Όταν το σπουδαίο Αρχαιολογικό μουσείο αναγκάζεται να κλείνει αίθουσες
Έλλειψη προσωπικού απλώνει το σκοτάδι στον πολιτισμό.
Εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα πολλές από τις αίθουσες του σημαντικότατου Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης παραμένουν κλειστές. Τουρίστες αλλά και κάτοικοι της πόλης, που το επισκέπτονται για να θαυμάσουν τους σπάνιους θησαυρούς της Μακεδονίας, βρίσκουν τις πόρτες των αιθουσών του ερμητικά κλειστές. Ο λόγος είναι η έλλειψη φυλάκων.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης είναι από τα μεγαλύτερα μουσεία της χώρας και το κεντρικό μουσείο ευρημάτων της Βόρειας Ελλάδας. Η ιστορία του παρακολουθεί τη διαδρομή της νεότερης ιστορίας της πόλης. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων «παρά τη Γενική Διοικήσει Μακεδονίας» ήταν η πρώτη υπηρεσία που ιδρύθηκε, τον Νοέμβριο του 1912, δεκαπέντε μόλις μέρες μετά την υπογραφή παράδοσης της πόλης στο Ελληνικό Κράτος. Οι Συλλογές του Μουσείου περιλαμβάνουν πολυάριθμα αντικείμενα που χρονολογούνται από την προϊστορική εποχή μέχρι το τέλος της αρχαιότητας. Προέρχονται από ανασκαφές που διενεργήθηκαν σε όλη τη Μακεδονία από το 1912, καθώς και από περισυλλογές και παραδόσεις.
Ο σχεδιασμός του κτιρίου έγινε από τον επιφανή Έλληνα αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό, σημαντικό εκπρόσωπο του μοντέρνου κινήματος της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.
H ανέγερση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης ξεκίνησε το 1960 σε οικόπεδο 17 στρεμμάτων σε κεντρικό σημείο της Θεσσαλονίκης, στην Πλατεία Χ.Α.Ν.Θ., σε άμεση γειτνίαση με το χώρο της Διεθνούς Έκθεσης.
Η κατασκευή του μουσείου και η διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου ολοκληρώθηκε το 1962, οπότε και ξεκίνησε η λειτουργία του. Αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του μοντερνισμού στην Ελλάδα και το σημαντικότερο μεταπολεμικό έργο του Καραντινού. Ο χαρακτήρας του κτιρίου, η διάταξη των όγκων, οι αναλογίες και οι κτιριολογικές απαιτήσεις του, αποτυπώνονται στη σχεδιαστική προσέγγιση του Καραντινού, που διαχωρίζει σαφώς τους υπηρεσιακούς από τους εκθεσιακούς χώρους. Η γενική διάταξη είναι ορθογώνιας κάτοψης με δύο αίθρια. Το κτίριο χαρακτηρίζεται από έντονη οριζοντιότητα, είναι λιτό, απλό και λειτουργικό, εμπνευσμένο από την αρχιτεκτονική οργάνωση της αρχαιοελληνικής κατοικίας στην οποία οι χώροι οργανώνονταν γύρω από ένα εσωτερικό αίθριο. Έτσι, όλες οι αίθουσές του σχεδιάστηκαν ώστε να ανοίγονται στο κεντρικό εσωτερικό αίθριο για να εισέρχεται από τα υαλοστάσια άπλετο φυσικό φως στις εκτιθέμενες αρχαιότητες, ενώ εξωτερικά η είσοδος του φυσικού φωτός επιτυγχανόταν μέσω τοιχοποιιών με υαλότουβλα και φεγγίτες. Στις όψεις του μουσείου εκτός από την ευρεία χρήση της τοιχοποιίας από υαλότουβλα, εισάγεται για πρώτη φορά στην αρχιτεκτονική του Καραντινού, το στοιχείο της εμφανούς λιθοδομής στη βάση του κτιρίου.
Το 1980 έγινε επέκταση των κτιριακών εγκαταστάσεων με προσθήκη ενός διώροφου κτιρίου στη νοτιοανατολική ζώνη του περιβάλλοντα χώρου του μουσείου, σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Βογιατζή.
