«Καθαρά Χέρια»: Όταν το αίτημα για κάθαρση έφερε πολιτικό σοκ στην Ιταλία
Δικαστές ενάντια σε ένα αχανές δίκτυο διαφθοράς: μια άνιση μάχη με σημαντικές νίκες, που όμως τελικά γύρισε μπούμερανγκ
Αρχές δεκαετίας ‘90, Μιλάνο. Μία ομάδα δικαστικών λειτουργών, υπό την ηγεσία του δικαστή Αντόνιο Ντι Πιέτρο, βρέθηκε στην πόλη προκειμένου να ερευνήσει ένα μεμονωμένο περιστατικό δωροδοκίας· ένα περιστατικό που επρόκειτο να πυροδοτήσει τη μεγαλύτερη πολιτική κρίση της χώρας εδώ και δεκαετίες και να αποκαλύψει ένα εκτεταμένο δίκτυο διαφθοράς, από το πολιτικό σύστημα και το δημόσιο τομέα της χώρας, έως τις επιχειρήσεις, την αστυνομία, ακόμη και το οργανωμένο έγκλημα.
Στην κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ, σύντομα το δίκτυο απέκτησε το προσωνύμιο “Τangentopoli” (πόλη της δωροδοκίας) και η επιχείρηση για την εξάρθρωσή του το όνομα “mani pulite” (καθαρά χέρια). Στόχος ήταν η ανατροπή μίας διάχυτης κουλτούρας διαφθοράς, όπου δημόσιες συμβάσεις δίνονταν σε ημέτερους κατόπιν δωροδοκίας.
Στο απόγειο της επιχείρησης, σχεδόν οι μισοί εν ενεργεία βουλευτές της Ιταλίας βρέθηκαν υπό έλεγχο, μαζί με έξι πρώην πρωθυπουργούς και χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους. Κάποιοι πολιτικοί και επιχειρηματίες αυτοκτόνησαν, ενώ τέσσερα μεγάλα πολιτικά κόμματα κατέρρευσαν.
Το κενό εξουσίας που ακολούθησε έδωσε χώρο σε νέα πολιτικά πρόσωπα, όπως ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός τρεις φορές, και ουσιαστικά σήμανε το τέλος του παλιού πολιτικού συστήματος από το 1948 και εξής, γνωστού ως Πρώτη Δημοκρατία.
Πώς η Ιταλία έφτασε ως εδώ;
Η τραγελαφική σύλληψη που οδήγησε στο τέλος ενός ιστορικού κόμματος
Οι έφοδοι της “Mani Pulite” ξεκίνησαν στις 17 Φεβρουαρίου 1992 με τη σύλληψη του Μάριο Κίεζα, μέλους του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI), για δωροδοκία από μια τοπική εταιρεία καθαρισμού. Ο Μάριο Κιέζα ήταν διευθυντής του Pio Albergo Trivulzi, ενός μεγάλου οίκου ευγηρίας-κλινικής στο Μιλάνο, και τη στιγμή της σύλληψης βρισκόταν στο γραφείο του έχοντας μόλις «τσεπώσει» από εκπροσώπους της εταιρείας τα χρήματα που θα τους εξασφάλιζαν τη σύμβαση για τον καθαρισμό του κτιρίου. Η όλη σύλληψη ήταν μάλλον επεισοδιακή, αφού ο Κίεζα κατέφυγε στην τουαλέτα, προσπαθώντας να ξεφορτωθεί τα μετρητά μέσα στη λεκάνη.

Το κόμμα και ο ηγέτης του, ο πρώην πρωθυπουργός Μπετίνο Κράξι, προσπάθησαν να αποστασιοποιηθούν από τον Κιέζα, ενώ εκείνος με τη σειρά του στράφηκε εναντίον των πρώην συνεργατών του και αποκάλυψε λεπτομέρειες για τις διεφθαρμένες πρακτικές τους.
Αυτό έδωσε το έναυσμα για μια πολυμέτωπη έρευνα, που τελικά οδήγησε σε κατηγορίες διαφθοράς και για τον ίδιο τον Κράξι. Τελικά, o Κράξι αυτοεξορίστηκε στην Τυνησία, ενώ δύο χρόνια αργότερα το ιστορικό κόμμα διαλύθηκε, μέσα στους κλυδωνισμούς που προκάλεσε το Tangentopoli.
«Αμαρτωλές» κρατικές συμβάσεις και μαφιόζικα χτυπήματα
Μετά την αρχική ομολογία του Κιέζα, η το αίτημα για «καθαρά χέρια» επεκτάθηκε πέρα από το Μιλάνο, εμπλέκοντας πολιτικά πρόσωπα και επιχειρηματίες σε όλη τη χώρα.
Ωστόσο, η διαφθορά δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτούς, αφού συνελήφθησαν και μέλη της ιταλικής οικονομικής αστυνομίας.
Στο φως ήρθαν και παράνομες συναλλαγές μεταξύ πολιτικών και ομάδων του οργανωμένου εγκλήματος. Μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου του 1992, δύο διακεκριμένοι δικαστές που αγωνίστηκαν για την εξάρθρωση κυκλωμάτων της μαφίας, ο Τζιοβάνι Φαλκόνε και ο Πάολο Μπορσελίνο, δολοφονήθηκαν, παρά τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας που εφαρμόζονταν για την προστασία τους.

