε διάστημα ενός μόλις έτους, από τον Ιούλιο του 2022, οι δανειολήπτες στη χώρα μας κλήθηκαν να πληρώσουν περίπου 2,5 δισ. ευρώ περισσότερους τόκους, καθώς το βασικό επιτόκιο (Deposit Facility Rate), το οποίο και παρακολουθεί το Euribor, έχει παρουσιάσει άνοδο κατά 425 μονάδες βάσης, από -0,50% (από τον Σεπτέμβριο του 2019 έως και τον Ιούλιο του 2022 σε 3,75% χθες).
Τούτο σημαίνει, όπως εξηγούν στη «Ν» τραπεζικοί παράγοντες, πως ανά 100 ευρώ δανείου ο δανειολήπτης έχει κληθεί να πληρώσει 4,25 ευρώ παραπάνω τόκους. Με βάση τα ενήμερα δάνεια, που είναι 110 δισ. ευρώ περίπου, το 75% εξ αυτών δέχεται την επίδραση, καθώς άλλα είναι με σταθερό επιτόκιο και άλλα βρίσκονται κοντά στην εξόφλησή τους και έχουν περιορισμένους τόκους.
Τούτο σημαίνει πως η επίδραση αφορά ενήμερα δάνεια ύψους περίπου 80 δισ. ευρώ. Ωστόσο, με κάποιους υπολογισμούς των τραπεζών η επίδραση με βάση την κλίμακα ωρίμανσης των δανείων κινείται στο 75% των 80 δισ. ευρώ. Έτσι οι επιπλέον τόκοι διαμορφώνονται περίπου στα 2,5 δισ. ευρώ. Το «πάγωμα» του Μαρτίου
Από τούδε και στο εξής αυτοί που δεν ανησυχούν για την άνοδο των επιτοκίων, χωρίς να σημαίνει πως δεν έχουν αρκούντως επιβαρυνθεί, είναι όσοι έχουν ενήμερο στεγαστικό δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου, καθώς οι τράπεζες έχουν «παγώσει» τα επιτόκια στα επίπεδα του Μαρτίου μέχρι τον Απρίλιο του 2024.
Στις επιχειρήσεις, ωστόσο, η εικόνα είναι διαφορετική και σχετίζεται κυρίως με το μέγεθος των επιχειρήσεων. Πριν από λίγο καιρό το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια βρισκόταν στο 6,5% και το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων στο 7,61%.
Ωστόσο, η άνοδος είναι ραγδαία. Οι περισσότερες επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους, έχοντας ρευστότητα, αποπλήρωσαν τα δάνειά τους ή κράτησαν δάνεια επιχορηγούμενα πολύ μικρότερου επιτοκίου. Αυτό οδήγησε και σε αρνητική πιστωτική επέκταση τις τράπεζες, η οποία θετικοποιήθηκε μόλις τους δύο προηγούμενους μήνες.
Το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο πλησιάζει το 6% και το μέσο επιτόκιο των δανείων τακτής λήξης με κυμαινόμενο επιτόκιο προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις το 6,13% (+8 μ.β.).
Η αξία του RRF
Το κόστος της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις μετριάστηκε το προηγούμενο διάστημα τόσο από τα προγράμματα του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων όσο και από τα δάνεια που χορηγήθηκαν μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), όπως επισημαίνεται στην πρόσφατη Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδας. Για τις 178 δανειακές συμβάσεις που έχουν ήδη υπογραφεί και αφορούν σχέδια συνολικού προϋπολογισμού 6,82 δισ. ευρώ (δάνεια ΤΑΑ: 2,72 δισ. ευρώ, κεφάλαια τραπεζών: 2,4 δισ. ευρώ και ίδια κεφάλαια: 1,7 δισ. ευρώ), το μεσοσταθμικό επιτόκιο διαμορφώνεται στο 2% και η μέση διάρκεια αποπληρωμής των δανείων σε 13 έτη.
Σύμφωνα με την έρευνα τραπεζικών χορηγήσεων της ΤτΕ για το β’ τρίμηνο του 2023, οι συνολικοί όροι χορήγησης δανείων προς τις ΜΧΕ παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητοι σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2023, αν και το επιτοκιακό περιθώριο των τραπεζών για τα συνήθη δάνεια μειώθηκε ως έναν βαθμό. Σε ό,τι αφορά τη ζήτηση, παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη.
Aς σημειωθεί πως με τη μόχλευση του ιδιωτικού τομέα (ίδια κεφάλαια και δάνεια) τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να κινητοποιήσουν επενδύσεις άνω των 57 δισ. ευρώ.
Πηγή: Ειρήνη Σακελλάρη/ Aπό την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Η Ναυτεμπορική”