Το 2002 το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης με τον περιβάλλοντα χώρο του χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης, διότι αποτελεί σημαντικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των δημόσιων κτιρίων της πόλης κατά την περίοδο του β’ μισού του 20ου αιώνα.
Η ανάγκη ανακαίνισης του μουσείου και οι σύγχρονες μουσειολογικές επιταγές, οδήγησαν στην απόφαση ενός ριζικού εκσυγχρονισμού – επισκευής – επέκτασης του μουσείου κατά τα έτη 2001-2006 με χρηματοδότηση από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Την αρχιτεκτονική μελέτη του εκσυγχρονισμού ανέλαβε η ομάδα των αρχιτεκτόνων Νίκου Φιντικάκης και Γιώργου Αλμπάνη. Το κέλυφος του κτιρίου παρέμεινε ανέπαφο, ενώ οι εσωτερικοί χώροι επανασχεδιάστηκαν. Το επίπεδο του κεντρικού εσωτερικού αιθρίου υποβαθμίστηκε με τη δημιουργία νέου χώρου (σημερινή αίθουσα Ι. Βοκοτοπούλου) με στέγαση από γυάλινο χωροδικτύωμα. Το κτιριακό συγκρότημα επεκτάθηκε υπόγεια για την τοποθέτηση σύγχρονων τεχνολογικά ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων. Το ανακαινισμένο κτίριο, με πλήρη συστήματα ειδικών συνθηκών κλιματισμού και διατήρησης σταθερής θερμοκρασίας στις εκθέσεις, στις αποθήκες αλλά και στα εκσυγχρονισμένα εργαστήρια καθώς και το ανανεωμένο εκθεσιακό πρόγραμμα, κατέστησαν το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης ένα από τα πλέον σύγχρονα και εξοπλισμένα μουσεία του ελληνικού χώρου. Επίσης, εκτός των συστημάτων κλιματισμού, διαθέτει εσωτερικό δίκτυο υπολογιστών και φωνής, δίκτυα αερίων για χρήση στα εργαστήρια συντήρησης καθώς και εκτεταμένα συστήματα πυροπροστασίας και πυρασφάλειας, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι για ανθρώπους και εκθέματα.
Το 2009 ολοκληρώθηκε η διαμόρφωση της ανατολικής ζώνης του περιβάλλοντα χώρου με την υλοποίηση της υπαίθριας αρχαιολογικής έκθεσης «Αγρός – Οικία – Κήπος – Τόπος» και το αντίστοιχο τμήμα περίφραξής της.
Τέλος, το 2014 ολοκληρώθηκε η διαμόρφωση τμήματος της δυτικής ζώνης του περιβάλλοντα χώρου με την κατασκευή υπόσκαφης αποθήκης, την υλοποίηση της υπαίθριας αρχαιολογικής έκθεσης «Μνήμη και Λίθοι» και χώρου εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ενταγμένα στο ΕΣΠΑ 2007 – 2013.
Η διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου κ. Αγγελική Κουκουβού εξηγεί στην Parallaxi τί πραγματικά συμβαίνει: ”Το μουσείο έχει μικρό αριθμό φυλάκων για αυτή τη δύσκολη εποχή. Σκεφτείτε ότι ένας φύλακας απασχολείται μόνο με τον έλεγχο των πιστοποιητικών στην είσοδο. Αν υπολογίσει κανείς όσους πιθανά νοσούν ή έχουν έρθει σε επαφή με κρούσμα και πρέπει να μπουν σε καραντίνα τότε ο αριθμός των διαθέσιμων μικραίνει ακόμα περισσότερο.”
Η κ. Κουκουβού προσθέτει επίσης: “Προσπαθούμε να έχουμε πάντα φύλαξη και να είναι ανοικτές οι περιοδικές εκθέσεις αλλά και να εξασφαλίζονται οι προγραμματισμένες ξεναγήσεις τότε καταλαβαίνετε ότι πρέπει να επιλέγουμε κάθε μέρα ποιες αίθουσες του μουσείου θα πρέπει να κρατάμε κλειστές. Είναι πολύ δύσκολο όλο αυτό για τη λειτουργία του μουσείου, σαφώς και χρειαζόμαστε επειγόντως περισσότερους φύλακες”.