Οι έρευνες συνεχίστηκαν με ένταση. Μέχρι το τέλος του 1993, η αστυνομία είχε εντοπίσει πάνω από 620 δισεκατομμύρια λιρέτες σε δωροδοκίες προς πολιτικούς, ενώ 4.800 άτομα είχαν συλληφθεί. Σχεδόν 1.000 από αυτούς ήταν επιχειρηματίες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, των οποίων οι επιχειρήσεις εξαρτιόνταν από κρατικές συμβάσεις ή άδειες. Κάποιοι από τους κατηγορούμενους, μην αντέχοντας την κατακραυγή και το άγχος της ανάκρισης, έβαλαν τέλος στη ζωή τους.
Στο μεταξύ, οι καταιγιστικές αποκαλύψεις για το μέγεθος της διαφθοράς σε ολόκληρη την επικράτεια βύθισαν την Ιταλία στην ύφεση και την πολιτική κρίση.
Η λαϊκή υποστήριξη των δικαστών (προς το παρόν)
Ήδη από τις αρχές, η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» έλαβε και έναν παράλληλο χαρακτήρα κοινωνικού κινήματος. Το Μάιο του 1992, χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν από τα δικαστήρια του Μιλάνο μέχρι την κεντρική πλατεία του Ντουόμο. Φωνάζαν εν χορώ τα ονόματα των δικαστικών λειτουργών, απαιτώντας να φτάσει η έρευνά τους μέχρι τέλους. Στα χέρια τους κρατούσαν πλακάτ με συνθήματα όπως «Οι θεσμοί ανήκουν στο λαό, όχι στις ελίτ της μίζας». Στο πρόσωπο του Ντι Πιέτρο και των υπολοίπων οι Ιταλοί πολίτες έβλεπαν το τέλος της κομματοκρατίας που κυριαρχούσε ως τότε στην κρατική μηχανή.
Μέσα σε έναν χρόνο, οι προσδοκίες για αποκάλυψη των σκανδάλων πυροδότησαν ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Στα μέσα του 1993, τοπικά δημοψηφίσματα άνοιξαν το δρόμο για την υιοθέτηση ενός νέου εκλογικού συστήματος. Παράλληλα, όλα τα συστημικά κόμματα που κυβερνούσαν επί χρόνια και μέχρι εκείνη τη χρονιά, από το σοσιαλιστικό PSI μέχρι τους κεντροδεξιούς Χριστιανοδημοκράτες (DC) εξαϋλώθηκαν. Παράλληλα, σημειώθηκε άνοδος του φεντεραλιστικού, εθνικιστικού κόμματος της Λέγκας του Βορρά στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Forza Ιταλία!
Στις 26 Ιανουαρίου του 1994, ένας ιδιόρρυθμος πάμπλουτος μιντιάρχης ανακοίνωσε ότι μπαίνει στην πολιτική. Το όνομά του: Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Σκοπός τους να «κατατροπώσει του κομμουνιστές» με το κόμμα του Forza Italia.
Τρεις μήνες αργότερα, κυριάρχησε στις κάλπες και εξασφάλισε μια μικρή πλειοψηφία που τον έφερε στην πρωθυπουργία. Το αποτέλεσμα συντάραξε τη μέχρι τότε καθεστηκυία τάξη και έφερε το τέλος της περιόδου που έγινε γνωστή ως Πρώτη Δημοκρατία.
Παρόλα αυτά, σύντομα οι δικαστικές έρευνες επεκτάθηκαν και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Μπερλουσκόνι, με τον αδερφό του, Πάολο, να έχει ήδη παραδεχθεί εγκλήματα διαφθοράς. Στο επίκεντρο βρέθηκε ειδικά η εταιρεία συμμετοχών Fininvest.
Εφτά μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε υπό το βάρος των κατηγοριών.
Από κατήγοροι… κατηγορούμενοι
Από το καλοκαίρι του 1994 και μέχρι την παραίτηση Μπερλουσκόνι το Δεκέμβριο του 1994, η κόντρα του τελευταίου με τον Ντι Πιέτρο φούντωσε. Με χειρισμούς και του ίδιου του πρωθυπουργού, η κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον του Ντι Πιέτρο και των δικαστών εν γένει, κατηγορώντας τους για αλαζονεία και υπερβάλλοντα ζήλο.
Τελικά, μαζί με τον Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε και ο Ντι Πιέτρο από τη θέση του, ενώ εις βάρος του εξελισσόταν έρευνες για κατάχρηση εξουσίας. Μετά από χρόνια, απαλλάχτηκε από όλες τις κατηγορίες.
33 χρόνια αργότερα, η αποτίμηση της “mani pulite” παραμένει εντυπωσιακή από άποψη αριθμών: 1.254 άτομα καταδικάστηκαν, μετά από έρευνες σε 5.000 υπόπτους. Όμως, το κατά πόσο η επιχείρηση άλλαξε οριστικά το status quo της ιταλικής πολιτικής αμφισβητείται ακόμα και σήμερα από πολλούς. Ίσως η επιστροφή του Μπερλουσκόνι στην εξουσία το 2001, επτά χρόνια μετά την παραίτησή του, να δίνει την απάντηση.