Πέθανε ο σπουδαίος ποιητής Γιώργος Κακουλίδης
Έφυγε σήμερα από τη ζωή νικημένος από τον καρκίνο.
Ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής και συγγραφέας, Γιώργος Κακουλίδης έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 65 ετών νικημένος από τον καρκίνο.
Την είδηση γνωστοποίησε ο σκηνοθέτης και δημοσιογράφος Αντώνης Μποσκοΐτης, αναφέροντας “Έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Γιώργος Κακουλίδης. Καλό του ταξίδι”.
O Γιώργος Κακουλίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956. Είναι γιος ζωγράφου και εγγονός γλύπτη. Σε νεαρή ηλικία ταξίδεψε με φορτηγά καράβια. Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1979 με την ποιητική συλλογή “Λίμπερτυ” (αναφορά στα ταξίδια του στη θάλασσα), από τις εκδόσεις “Κείμενα του Φίλιππου Βλάχου”.
Το 1994 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ποίησή του έχουν μελοποιήσει ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Νίκος Κυπουργός, ο Τάσος Μελετόπουλος, ο Στάμος Σέμσης και ο Νίκος Σαραγούδας με τον Γιώργο Τρανταλίδη. Παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα ασχολείται με τη ζωγραφική. Έχει πραγματοποιήσει τρεις ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα (Αγκάθι 2001, Γκαλερί της Έρσης 2003 και Booze 2010).
Για χρόνια αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Ριζοσπάστης.
Σε παλαιότερη συνέντευξη του στην Εφημερίδα των συντακτών, μιλώντας για την μάχη του με τον καρκίνο είχε δηλώσει:
«Το έζησα με την αρρώστια. Από ένα σημείο και έπειτα μου έλεγαν ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά, γιατί ο καρκίνος αυτός ήταν μεταστατικός. Είπα εντάξει, όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουμε, είναι μοιραίο. Οχι ότι το είχα αποδεχτεί. Αλλά προσπαθούσα κι εγώ ο φουκαράς να βάλω τη λογική να δουλέψει. (…)
Η δύναμη δημιουργείται έτσι κι αλλιώς στα δύσκολα. Ο καθένας το κάνει αυτό. Να σας πω κάτι που μου συνέβη πρόσφατα στο νοσοκομείο και είναι ό,τι πιο συγκλονιστικό έχω ζήσει τελευταία; Ήμουν στο ίδιο δωμάτιο με έναν άνθρωπο άρρωστο ο οποίος ήταν σχεδόν σε κώμα. Ενα βράδυ η γυναίκα του μού είπε πως θα πήγαινε σπίτι της για να κάνει ένα μπάνιο. Θα ερχόταν μια κυρία, κοινωνική λειτουργός ή κάτι άλλο, για να την αντικαταστήσει.
Βλέπω κι εγώ να έρχεται μια μικρόσωμη κυριούλα που δεν την έπιανε το μάτι σου. Προς το ξημέρωμα ακούω μια δυνατή φωνή: «Μάνα!». Ξυπνάω και βλέπω τον άρρωστο άνθρωπο να έχει ανασηκωθεί και να φωνάζει «μάνα, μη φεύγεις, είπες πως δεν θα φύγεις» και τότε αυτή η μικρόσωμη κυρία τον αγκάλιασε με απίστευτη δύναμη και του είπε «εδώ είμαι, εδώ, δεν με βλέπεις, δεν έφυγα». Εγειρε στην αγκαλιά της και ηρέμησε. Επεσε ξανά σε λήθαργο. Σε μία ώρα, είχε πια ξημερώσει, πέθανε. Τη δύναμη της κυρίας αυτής είναι που δεν θα ξεχάσω ποτέ.»