Από την πλευρά του ο ξεναγός Κωνσταντίνος Σφήκας σχολιάζει: “Πριν λίγες ημέρες επισκέφθηκα το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ενημερώθηκα πως μόνο τρεις νέοι φύλακες έχουν προσληφθεί αποτέλεσμα αυτού στο μεγάλο τοπίο οι μισές αίθουσες να είναι κλειστές. Φτάνοντας στην αίθουσα της Αγίας Παρασκευής αντικρίζουμε μία πόρτα κλειστή, άρα το μισό κομμάτι από το μεγάλο Π του μουσείου – όπως το λέμε εμείς – δεν μπορούμε να το επισκεφθούμε. Κατά την άποψη μου είναι απαράδεκτο ένα από τα πέντε μεγαλύτερα μουσεία της χώρας να παραμένει έστω μερικώς κλειστό, έστω κι αν είναι χειμώνας, έστω κι αν έχουμε μικρή επισκεψιμότητα για τον απλούστατο λόγο του ό,τι το μουσείο οφείλει να παραμένει ανοιχτό για όποιον το επισκέπτεται. Νομίζω πως είναι αναγκαίο το κράτος να κατανοήσει την σημασία του τουρισμού και κατά συνέπεια του πολιτισμού ο οποίος και είναι η κορωνίδα του τουρισμού μας και να σταματήσει τα λόγια του αέρα. Ακόμα και σε μισούς, ας μου επιτραπεί η έκφραση χρόνους όποτε και τα μουσεία δεν έχουν ισχυρή επισκεψιμότητα πρέπει να παραμένουν ανοιχτά.”
Η Γεινική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ΥΠΠΟΑ, Πολυξένη Βελένη σχολιάζει στην Parallaxi το τί συμβαίνει στον χώρο του πολιτισμού το τελευταίο διάστημα: ” Τα τελευταία δύο χρόνια τα Μουσεία της χώρας εξαιτίας της πανδημίας ήρθαν αντιμέτωπα με μια πρωτόγνωρη συνθήκη στην οποία καλούνται να αντεπεξέλθουν με επινοητικότητα, φαντασία και καινούργιες ιδέες προκειμένου να διατηρήσουν το κοινό τους και να κερδίσουν καινούργιο. Διανύουμε μια περίοδο επαναπροσδιορισμού των δράσεων των Μουσείων τα οποία θα πρέπει να προχωρήσουν γρηγορότερα και πιο αποφασιστικά σε καινοφανείς αναλογικές δραστηριότητες αλλά και να διεισδύσουν πολύ πιο αποτελεσματικά στον ψηφιακό κόσμο για να κερδίσουν τον απωλεσθέντα χρόνο του υποχρεωτικού εγκλεισμού, ώστε να αποτραπεί με δυναμικό τρόπο η τάση απομόνωσης στην οποία τείνουμε να εθιστούμε.”
H κ. Βελένη τονίζει πως η πρόκληση είναι μεγάλη καθώς ξεκινάει μια νέα εποχή για τις μουσειακές δραστηριότητες και την επικοινωνία τους με το κοινό: “Απαραίτητη προϋπόθεση, πέρα από τα τεχνικά και τα ψηφιακά μέσα με τα οποία θα πρέπει να εξοπλιστούν ή να επαυξήσουν- εάν ήδη έχουν κάποια- είναι η επάρκεια μόνιμου επιστημονικού, τεχνικού και φυλακτικού προσωπικού, και όχι μόνο εποχικού φυλακτικού προσωπικού, ώστε να καταστεί δυνατόν να ευοδωθεί η προσπάθεια ανασύνταξης των δυνάμεων τους και επαναπροσδιορισμού του ρόλου τους στο κοινωνικό σύνολο. Με το προσωπικό των Μουσείων να έχει ήδη αποδεκατιστεί από τη μακρά περίοδο της οικονομικής κρίσης θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην ενίσχυση της στελέχωσης του με μόνιμο προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, ώστε να αναδειχτεί ο επιστημονικός και ψυχαγωγικός τους χαρακτήρας για να κατακτήσουν τη θέση που τους αρμόζει στο διεθνές στερέωμα ως μουσεία που οι συλλογές τους απαρτίζονται από τεκμηριωμένες ανασκαφικές έρευνες και έχουν να αφηγηθούν ιστορίες βασισμένες σε επιστημονικά δεδομένα.”