Δημήτρης Μάρδας: Μετανάστευση των νέων, μια διαρκής αιμορραγία
Άρθρο του υποψήφιου Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Α’ Θεσσαλονίκης ΣΥΡΙΖΑ/ΠΣ, Καθηγητή ΑΠΘ, πρώην Αναπληρώτη Υπουργό Οικονομικών και Υφυπουργό Εξωτερικών, Δημήτρη Μάρδα. για το θέμα της μετανάστευσης των νέων στο εξωτερικό.
Μια διαρκής αιμορραγία, η τάση φυγής των νέων μας στο εξωτερικό έρχεται να συμπληρώσει τα αρνητικά της υπογεννητικότητας στη χώρα.
Δεν είναι υπερβολή να υποστηριχθεί ότι κάθε οικογένεια, υπό την ευρεία έννοια, έχει και ένα δικό της άτομο στο εξωτερικό, ένα γιο, μια κόρη, ανεψιό ή ανεψιά κ.λπ.
Κεντρικό μέλημα της πολιτικής μας οφείλει να είναι η διαμόρφωση μιας στρατηγικής που θα οδηγήσει τον κόσμο που εγκατέλειψε τη χώρα πίσω στα σπίτια και τις οικογένειες τους. Η διεθνής εμπειρία είναι πλούσια και πυξίδα στη δική μας προσπάθεια.
Αναλυτικότερα το πλήρες κείμενο του κ. Μάρδα είναι το ακόλουθο:
-Η τάση φυγής στο εξωτερικό των νέων Ελλήνων έχει καταγραφεί εντός του 2022, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει ανακοπεί το Brain Drain και ότι έχουν αρχίσει να… επιστρέφουν όσοι έφυγαν τα προηγούμενα χρόνια. Όμως, παρά τα κίνητρα που θεσμοθέτησε, μόλις 1.000 άτομα είχαν επιστρέψει, από τους περισσότερους των 600.000 που έφυγαν κατά τη δεκαετία των μνημονίων.
Έρευνα της διαΝΕΟσις της προηγούμενης χρονιάς δείχνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων θα μετανάστευε στο εξωτερικό αν εύρισκε καλύτερες συνθήκες εργασίας σε άλλη χώρα.
Το απογοητευτικό είναι, πως το κύμα φυγής είναι ιδιαίτερα έντονο στις νέες ηλικίες. Έτσι, καταγράφεται στην έρευνα ότι, το 77,1% των ατόμων της ηλικίας 17-24 ετών δηλώνουν ότι θα μετανάστευαν στο εξωτερικό αν έβρισκαν δουλειά με καλύτερες αποδοχές και καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Το ποσοστό είναι εξαιρετικά υψηλό, στο 71,9%, στις παραγωγικές ηλικίες 25-39 ετών, ενώ στο σύνολο του πληθυσμού το 57,9% των Ελλήνων δηλώνουν ότι θα έφευγαν στο εξωτερικό αν έβρισκαν δουλειά με καλύτερες αποδοχές και καλύτερες συνθήκες.
Η διαρκής αιμορραγία της φυγής των νέων μας, και όχι μόνο, και της μετανάστευσής τους στο εξωτερικό συνεχίζεται λοιπόν ακάθεκτη εδώ και δέκα περίπου χρόνια. Δεν είναι υπερβολή να υποστηριχθεί ότι κάθε οικογένεια, υπό την ευρεία έννοια, έχει και ένα δικό της άτομο στο εξωτερικό, ένα γιο, μια κόρη, ανεψιό ή ανεψιά κ.λπ.
Κεντρικό μέλημα της πολιτικής μας οφείλει να είναι η διαμόρφωση μιας στρατηγικής που θα οδηγήσει τον κόσμο που εγκατέλειψε τη χώρα πίσω στα σπίτια και τις οικογένειες τους. Η διεθνής εμπειρία είναι πλούσια και πυξίδα στη δική μας προσπάθεια.
Το πιο αποτελεσματικό ίσως παράδειγμα μιας τέτοιας πολιτικής δίνεται από το Ισραήλ και τον θεσμό που έκτισε για τον σκοπό αυτόν, τον Jewish Agency for Israel. Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της χώρας αυτής από 5 εκ. άτομα στη δεκαετία του 1980 σήμερα ανέρχεται σε 9,2 εκ. Ισραηλινούς εν πολλοίς επαναπατρισθέντες.
Οι στρατηγικές επιλογές της τρόικας / θεσμών, που επικρίθηκαν δριμύτατα πριν λίγα χρόνια από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο –ο τέταρτο θεσμικό όργανο της ΕΕ –οδήγησαν σε αυτό το επώδυνο αποτέλεσμα.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο αναλυτικότερα σε ειδική έκθεση για την Ελλάδα στα τέλη του 2017, στη σελίδα 7 σημειώνει, εκτός των άλλων, «την επίτευξη σε περιορισμένο βαθμό των στόχων τους», στην σελίδα 8 τονίζει «την ανεπάρκεια των μέτρων του 2010…», στη σελίδα 9 γράφει ότι «στο 1ο και 2ο πρόγραμμα δεν ιεραρχήθηκαν σωστά οι όροι των προγραμμάτων». Ακόμη στις σελίδες 30 και 32 σημειώνει ότι «οι όροι των προγραμμάτων ήταν γενικοί και αόριστοι, ενώ επιβεβαιώνει τη θέση αναφορικά για «τη στέρηση σαφούς στρατηγικής για εξαγωγές, έλλειψη στρατηγικής για τη δημοσιονομική εξυγίανση με σκοπό την ανάπτυξη». Κλείνοντας τονίζει στη σελίδα 46 «την προχειρότητα σε ότι αφορά την φορολογική πολιτική».
Όλα αυτά που εισήγαγαν μέσα από τρία Μνημόνια μια βίαιη πολιτική λιτότητας, οδήγησαν λοιπόν στη μαζική φυγή μέρους του νεαρού πληθυσμού της χώρας στο εξωτερικό.
Το μεγαλύτερο λοιπόν πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα δεν είναι το δημόσιο χρέος της, αλλά αυτό το νέο κύμα μετανάστευσης των νέων επιστημόνων, γιατρών, ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρηματιών και γενικά όλου εκείνου του ανθρωπίνου κεφαλαίου, στο οποίο βασίζεται κάθε χώρα. Και σε αυτό προστίθεται το ζήτημα της υπογεννητικότητας.
Όλοι συμφωνούν ότι η χώρα χρειάζεται ένα γιγάντιο σύνολο επενδύσεων για να καλύψει το κενό των 130 δις ευρώ που τη χωρίζει από τον μέσο κοινοτικό όρο. Όλοι γνωρίσουν ότι για να επιστρέψουν τα παιδιά μας από το εξωτερικό χρειάζονται νέες αναπτυξιακές ευκαιρίες που θα δώσουν δουλειά. Αυτό είναι το ζητούμενο σήμερα. Εκ του αποτελέσματος κρίνεται ότι η αναπτυξιακή στρατηγική και ο τρόπος με τον οποίο οικοδομήθηκε η Ελλάδα, καθώς θεωρούνται οι κύριες συνιστώσες που έχουν οδηγήσει τις χιλιάδες νέες και νέους μας στο εξωτερικό, είναι ξεπερασμένος αν όχι επικίνδυνος για το μέλλον της χώρας.