Πώς θα γίνει η Covid-19 από πανδημία μια ενδημική νόσος

Είναι η παρθενική εμφάνιση του ιού που τον καθιστά επικίνδυνο διότι έτσι είμαστε όλοι ευάλωτοι.

Parallaxi
πώς-θα-γίνει-η-covid-19-από-πανδημία-μια-ενδημ-627402
Parallaxi

Την περίοδο αυτή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πολύ σημαντικό ερώτημα σχετικά με τα μελλοντικά στάδια της συνύπαρξής μας με τον ιό (SARS-COV2), μέχρις ότου γίνει και αυτός ενδημικός. Υπολογίζεται ότι δεν θα είναι πλέον τόσο οξύς και φονικός λόγω της ανοσίας, από τα εμβόλια και τη φυσική έκθεση. Είναι η παρθενική εμφάνιση του ιού που τον καθιστά επικίνδυνο διότι έτσι είμαστε όλοι ευάλωτοι. Το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι μετά από ορισμένους γύρους ανοσίας και ιικής προσαρμογής, δεν θα χρειάζονται ξανά μαζικοί εμβολιασμοί.

Η ιστορία έχει δείξει ότι η ανθρωπότητα απειλείται σε τακτά διαστήματα από αναδυόμενα παθογόνα και μολύνσεις από ιούς, όπως η Έμπολα, το Αναπνευστικό σύνδρομο της Μέσης Ανατολής, ιός Νίπα και άλλα. Ευτυχώς όλοι αυτοί είχαν περιοριστεί σε τοπικό επίπεδο. Όταν όμως ο τοπικός περιορισμός δεν είναι εφικτός, όπως στην περίπτωση του κορονoϊού, θα πρέπει εξεταστεί και να σχεδιαστεί η μετάβαση προς την ενδημία με κάποιες πιθανές αλλαγές.

O νέος CoV-2 είναι ένας αναδυόμενος ιός που προκαλεί την ασθένεια του κορονοϊού. Ο ιός έχει υψηλό αναπαραγωγικό αριθμό (R0) και μεταδίδεται κατά τη διάρκεια της ασυμπτωματικής φάσης της λοίμωξης, κάτι που καθιστά τον έλεγχο της πιο δύσκολο. Ωστόσο, υπάρχουν έξι άλλοι κορονοϊοί με γνωστές αλυσίδες μετάδοσης, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν, εξετάζοντάς τα για μελλοντικά σενάρια στη τρέχουσα πανδημία. Υπάρχουν τέσσερις ανθρώπινοι κορονοϊοί (HCoVs) που κυκλοφορούν ενδημικά σε όλο τον κόσμο. Προκαλούν μόνο ήπια συμπτώματα και δεν αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

Στο συγκεκριμένο άρθρο προτείνεται ένα επιστημονικό μοντέλο διερεύνησης των πιθανών αλλαγών τόσο στη μετάδοση όσο και στη σοβαρότητα της νόσου του νέου ιού. Η υπόθεση είναι  ότι η τρέχουσα κρίση της δημόσιας υγείας είναι συνέπεια της εμφάνισης μίας επιδημίας σε έναν απροετοίμαστο πληθυσμό, στον οποίο οι ηλικιωμένες ομάδες, χωρίς προηγούμενη έκθεση, είναι και οι πιο ευάλωτες. Δημιουργήθηκε λοιπόν, ένα ποσοτικό μοντέλο με στόχο να εξεταστεί η πιθανή ενδημική μετάδοση του Sars-CoV-2, συμπεριλαμβάνοντας την ηλικιακή παράμετρο.

Η ανοσία μπορεί να παρέχει προστασία με τρεις τρόπους. Στην πιο ισχυρή μορφή του, η «αποστείρωση» που θα προκαλέσει η ανοσία μπορεί να αποτρέψει την αναπαραγωγή ενός παθογόνου, καθιστώντας έτσι τον ξενιστή ανθεκτικό στο να ξανά κολλήσει την ασθένεια. Στην περίπτωση που η ανοσία δεν εμποδίσει την επαναμόλυνση, θα μπορέσει τουλάχιστον να εξασθενίσει τα παθογόνα, μειώνοντας την μεταδοτικότητά του. Μία πειραματική μελέτη δείχνει ότι η επαναμόλυνση είναι δυνατή εντός ενός έτους. Ωστόσο, τα συμπτώματα είναι ηπιότερα και ο ιός εξαλείφεται ταχύτερα.

Η ταχεία άνοδος στις αναλογίες τόσο της IgM (οξεία απόκριση) όσο και της IgG (μακροχρόνια μνήμη), δείχνει ότι η πρωτογενής λοίμωξη και για τα τέσσερα ενδημικά HCoV συμβαίνουν νωρίς στη ζωή μας. Έχουμε δηλαδή μολυνθεί σχεδόν όλοι μέχρι την ηλικία των 15 ετών. Το μοντέλο δείχνει ότι ο υψηλός ρυθμός προσβολής μπορεί να προκύψει από έναν συνδυασμό της υψηλής μεταδοτικότητας πρωτογενών λοιμώξεων, από την εξασθένιση της ανοσίας αλλά και τη μετάδοση νέων μολύνσεων στα ηλικιωμένα άτομα.

