Οι πολιτικοί εφιάλτες του κ. Μητσοτάκη γεννούν τέρατα
«Αν όχι εμείς, ποιοι;» αναρωτήθηκε με έπαρση ο πρωθυπουργός και θυμήθηκε την Μ. Θάτσερ!
Μόνο ένας πρωθυπουργός σε πολιτική αδυναμία και σύγχυση και σε κατάσταση αβεβαιότητας και αποδρομής, θα περιέγραφε το ενδεχόμενο να συγκροτηθεί κυβέρνηση συνεργασίας από κοινοβουλευτικά κόμματα της αντιπολίτευσης, ως πολιτική τερατογένεση.
Ο πρωθυπουργός στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε το μεσημέρι της Κυριακής από το βήμα της ΔΕΘ, ερωτηθείς για τον εκλογικό νόμο και τις συνεργασίες, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ 25, να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας, σχολιάζοντας όμως πως αυτό θα συνιστούσε «πολιτική τερατογένεση» διότι θα ήταν «μια κυβέρνηση χωρίς το πρώτο κόμμα».
«Θεωρητικά μπορεί να συμβεί. Ακόμη κι αν η ΝΔ έχει μεγάλη διαφορά από το 2ο κόμμα οι κύριοι Τσίπρας, Ανδρουλάκης, Βαρουφάκης και Κουτσούμπας θα έχουν τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης. Θα συνιστά πολιτική τερατογένεση αυτό», είπε ενώ χαρακτήρισε την απλή αναλογική, «καταστροφικό σύστημα» και εκτίμησε πως η χώρα θα οδηγηθεί σε δεύτερες εκλογές.
Προεξοφλώντας μάλιστα ότι η ΝΔ θα διατηρήσει την πρωτιά, τόνισε πως «η πρώτη κάλπη έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Θα πρέπει να είναι σκαλοπάτι να διεκδικήσουμε την αυτοδυναμία και να εξηγήσουμε γιατί μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, που δεν είναι ανάγκη να είναι μονοκομματική, μπορεί να οδηγήσει τη χώρα με σταθερότητα και ασφάλεια».
Η ΝΔ και ο αρχηγός της θεωρούν δηλαδή ότι η ψήφος του ελληνικού δεν μετρά, και πως σε περίπτωση που οι έλληνες πολίτες, με τη ψήφο τους, δώσουν τη δυνατότητα σε άλλα κόμματα να σχηματίσουν κυβέρνηση, βάσει του συντάγματος της ελληνικής δημοκρατίας και του ισχύοντος εκλογικού πλαισίου, τότε θα προκύψει πολιτική τερατογένηση και συνεπώς ανωμαλία.
Αυτή «πρεμούρα» για την διατήρηση της εξουσίας αλλά και η αλαζονεία και η ιδιοκτησιακή αντίληψη στη διακυβέρνηση της χώρας, δείχνουν ότι τελικά η συντηρητική παράταξη είναι αυτό που τόσο πολύ μοχθεί να απωθήσει και να αποκρούσει ο κ. Μητσοτάκης, επαναλαμβάνοντας τα περί θεσμικής συνέπειας, εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμιστικής προοδευτικότητας.
«Δεν είμαι κωλοτούμπας», είπε για τον εκλογικό νόμο, τονίζοντας πως «έχω πει ότι κανόνες παιχνιδιού είναι σταθεροί και δεν νοείται να αλλάξουν λίγους μήνες πριν τις εκλογές». Δεν λέει όμως όλη την αλήθεια. Διότι ξέρει πως αν στην παρούσα συγκυρία αλλάξει τον εκλογικό νόμο, θα ήταν μία άμεση παραδοχή της φθοράς και της αδυναμίας της ΝΔ.
Και αυτό ενόψει των εκλογών θα ήταν καταστροφικό. Για τον κ. Μητσοτάκη δηλαδή, για λόγους καθαρά επικοινωνιακούς, οι κανόνες για τον εκλογικό νόμο παραμένουν σταθεροί, προκειμένου να μη αναδειχτεί και φανεί η φθορά και η αδυναμία της ΝΔ, αλλά, αν μέσω της κανονικότητας του εκλογικού νόμου, που τώρα υπερασπίζεται, προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τότε το αποτέλεσμα θα είναι μη κανονικό και περιγράφεται ως πολιτική τερατογένηση και ανωμαλία.
Οριστική η ρήξη με το ΠΑΣΟΚ
Με την ίδια ακριβώς «αυτοκρατορική» αντίληψη, περιέγραψε και την υπόθεση των υποκλοπών.
Χρεώνοντας εμμέσως πλην σαφώς την υπόθεση στο ίδια τα θύματα των παρακολουθήσεων, και επαναλαμβάνοντας ότι πρόκειται για ένα διαχειριστικό πρόβλημα, για το οποίο έχει αναληφθεί η πρέπουσα πολιτική ευθύνη, άφησε να εννοηθεί ότι ο κ. Ανδρουλάκης, θα μπορούσε ακόμα και να εφεύρει την υπόθεση για να προωθήσει τη στρατηγική του.
«Οι παρακολουθήσεις είναι βούτυρο στο ψωμί του κ. Ανδρουλάκη», είπε και επισήμανε πως ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο αρνήθηκε να συναντηθεί μαζί του, αλλά και δεν αποδέχεται ότι σε περίπτωση συνεργασίας, ο αρχηγός της ΝΔ πρέπει να είναι ο πρωθυπουργός. «Δεν δέχεται να είμαι εγώ ο πρωθυπουργός σε περίπτωση συνεργασίας», είπε για τον κ. Ανδρουλάκη, τον οποίο κατηγόρησε ότι ακολουθεί μία συγκεκριμένη στρατηγική και πολιτεύεται με αρχές βγαλμένες από τη δεκαετία του 1980.
Κι αφού επέμεινε ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκυη ήταν «τεκμηριωμένη» και συνεπώς νόμιμη κάλεσε μάλιστα εκ νέου τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ να πάει στην ΕΥΠ και να ενημερωθεί για την παρακολούθηση του, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν το πράττει διότι υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι. Πρόσθεσε μάλιστα ότι τα ρήγματα στην εθνική ασφάλεια δεν δημιουργούνται από τον μπακάλη ή το μανάβη, αλλά από «πρόσωπα με εξουσία και κύρος».
Παράλληλα έριξε γέφυρες προς τη «δεξιά» εκσυγχρονιστική πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ και σε όσους βλέπουν με θετικό μάτι τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ – ΝΔ (βλ. Λοβέρδος, Διαμαντοπούλου κ.α). Αφού υπενθύμισε ότι τα δύο κόμματα έχουν συνεργαστεί στο πλαίσιο της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, είπε πως η πολιτική που ακολουθεί ο Ν. Ανδρουλάκης διχάζει το κόμμα του και τον «φέρνει σε απόσταση» από μερίδα ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.
«Θεωρώ ότι πολλοί ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ βλέπουν θετικά πρωτοβουλίες της κυβέρνησης. Είναι δικό του θέμα να αντιμετωπίσει τα διλήμματα στα οποία θα χρειασθεί να απαντήσει μετά τις επόμενες εκλογές», τόνισε και συμπέρανε ότι ο Ν. Ανδρουλάκης βρίσκεται πλέον κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ και γι αυτό εργαλειοποιεί τις παρακολουθήσεις και εμμένει στη γραμμή ρήξης με τη ΝΔ.
Ρήξη και με τους καραμανλικούς – Όχι στον Βελόπουλο
Στο ίδιο μοτίβο, κινήθηκε και έναντι όσων από τη ΝΔ, για το θέμα των παρακολουθήσεων έχουν εκφράσει διαφορετική άποψη και έχουν ζητήσει, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, να αρθεί το απόρρητο στις παρακολουθήσεις και να έρθουν «όλα στο φως».
«Διαφωνώ με αυτές τις απόψεις» τόνισε ο κ. Μητσοτάκης και επέμεινε ότι δεν πρέπει να αρθεί το απόρρητο. Επίσης άφησε να εννοηθεί πως όσοι από τη ΝΔ διαφωνούν με τη επίσημη γραμμή του κόμματος, επί της ουσίας, ενισχύουν τη θέση της αντιπολίτευσης και ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ, που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί πολιτικά την υπόθεση.
Όπως είπε «καταλαβαίνω την ανάγκη εργαλοποποόησης του θέματος από την αντιπολίτευση και να ασκήσει κριτική. Λογικό είναι, γιατί υπήρξε ένα σφάλμα. Αλλά από το σφάλμα μέχρι να καλλιεργείται η εικόνα στην χώρα ότι όλη η πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή, πρέπει να περιστρέφεται στις παρακολουθήσεις επιτρέψτε μου υπάρχει μια πολύ μεγάλη απόσταση. Το θέμα είναι σημαντικό, και θα διερευνηθεί στα πλαίσια που έχω προσδιορίζει με απόλυτη σαφήνεια αλλά δεν είναι το μόνο που μας απασχολεί».
Επίσης ξεκαθάρισε ότι δεν συζητά κανένα ενδεχόμενο συνεργασίας με το κόμμα του Κ. Βελόπουλου, εντάσσοντας το μάλιστα και στα κόμματα που υπο ρωσική επιρροή προσπαθούν να δημιουργήσουν αστάθεια στη χώρα.
Όσο για τη στρατηγική του, ενόψει των εκλογών, ο Κ. Μητσοτάκης έδειξε αποφασισμένος να κρατήσει τη χώρα σε προεκλογικό κλίμα όσο χρειαστεί, ώστε μέσα στο επόμενο εξάμηνο, να έχει το πλεονέκτημα να προσδιορίσει ο ίδιος τον χρόνο των εκλογών.
«Στόχος μας είναι μια μονοκομματική κυβέρνηση με αυτοδυναμία. Ο ελληνικός λαός θα κρίνει εάν θα δώσει στη ΝΔ τη δυνατότητα διακυβέρνησης ή εάν θα αναγκαστούμε να αναζητήσουμε συνεργασίες» τόνισε και παραδέχτηκε ότι στη δεύτερη περίπτωση είναι ανέτοιμος να πει ποιες επιλογές διαθέτει.
Όπως είπε «ο ελληνικός λαό πρέπει να μας δώσει μια δεύτερη εντολή προόδου ώστε να μη ξαναφλερτάρουμε με τη συμφορά» και κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα ότι δεν έχουν καμία πρόταση για τον τόπο.
«Δεν υπάρχει εναλλακτική» είπε θυμίζοντας την γνωστή φράση της Μ. Θάτσερ* ενώ αναρωτήθηκε «αν όχι εμείς, ποιοι;».
*Πρόκειται για το παλιό σλόγκαν της Μάργκαρετ Θάτσερ, το «There Is No Alternative», ή αλλιώς ΤΙΝΑ, με το οποίο το 1980, η Σιδηρά Κυρία είχε διεκδικήσει την πρωθυπουργία της Βρετανίας, και με το οποίο ήθελε να εξηγήσει ότι ο μοναδικός δρόμος προς την οικονομική ανάπτυξη περνά μέσα από την ελεύθερη αγορά, το ελεύθερο εμπόριο τον ανταγωνισμό και την παγκοσμιοποίηση.