80s

Όταν ανέτειλε η Πρωτοχρονιά του 1980, η Θεσσαλονίκη ξύπνησε λίγο βαριεστηµένη, λίγο απορηµένη, λίγο αµήχανη µπροστά σε µια νέα δεκαετία που ερχόταν µε µια ιλιγγιώδη ταχύτητα για ν’ ανατρέψει όλα όσα είχαν «χτιστεί» σε µια µακρά περίοδο (δεν θα ήταν ψέµατα να λέγαµε, όλη τη µεταπολεµική περίοδο). Αυτή η σηµαδιακή δεκαετία έφερε πολλές ανατροπές στο […]

Parallaxi
80s-10791
Parallaxi
1.jpg

Όταν ανέτειλε η Πρωτοχρονιά του 1980, η Θεσσαλονίκη ξύπνησε λίγο βαριεστηµένη, λίγο απορηµένη, λίγο αµήχανη µπροστά σε µια νέα δεκαετία που ερχόταν µε µια ιλιγγιώδη ταχύτητα για ν’ ανατρέψει όλα όσα είχαν «χτιστεί» σε µια µακρά περίοδο (δεν θα ήταν ψέµατα να λέγαµε, όλη τη µεταπολεµική περίοδο). Αυτή η σηµαδιακή δεκαετία έφερε πολλές ανατροπές στο χάρτη της νυχτερινής διασκέδασης στην πόλη.

HMOYN KAI ΕΓΩ ΕΚΕΙ 80’s

ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ πως τα πρώτα µεταπολιτευτικά χρόνια, παρά την αναστάτωση και τη χειραφέτηση που αυτά είχαν φέρει στην κοινωνία, δεν είχαν αγγίξει παρά µόνο ένα µικρό κοµµάτι της,- αυτό της φοιτητικής κοινότητας. Κατά τα άλλα, η κοινωνία ζούσε εγκλωβισµένη µέσα στην συντηρητική κοινωνική ηθική της δικτατορίας και των στερεοτύπων που αυτή είχε παράγει. Ήταν λίγο πριν την αλλαγή της δεκαετίας, που οι µαθήτριες ακόµη φορούσαν ποδιές, οι καθηγητές στο σχολείο εξέταζαν το µήκος των µαλλιών των µαθητών και το εύρος της «καµπάνας» των παντελονιών τους, ενώ η αστυνοµία συχνά πυκνά εισέβαλε στις discotheque της πόλης, αναζητώντας νέους και νέες κάτω των δεκαοκτώ ετών.

Φύσα αγέρι… Ήταν µια άλλη εποχή, µια άλλη κοινωνία, µια άλλη Ελλάδα που έφευγε αγκοµαχώντας, αφήνοντας το χώρο ελεύθερο για να φυσήξει ο άνεµος µιας νέας εποχής. Οι φοιτητές ζούσαν στον παροξυσµό της έντονης πολιτικής δράσης και σύχναζαν σε ταβέρνες στα Κάστρα, όπως στη ∆όµνα ή σε «ρεµπετάδικα», όπως το Χάραµα στην περιοχή Παπάφη ή µπουάτ, όπως το Αχίλλειον στην οδό Αγίου ∆ηµητρίου ή τα ∆έκα Βήµατα στην Άµµο στη Φλέµινγκ…Τα ρεµπέτικα, η µουσική του Μίκη Θεοδωράκη και του ∆ιονύση Σαββόπουλου, αλλά και τα τραγούδια του αγώνα, τα αντάρτικα ήταν ψηλά στις προτιµήσεις του φοιτητικού κοινού. Κάποιες οµάδες πιο ψαγµένων νέων σύχναζαν στις πρώτες pub που είχαν αρχίσει δειλά-δειλά να κάνουν την εµφάνισή τους. Η πιο σηµαντική ήταν η pub Fox στη Μητροπολίτου Ιωσήφ, η Ανατολή στην Αµπελλού, του Γιώργου Ζήκα, (όπου σύχναζαν και µερικά από τα «Κουρέλια Τραγουδούν Ακόµη», όπως ο Κωνσταντίνος Τζούµας, ο Άλκης Παναγιωτίδης, η Ρίτα Μπενσουσάν), ο all time classic ∆ον Κιχώτης, το Santé του Γιώργου Καράογλου (Κίκης), το Lucky Look (όπου δούλευε ένας ταλαντούχος νέος που έµελε να σηµαδέψει την κοινωνική ζωή της πόλης, ο Νίκος Στεφανίδης), ενώ στο club Lara στην Πλατεία Αριστοτέλους, γκρουπάκια πειραµατίζονται στη ροκ µουσική (A Priori, Άσπρη Σφίγγα κ.λ.π.).