Όταν τα δημογραφικά στοιχεία της λοίμωξης σταθεροποιηθούν, προβλέπεται ότι οι πρωτογενείς περιπτώσεις θα συμβαίνουν  κυρίως σε μωρά και μικρά παιδιά. Οι λοιμώξεις σε ηλικιωμένα άτομα φαίνεται να είναι συχνές κατά τη διάρκεια της ενδημικής φάσης και  συμβάλλουν στη μετάδοση.

Η μετάβαση από την επιδημία στην ενδημική κατάσταση γίνεται με την μετατόπιση των πρωτογενών λοιμώξεων προς τις χαμηλότερες ηλικιακές ομάδες. Αυτή η μετάβαση μπορεί να διαρκέσει από κάποια χρόνια έως μερικές δεκαετίες ανάλογα με το πόσο γρήγορα εξαπλώνεται ο παθογόνος. Ο ρυθμός εξάπλωσης μπορεί να καθοριστεί από ένα συνδυασμό ιικών ιδιοτήτων και της συχνότητας των κοινωνικών επαφών, και επομένως μπορεί να μειωθεί με την κοινωνική αποστασιοποίηση.

Τα  μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης επιβραδύνουν  τις λοιμώξεις και αποτρέπουν από νωρίς την εμφάνιση θανάτων, προσφέροντας χρόνο για την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού εμβολίου. Το επιστημονικό μοντέλο προβλέπει ότι μόλις επιτευχθεί η ενδημική κατάσταση, οι μαζικοί εμβολιασμοί μπορεί να καταστούν και μη απαραίτητοι.

Μια κρίσιμη πρόβλεψη είναι ότι η σοβαρότητα των αναδυόμενων CoVs όταν φτάσουν στην ενδημία εξαρτάται μόνο από τη σοβαρότητα της μόλυνσης στα παιδιά καθώς τα δεδομένα δείχνουν ότι πρόκειται για μία λοίμωξη με συχνή επανεμφάνισή της σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Επειδή σχεδόν όλοι έχουμε μολυνθεί από νεαρή ηλικία από τις τέσσερεις ενδημικές μορφές HCoV που κυκλοφορούν παγκοσμίως, δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε με σιγουριά το πόσο θα επηρεαζόταν ένα ηλικιωμένο ή  ευάλωτο άτομο, από μια πρωτογενή ή ακόμη και δευτερογενή εμφάνιση οποιουδήποτε από αυτούς τους ιούς.

Η ανάλυση των ασθενών με CoV-1 παρέχει την ευκαιρία να μετρηθεί η ανθεκτικότητα της ανοσοποιητικής μνήμης ελλείψει νέας έκθεσης στο ιό. Η μόνη μακροπρόθεσμη μελέτη που γνωρίζουμε έδειξε ότι τα αντισώματα του κορονοϊού μειώνονται γρηγορότερα σε σύγκριση με άλλους ιούς όπως ιλαρά, παρωτίτιδα και ευλογιά.

Τα ευρήματα δείχνουν ότι η παρακολούθηση των συμπτωμάτων ως εργαλείο για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού θα γίνει πιο δύσκολη, καθώς οι ήπιες μολύνσεις είναι αυτές που μεταδίδονται και περισσότερο. Επιπλέον, η μόλυνση ή ο εμβολιασμός μπορεί να προστατεύουν από τις ασθένειες, αλλά πιθανό είναι να μη παρέχουν τον τύπο ανοσίας εκείνον που θα εμποδίσει τη μετάδοση.

Εάν οι αρχικές λοιμώξεις των παιδιών είναι ήπιες (CoV-1 και CoV-2), ενδέχεται να μην απαιτείται συνεχής εμβολιασμός καθώς οι πρωτοπαθείς περιπτώσεις υποχωρούν στη παιδική ηλικία. Εάν, από την άλλη πλευρά, η πρωτογενής λοίμωξη εμφανίζεται πιο σοβαρή στα παιδιά (όπως για το MERS), τότε ο εμβολιασμός των παιδιών θα πρέπει να συνεχιστεί.

Μέχρι στιγμής, έχουν εμφανιστεί μόνο λίγα κρούσματα με CoV-2 αλλά η σοβαρότητα της νόσου ποικίλλει. Η μελέτη που έγινε για τις επαναμολύνσεις εκτιμά ένα χαμηλό ποσοστό επανεμφάνισης εντός των πρώτων έξι μηνών μετά την πρωτογενή λοίμωξη και ήπια ασθένεια κατά την επανεμφάνιση της. Όμως, η περαιτέρω ανάλυση και παρακολούθηση είναι σημαντική.

ΠΗΓΗ: science.sciencemag.org

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα