Οικονομολόγοι: Ο πληθωρισμός ήρθε για να μείνει
Το κόστος δανεισμού, η ενεργειακή κρίση και η αστάθεια των αγορών δημιουργούν ένα εκρηκτικό οικονομικό κλίμα -
Ακόμα πιο βαθιά θα πρέπει να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να υποστούν ακόμα μεγαλύτερη μείωση του βιοτικού τους επιπέδου, τα μεσαία και λαϊκά στρώματα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, άρα και στην Ελλάδα, λόγω της αστάθειας της παγκόσμιας οικονομίας με την εκτίναξη του πληθωρισμού και τον περιορισμό της ρευστότητας.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει φέρει σχεδόν θεμελιακή αναστάτωση στις αγορές του καπιταλιστικού κόσμου, όπως και στην Ευρώπη, καθώς το κόστος του δανεισμού, που φρενάρει την ανάπτυξη και η αύξηση του πληθωρισμού, μετά και την ολοκλήρωση των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, διαμορφώνουν ένα «εκρηκτικό» κοκτέιλ.
Επίσης η πανδημία έχει αφήσει μόνιμα τρωτά σημεία στην οικονομία της ζώνης του ευρώ, τα οποία συμβάλλουν στην άνιση μετάδοση της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις δικαιοδοσίες. Είναι προφανές ότι η άνοδος των επιτοκίων των ομολόγων που έχουν φέρει “πυρετό”, ειδικά σε υπερχρεωμένες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα), οδηγεί την επικεφαλής της ΕΚΤ, Κρ. Λαγκάρντ σε κινήσεις αξιολόγησης των δεδομένων .
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιχειρεί να βάλει ένα «φρένο» στην εκτίναξη του κόστους δανεισμού με την αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης από τον ερχόμενο Ιούλιο και τη δημιουργία ενός νέου μέσου (εργαλείου) κατά του κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων» αλλά η πρώτη αντίδραση των αγορών δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Αμέσως μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της ΕΚΤ, η απόδοση του ιταλικού 10ετούς ομολόγου ενισχύθηκε στο 3,83% από το 3,77%, παραμένοντας, ωστόσο, αρκετά κάτω από το υψηλό ημέρας του 4,18%.

Η συζήτηση στην ΕΚΤ πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα που η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αναμενόταν να αυξήσει τα επιτόκια, με τους επενδυτές να έχουν αυξήσει δραματικά τα στοιχήματά τους. Η αλλαγή αυτή στις προσδοκίες προκάλεσε μαζικές πωλήσεις στις παγκόσμιες αγορές.
Η αναταραχή δηλαδή συνεχίστηκε ενώ το πρόβλημα επιδεινώθηκε και από την απόφαση της Ρωσίας να μειώσει την παροχή φυσικού αερίου σε Γερμανία και Ιταλία προκειμένου να αυξήσει τις τιμές πώλησης.
Μάλιστα επιφανή οικονομικά στελέχη όπως ο Τζέιμι Ντάιμον της JPMorgan, υποστηρίζουν ότι «ο «τυφώνας» στην παγκόσμια οικονομία φαίνεται ότι έχει ξεκινήσει» εξηγώντας πως οι ενέργειες της Fed σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ευρώπη δημιουργούν μία πρωτόγνωρη πρόκληση».
Την ίδια ώρα το spread των ελληνικών 10ετών ομολόγων έναντι των γερμανικών ξεπέρασε το 3% ενώ η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έφτασε πάνω από το 4,7%, καταγράφοντας αύξηση της τάξης των 300 μονάδων βάσης ή 3% από την αρχή του έτους. Ανάλογα κινήθηκε η απόδοση του 5ετούς ομολόγου η οποία ξεπέρασε το 3,65%.
Στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων τριών μηνών προσγειώθηκε και το χρηματιστήριο Αθηνών την Τρίτη (14/5), ακολουθώντας με καθυστέρηση το διεθνές sell off. Σχεδόν όλα τα ελληνικά assets βρέθηκαν στο στόχαστρο των πωλητών. Ο γενικός δείκτης έκλεισε με πτώση 4,6% στις 822,84 μονάδες και κινήθηκε μεταξύ 854,05 μονάδων (-0,99%) και 818,56 μονάδων (-5,10%).
Ανάλογη και η εικόνα στα ιταλικά ομόλογα με την απόδοση του ιταλικού 10ετούς να έχει ξεπεράσει το 4,4%, καθώς η χώρα διαθέτει το δεύτερο υψηλότερο δημόσιο χρέος μετά την Ελλάδα.
Ράλι ανόδου 18% στο φυσικό αέριο
Όλα δείχνουν ότι φετινό καλοκαίρι μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο καθώς οι χρηματιστηριακές αγορές διεθνώς βρίσκονται υπό τον φόβο της ύφεσης, γεγονός που ενισχύει και το ράλι ανόδου 18% στο φυσικό αέριο
Η ρωσική Gazprom ανακοίνωσε ότι μείωσε κατά περισσότερο του 40% τη δυναμικότητα αποστολής φυσικού αερίου προς τη Γερμανία μέσω του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream, αφού ο γερμανικός όμιλος Siemens δεν εξήγαγε προς την Ρωσία απαραίτητο εξοπλισμό.
Στο μεταξύ ο ιταλικός τύπος αναφέρεται στις πιθανές επιπτώσεις μετά την χθεσινή απόφαση της Gazprom να μειώσει κατά 15% την παροχή φυσικού αερίου στην Ιταλία. Σύμφωνα με πολλούς Ιταλούς αναλυτές, τέλος, η μείωση εξαγωγής φυσικού αερίου προς την Ιταλία και την Γερμανία, έχει και έναν καθαρά οικονομικό στόχο: να αυξηθεί, και πάλι, η τιμή του αερίου στις αγορές της Ευρώπης.

Ζαρωτιάδης: η ΕΚΤ παρασύρεται από τις φωνές της εμμονικής συντήρησης και της κερδοσκοπίας
Ο Γρηγόρης Ζαρωτιάδης αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ εκτιμά πως οι κινήσεις της ΕΚΤ δεν αποσκοπούν στο να επιλύσουν το πρόβλημα παρότι στην παρούσα συγκυρία η επιλογή της αύξησης των επιτοκίων είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση.
Όπως τόνισε στην Parallaxi «η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρασύρεται από τις φωνές της εμμονικής συντήρησης και της κερδοσκοπίας. Οδηγείται στην επιλογή της αύξησης των επιτοκίων αποδεχόμενη αφενός το αφήγημα ότι έτσι θα καταπολεμήσει τον πληθωρισμό. Λες και δεν ξέρουμε πως αυτός δεν προέκυψε από κάποια υποτιθέμενη υπερβολή της ζήτησης, αλλά από τις πραγματικές διεθνείς εμμένουσες κρίσεις».
Σχολίασε δε πως «η ΕΚΤ οδηγείται αφετέρου σε αυτήν την επιλογή αποτασσόμενη στις αδηφάγες χρηματοπιστωτικές υπερσυσσωρεύσεις. Σε κάθε περίπτωση, για όποιον λόγο κι αν είναι, η επιλογή της αύξησης των επιτοκίων είναι ο καλύτερος δρόμος προς το αδιέξοδο του στασιμοπληθωρισμού!»
Ωστόσο παρατήρησε πως η λύσεις που θα δοθούν δεν θα έχουν διάρκεια. Όπως εξήγησε η Ευρώπη θα βιώσει κοινωνικές αντιδράσεις λόγω της οικονομικής αναταραχής. «Ας ελπίσουμε να τους φωτίσει την τελευταία στιγμή η εμπειρία και η οικονομική βιβλιογραφία. Αν όχι, δεν μένει παρά να βιώσουν την αντίδραση των χειμαζόμενων λαών της Ευρώπης. Ελπίζω αυτή να είναι σε προοδευτική κατεύθυνση» τόνισε.
Γαρουνιώτης: Ο στασιμοπληθωρισμός προ των πυλών, οι αγορές κατρακυλάνε
Ο οικονομολόγος Σπύρος Γαρουνιώτης, εκτιμά ότι το μέλλον για την ελληνική οικονομία δεν είναι ευοίωνο.
Όπως τονίζει, ο στασιμοπληθωρισμός βρίσκεται προ των πυλών και οι αγορές κατρακυλάνε ενώ όπως φαίνεται διέξοδος δεν υπάρχει. «Όλα θα κριθούν από τι θα κάνουν οι δύο κεντρικές τράπεζες ΕΚΤ και FED και αν θα κινηθούν με ραγδαία αύξηση των επιτοκίων», σημειώνει και παρατηρεί ότι «το κόστος του δανεισμού της χώρος έχει τετραπλασιαστεί και έχει φτάσει στο 4,75% και αυτό σημαίνει περιοριστικά μέτρα και επιβράδυνση της οικονομίας».
Όπως επισημαίνει είναι ενδεικτικό ότι από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2021 το κόστος δανεισμού για τη χώρα μας, κυμαινόταν από 0,6 % έως 1%. Μετά την άνοδο των πληθωρισμού, από τον Φεβρουάριο, από 0.80% έφτασε στο 4,3% και τις προηγούμενες ημέρες είχε φτάσει μέχρι και 4,7%, όταν επί κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου μέσα στην κρίση, ήταν στο 10% και κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, πριν από την έξοδο από τα μνημόνια, κυμαινόταν γύρω στο 4,5%».

Υποστηρίζει δε πως «ο πόλεμος είναι ο βασικός λόγος της κρίσης, αλλά ο πληθωρισμός δεν πρόκειται να φύγει και θα έχει διάρκεια όλο το 2022 και το 2023». Εκτιμά δε, πως θα έχουμε σοβαρές ανακατατάξεις σε γεωπολιτικό αλλά και σε μακροοικονομικό επίπεδο, καθώς όπως υποστηρίζει «δεν υπάρχει προσχεδιασμένη πολιτική ούτε από τις κεντρικές τράπεζες της Ε.Ε. ούτε των ΗΠΑ, πάνε όλοι βλέποντας και κάνοντας».
Όσο για την ελληνική οικονομία, τονίζει πως «η χώρα μας δυστυχώς δεν έχει διαμορφωμένη άποψη» και πως το βασικό φάρμακο, αυτή την περίοδο, είναι η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στην ενέργεια, στο ελάχιστο που επιτρέπει η ΕΕ, δηλαδή να μειωθεί από τα ισχύοντα επίπεδα κατά 20% με 25%.
«Φυσικά αυτό θα κοστίσει ακριβά στα έσοδα του κράτους αλλά θα μειώσει το κόστος αλυσιδωτά σε όλο τον κύκλο δραστηριοτήτων που συνδέονται με ενέργεια, τη θέρμανση, τον ηλεκτρισμό και τις μεταφορές, και συνεπώς και την εμπορική και παραγωγική διαδικασία», τονίζει και υποστηρίζει ότι μία αύξηση των μισθών θα βοηθούσε καθώς θα μειώσει την αιμορραγία του βιοτικού επιπέδου των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων που έχουν χάσει κατά 20% την αγοραστική δύναμη τους.
«Όμως, όπως επισημαίνει, η αύξηση των μισθών, αν μπορείς να την επιβάλεις, υπάρχει ο κίνδυνος να ενισχύσει μία άλλη πληθωριστική αλυσίδα, διότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να μειώσουν την κερδοφορία τους».
Ως εναλλακτικές επιλογές αναφέρει το παράδειγμα της Αυστρίας, όπου η κυβέρνηση αποφάσισε να χορηγήσει 1000 ευρώ σε όλους τους πολίτες για να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια, αλλά όπως σχολιάζει «αυτό στην Ελλάδα μάλλον είναι απίθανο να συμβεί».