Κeep on dancing Από την άλλη µεριά, µια άλλη νεολαία διασκεδάζει στη disco Lavalbone, κάτω από το Ολύµπιον στην Πλατεία Αριστοτέλους, όπου ο αξέχαστος Βασίλης Παπαδόπουλος φιλοδοξεί να αναβιώσει την µετά τους σεισµούς «θανούσα» Pierro της Λασσάνη. Παράλληλα κάποιες σταθερές αξίες, όπως η discotheque Regine, στη Μ. Ιωσήφ, και το δίδυµο των Figaro και Griffyth’s στην Π.Π.Γερµανού ακολουθούν τους αισθητικούς κανόνες της εποχής. Οι teenagers αλλά και οι εικοσάρηδες πηγαίνουν πάντοτε καλοντυµένοι, φορώντας συνήθως κουστούµια τα αγόρια και exclusive φορέµατα τα κορίτσια. Το Φεβρουάριο του 1980, οι µαθητές αρχίζουν να µαζεύονται στην αναγεννηθείσα Pierro, στον υπόγειο χώρο πάνω από τον κινηµατογράφο Ιφιγένεια στην Πλατεία Αριστοτέλους, και δηµιουργούν ένα πρωτόγνωρο πιτσιρικαδίστικο στέκι, µια και παρόµοιο στο παρελθόν δεν είχε ποτέ υπάρξει! Παράλληλα τα µεσηµέρια και τα βράδια ο κόσµος συχνάζει στο Μικρό Καφέ στη Βογατσικού, το οποίο έχει εγγράψει δύο χρόνια επιτυχίας στο κοντέρ του. Την επόµενη χρονιά, η πρώτη κολοσσιαίων διαστάσεων discotheque γίνεται πραγµατικότητα στη Μ. Μπότσαρη και ακούει στο όνοµα Palladium. Ο χώρος θ’ αλλάξει πολλά ονόµατα σ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, αλλά θα αποτελέσει βασικό σηµείο αναφοράς και θα εκφράσει το σύνολο των αλλαγών που θα επιτελεσθούν στο χρονικό αυτό διάστηµα. Λίγο πιο κάτω ο παλιός κινηµατογράφος Κρόνος µετατρέπεται στην οµώνυµη discotheque, αλλά η ανατροπή του υπάρχοντος σκηνικού θα έρθει στο τέλος του 1981, όταν ο αείµνηστος Μπάµπης Ζουµπούλης (µάλλον ο πιο ταλαντούχος δηµιουργός club στη ζωή της πόλης) δηµιουργεί στη Μαυροκορδάτου το club Basement. Την εποχή εκείνη τα κέντρα κλείνουν υποχρεωτικά πριν τις δύο τη νύχτα και το Basement καταφέρνει κατά παράβαση των νόµων να παραµένει µέχρι το πρωί ανοιχτό µε happenings και events, που έρχονται από το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Μια ολόκληρη γενιά Θεσσαλονικέων θα «γαλουχηθεί» εκεί. Λίγο νωρίτερα ο εξίσου ταλαντούχος Γιάννης ∆αβίδ (που στη συνέχεια θα διαπρέψει µε τα Tango και Ειρηνικό στην Αθήνα) δηµιουργεί στη Μ. Ιωσήφ (στην παλιά Regine) το Tango, ενώ λίγο αργότερα ο Λάκης Ραπτάκης δηµιουργεί την disco 51 στην Προξένου Κοροµηλά. Ο χάρτης είναι σαφής: Lavalbone, Palladium, disco 51, Tango και Basement, διαµορφώνουν ένα πρώτο κύµα νυχτερινής διασκέδασης, ενώ τα δύο τελευταία ανατρέπουν τους κώδικες, εισάγοντας µια περισσότερο αιρετική διακόσµηση και αποµακρύνουν την πίστα, τα φωτορυθµικά και τα περιµετρικά καθίσµατα, βάζοντας περισσότερο ροκ µουσική, χαλαρώνουν τον κόσµο, ο οποίος δεν κουστουµάρεται πια για να βγει έξω και ντυµένος πιο casual µε µπλουτζίν, φούστες και µπουφάν πηγαίνει και διασκεδάζει πίνοντας όρθιος το ποτό του. Στην disco 51, οι δύο κουνιάδοι του Λάκη Ραπτική, Χρήστος και Λίνος ∆άπης, teenagers ακόµη, παίζουν µουσική και παίρνουν το βάπτισµα του πυρός στην επιχειρηµατική νυχτερινή ζωή. Ένα βράδυ της Αποκριάς του ’82, µια οµάδα νεαρών µασκαρεµένων που συχνάζει στην Προξένου Κοροµηλά (και µαζί τους µάλλον και κάποιοι αναρχικοί) κάνουν θερινό το Tango. Έτσι το Basement µένει µόνο του να αποτελέσει το πιο σηµαντικό στέκι στη νύχτα, µέχρι το καλοκαίρι του 1983, οπότε σφραγίζεται δια παντός από την αστυνοµία, έχοντας αποτελέσει τον προποµπό µιας νέας εποχής που ήδη έχει αρχίσει να επιβάλλεται.

All Time Classics Την εποχή που κλείνει το Basement φεύγει από τη ζωή ένας σπουδαίος θαµώνας του club, ο σχεδιαστής µόδας Σέρο Αµπραχαµιάν, µε µια ραγδαιότατη επιδείνωση της υγείας του, την οποία κανείς δεν µπορεί να ερµηνεύσει. ∆ύο χρόνια µετά, όταν θα γίνει η πρώτη κουβέντα για µια καινούρια ασθένεια που λέγεται Aids, όλοι θα καταλάβουν και θα είναι πια σίγουροι ότι η νέα εποχή εισέβαλλε από εκεί. Την περίοδο αυτή, τα µεσηµέρια ο κόσµος µετακινείται µια στο Μικρό Καφέ και µια στο Tequila των Γιάννη και Άρη ∆αυίδ στην Καρόλου Ντηλ. Παράλληλα ένα νεωτεριστικό bar – restaurant που βρίσκεται σε όροφο δηµιουργείται στο τέλος της Μητροπόλεως, προσελκύει τους Αθηναίους, ο Μανδραγόρας, ενώ λίγο πιο κάτω στην οδό Τσιρογιάννη, υπάρχει µια σπουδαία πιάτσα µε µπαράκια, όπου εκτός από το Ντορέ (το οποίο ζει ηµέρες δόξας κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Κινηµατογράφου), λειτουργεί το Flou που δηµιούργησε ο Γιώργος Ζήκας και παραχώρησε στο Φλόκα και τον Καρδαχάκη, ο Λωτός που λειτουργούν ο Αίµων και ο Αίγισθος, ενώ λίγο πιο κάτω λειτουργεί το Defacto που µαζεύει τον κόσµο από το Κρατικό Θέατρο. Στο bar εργάζεται ως σερβιτόρος ο Νίκος Σεργιανόπουλος, ενώ λίγο πιο κάτω στο Santé σερβίρει η Θέµις Μπαζάκα. Η disco φεύγει και το Palladium µε τον Μπάµπη Ζουµπούλη, τον Πέτρο Μουρατίδη και τον Σάκη Μπέρδο µετατρέπεται το Σεπτέµβριο του 1983 σε Convoy και την επόµενη χρονιά σε Container και επί διετία κυριαρχεί σε όλο το φάσµα της διασκέδασης. Το αντίπαλο δέος θα εµφανιστεί την άνοιξη του 1984, στην οδό Ανθέων, από µια οµάδα πρώην συνεργατών των αδελφών Ζαµπούλη (Θάνος Παππάς, Κώστας Βουλγαρίδης, Σπύρος Παγώνης κ.ά.), µε το όνοµα Housemobil. Το διακοσµεί ένα ταλαντούχο ζευγάρι αρχιτεκτόνων, ο Άκης Ταλιαδώρος και η Ράνια Σταµατάκη. Το φθινόπωρο του 1984, ένας σπουδαίος bon – viveur, ο ∆ηµήτρης Νούλης, σε συνεργασία µε τους αδελφούς Κώστα και ∆ηµήτρη Αθυρίδη δηµιουργούν το πιο σηµαντικό bar των eighties το Belair, το οποίο ήταν και παραµένει ακόµη και σήµερα σηµαντικό σηµείο αναφοράς στη νυχτερινή διασκέδαση.

Eίµαι ό,τι ακούω Τα µέσα της δεκαετίας βρίσκουν την πόλη να ακούει Dire Straights και “Money for nothing” λίγο πριν ανατείλει το 1986, δίπλα στο εστιατόριο Tiffany’s (εκεί που κάποτε, στη δεκαετία του 70, στεγαζόταν η οµώνυµη ντίσκο), ο Μπάµπης Ζουµπούλης φεύγοντας από το Container αναβιώνει το Basement των early eighties. Ένα τεράστιο ρεύµα θαµώνων µετακινείται από Belair προς το Basement (µια και το δεύτερο λειτουργεί σαν after του πρώτου), ενώ τα Housemobil και Lavalbone αποτελούν τις εναλλακτικές λύσεις σε πιο new wave στυλ το πρώτο και πιο κυριλέ το δεύτερο. Το Basement, όµως, ζει µόνο για µερικούς µήνες, ως τα µέσα του ’86. Στην Ανατολική Θεσσαλονίκη αναβιώνουν οι εποχές των µεγάλων ντίσκο στην αχανή L’ Apogee, ενώ στην παλαιά παραλία οι αδελφοί Λίνος και Χρήστος ∆άπης πραγµατοποιούν την πρώτη επιχειρηµατική τους κίνηση δηµιουργώντας σ΄έναν όροφο το Εν Πλω, που γρήγορα γίνεται σηµείο συναντήσεων. Εκτός κέντρου, στη Βασιλίσσης Όλγας, οι αδελφοί Χρήστος και Φώτης Παπαγιάγκου δηµιουργούν ένα όµορφο µπαράκι, το Ipanema. Μετά το καλοκαίρι η πόλη συνταράσσεται από τις δονήσεις ενός πρωτόγνωρου φαινοµένου. Η 2η Biennale πραγµατοποιείται στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ενώ ένα τεράστιο ακαθόριστο νεανικό δυναµικό ξεχύνεται στους δρόµους της πόλης. Την ίδια εποχή στην περιοχή της Αγίας Τριάδας ο Νίκος Στεφανίδης δηµιουργεί το Παραρλάµα. Εκεί γκρουπάκια της πόλης παίζουν blues – jazz κ.λ.π. και ένα άλλο κοινό εµπλουτίζει τις παραστάσεις του, οι οποίες ταυτίζονται απολύτως µε το κύµα της νέας εποχής που γεννά η Biennale. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς µια παρέα φίλων µε πρωτεργάτη το ∆ηµήτρη Φίστα διαπιστώνει το κενό στη διασκέδαση στο κοµµάτι της ελληνικής µουσικής. Το 1987 βρίσκει την πόλη να ακούει από το στόµα του Παύλου Τερκενλή ελληνικά τραγούδια στη µπουάτ που δηµιουργείται. Το όνοµα αυτής Ακρόαµα και µέλλει να σφραγίσει όλη την προσεχή δεκαετία µε τους ήχους που συνδυάζονται µε την επική πορεία της οµάδας µπάσκετ του ΑΡΗ. Η επιτυχηµένη πορεία του Bel air κεντρίζει τον αξέχαστο Ηλία Αντωνιάδη, που µαζί µε τον αδελφό του Χάρη ανακαινίζουν το γειτονικό Αχίλλειον δηµιουργώντας τη βάση της νυχτερινής διασκέδασης στην αρχή της Βογατσικού. Από την άλλη µεριά, ο Μπάµπης Ζουµπούλης σε συνεργασία µε την οµάδα του Housemobil, συνενώνουν τις δυνάµεις τους στο νεοκλασικό της Ανθέων και δηµιουργούν το Basemobil. Έτσι τα δροµολόγια διαµορφώνονται µέχρι το τέλος των eighties κάπως έτσι: Αχίλλειον – Ακρόαµα, Belair – Basemobil. Ήχοι από το Ακρόαµα ακούγονται σε όλη την Ελλάδα και το τραγούδι «Με τον Γκάλη, το Γιαννάκη, το Φιλίππου και τ΄άλλα παιδιά…» συντίθεται και τραγουδιέται εκεί για πρώτη φορά και συνοδεύει το θρίαµβο της Εθνικής στο Eurobasket του 1987. Την ίδια εποχή ο Σάκης Μπέρδος στο χώρο του παλιού Container δηµιουργεί την Πρόζα µε ελληνική µουσική, ενώ στην Αγίου ∆ηµητρίου το Αβαντάζ γίνεται ο έτερος πόλος στο ελαφρύ λαϊκό ρεπερτόριο και εκεί µια νεαρή Καβαλιώτισσα µε το όνοµα ∆έσποινα Βανδή τραγουδάει τα πρώτα της τραγούδια. Μ΄αυτήν τη χαρτογράφηση το 1988 βρίσκει την πόλη να χορεύει είτε rock ‘n’ roll είτε τα πρώτα τσιφτετέλια στα τραπέζια. Κάπως έτσι σιγά σιγά η δεκαετία βαδίζει προς τη δύση της. Τη σφραγίδα πια τη βάζουν οι αδελφοί ∆άπη µε τη δηµιουργία του Bandiera, στο νεοκλασικό της Βασιλέως Γεωργίου κα το Yuri’s στο νεοκλασικό της Παύλου Μελά. Το ελληνικό ρεπερτόριο κερδίζει έδαφος µε τη δηµιουργία του Chorus Live από το Σταύρο Μαρτινίδη, όπου τραγουδά η Άλκηστις Πρωτοψάλτη µε µεγάλο σουξέ. Κι έτσι φεύγει το ’89 και µαζί του σβήνει µια δεκαετία όπου οι µουσικές των Simple Minds, των Dire Straights, των Cure και του Bruce Springsteen παραχωρούν τη θέση τους σ΄αυτές του Βασίλη Καρρά, του Πασχάλη Τερζή και του Ζαφείρη Μελά, ενώ στο βάθος σκάνε µύτη ο Αντώνης Ρέµος, η Νατάσα Θεοδωρίδου, ο ∆ηµήτρης Χρυσοχοϊδης και άλλα καλά παιδιά. Ένας θαυµαστός καινούριος κόσµος ανατέλλει.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα