Άντολφ Μουσγκ: «Σήμερα όλα είναι αγορά»

Τη χειραψία της γνωριμίας διαδέχτηκε η απρόσμενη ερώτηση αν θα ήθελα να κάνουμε τη συνέντευξη στα αρχαία ελληνικά. Είναι τέτοια η καλλιέργειά του και η αγάπη του για την αρχαία Ελλάδα που μάλλον θα μπορούσε πράγματι να ανταποκριθεί σε ενδεχόμενη θετική μου απάντηση. Μιλήσαμε τελικά στα Γερμανικά, τη γλώσσα που χρησιμοποιεί στη γενέτειρα και τόπο […]

Μιχάλης Γουδής
άντολφ-μουσγκ-σήμερα-όλα-είναι-αγορά-21622
Μιχάλης Γουδής
1.jpg

Τη χειραψία της γνωριμίας διαδέχτηκε η απρόσμενη ερώτηση αν θα ήθελα να κάνουμε τη συνέντευξη στα αρχαία ελληνικά. Είναι τέτοια η καλλιέργειά του και η αγάπη του για την αρχαία Ελλάδα που μάλλον θα μπορούσε πράγματι να ανταποκριθεί σε ενδεχόμενη θετική μου απάντηση. Μιλήσαμε τελικά στα Γερμανικά, τη γλώσσα που χρησιμοποιεί στη γενέτειρα και τόπο διαμονής του στη Ζυρίχη.

Κάτοχος του κορυφαίου γερμανικού λογοτεχνικού βραβείου «Γκέοργκ Μπύχνερ» (1994) ο Άντολφ Μουσγκ είναι ένας από τους τελευταίους Ευρωπαίους διανοούμενους. Μέλος και για μικρό διάστημα πρόεδρος της φημισμένης Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου. Συγγραφέας και ακαδημαϊκός στην Ελβετία, στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία, αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στη διδασκαλία της γερμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Ένας άνθρωπος με σπάνια εμπειρία ζωής και με χαρακτηριστικό το θάρρος της γνώμης του που ξεχωρίζει με το μαχητικό του λόγο στην ίσως πιο μετριοπαθή χώρα της γηραιάς ηπείρου. Λογίζεται ως ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα των σπουδαίων εκπροσώπων της γερμανόφωνης ελβετικής λογοτεχνίας μετά τους Μαξ Φρις και Φρίντριχ Ντίρενματ. Τι κι αν ο ίδιος προκαλούσε την επαφή του με τη χώρα μας, χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 40 χρόνια από την κυκλοφορία του κορυφαίου έργου «Το Κίνητρο του Άλμπισερ» για να εκδοθεί στα ελληνικά.

Ευρωπαϊκή κρίση, Άγκελα Μέρκελ, μετανάστευση, Ελλάδα, πολιτισμός, Ελβετία… Μπορεί ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1974 και τιμήθηκε με το βραβείο Έρμαν Έσε να δώσει αφορμή για μία συζήτηση με τα παραπάνω θέματα;

Αυτό δεν μπορώ να το κρίνω εγώ, αυτό καλείται να το κρίνει καταρχάς το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Απλά, νομίζω πως η ιστορία μπορεί να μην επαναλαμβάνεται, όμως επιστρέφει ελλειπτικά και περνά από σημεία του παρελθόντος. Κοινό σημείο αναφοράς είναι οι νέοι άνθρωποι, οι οποίοι στην εποχή που έγραφα το βιβλίο, στην εποχή που ακολούθησε το Μάη του ’68, προσπάθησαν να αποσυρθούν από το σύστημα. Σήμερα, όμως, εν μέσω της κρίσης οι νέοι προσπαθούν να γίνουν κομμάτι του συστήματος για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Βέβαια, το σύστημα είναι σήμερα αρκετά αντιπαθές και πολύ λιγότερο αξιόπιστο σε σχέση με το παρελθόν. Οι νέοι τότε είχαν την τύχη, το πλεονέκτημα αλλά και τη δυσκολία να διαθέτουν ένα θεωρητικό υπόβαθρο για τη στάση τους απέναντι στο σύστημα. Το βιβλίο εκτυλίσσεται στη μέση του Ψυχρού Πολέμου και τότε οι νέοι άνθρωποι που εγκατέλειψαν ένα σύστημα κατατάχθηκαν αμέσως στους εχθρούς και στις τάξεις του αντιπάλου, κομμουνιστών, αναρχικών ή ό,τι άλλο. Η Παγκοσμιοποίηση σηματοδότησε το τέλος Ψυχρού Πολέμου. Στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν έχει συντελεστεί ακόμη η ψηφιακή επάνασταση. Μιλάμε για δύο νεαρούς άνδρες, τον Άλμπισερ, έναν μικροαστό, ο οποίος αν και θέλει, δεν μπορεί να φανεί αλληλέγγυος στους επαναστάτες νέους της εποχής. Η έτερη πρωταγωνιστική φιγούρα, ο Τσερούτ είναι ουσιαστικά ο Άλλος, ο Ξένος, δεν είναι ούτε κομμουνιστής ούτε αναρχικός ούτε ιδεολόγος. Είναι ένα παράδειγμα αυτού που δεν μπορεί να ενταχθεί σε κανένα σύστημα. Δυστυχώς, αυτό το θέμα παραμένει επίκαιρο. Η Ελβετία, η Ελλάδα και όλος ο κόσμος είναι γεμάτος από Vaganten και Asylanten, δηλαδή από ανθρώπους που αναζητούν άσυλο και από πλανόδιους.

Η μετανάστευση αποτελεί θεμελιώδες θέμα του βιβλίου, ενώ βρίσκεται μονίμως και στην ατζέντα της Ε.Ε. χωρίς ωστόσο να δίνεται λύση στο πρόβλημα. Ουσιαστικά έχουμε μετακίνηση δυστυχίας από χώρα σε χώρα. Τι φταίει γι’ αυτό;

Σήμερα όλα είναι αγορά, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής. Οι περισσότεροι δημοκράτες πολιτικοί έχουν την αγωνία της επανεκλογής κάθε τέσσερα χρόνια. Ή για να το θέσω διαφορετικά, είχαμε μία οικονομικοποίηση όλων των πτυχών της ζωής μας, από την υγεία μέχρι τις τέχνες. Παλαιότερα θεωρούσα πως αυτή η σύνδεση οικονομίας και πολιτικής ήταν τυπικό γνώρισμα μόνο της Ελβετίας, γιατί πρόκειται για μία φαινομενικά ουδέτερη χώρα, όπως την αντιλαμβάνονται στο εξωτερικό, όμως αναφορικά με την οικονομική της πολιτική δεν υπήρξε ποτέ ουδέτερη. Προς τα έξω τηρούμε μία ουδετερότητα και συνάπτουμε οικονομικές σχέσεις με όλους, όμως στο εσωτερικό δε μας ενδιαφέρει από πού προέρχονται τα χρήματα, ακόμη κι αν έχουμε να κάνουμε με απατεώνες. Κάτι αντίστοιχο μπορεί να παρατήρησει κανείς και σε μία άλλη χώρα που έχει σημαδέψει τη ζωή μου, στην Ιαπωνία. Εκεί μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα διαφάνηκε πως όλα περιστρέφονταν αποκλειστικά γύρω από τα οικονομικά συμφέροντα. Έτσι, τώρα που επιβάλλεται να τεθούν διαφορετικές προτεραιότητες, δεν υπάρχει το κατάλληλο προσωπικό για να τις εξυπηρετήσει.

Και μέσα σ’ όλα αυτά η Ελβετία φαντάζει σαν ένα παράλληλο σύμπαν. Είναι έτσι ή μήπως αυτός είναι ένας μύθος που έχουμε πλάσει εδώ στην Ελλάδα;

Φυσικά, ακριβώς έτσι είναι τα πράγματα. Και στο υποσυνείδητο των περισσότερων Ελβετών υπάρχει ο εχθρικός έξω κόσμος και ο εσωτερικός κόσμος της τάξης και της ευημερίας. Φυσικά, δεν μπορώ να ασκήσω κριτική για την κατάσταση στο εσωτερικό, την οποία εν πολλοίς πρέπει να πιστώσει κανείς στη δομή του πολιτικού συστήματος που τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο βρίσκεται κοντά στους πολίτες. Από την άλλη η Ελβετία είναι υπερήφανη και για τις παγκόσμιες διασυνδέσεις. Αυτό φυσικά οφείλεται κατά κύριο λόγο στο χρηματοπιστωτικό τομέα, που αποτελεί τη βασική πηγή εσόδων. Η Ελβετία ήταν το 1850 ένα φτωχό κράτος της Ευρώπης, όμως 100 χρόνια αργότερα, το 1950, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε ένα από τα πλουσιότερα… Πώς αλλιώς;

Πώς κρίνετε την κατάσταση στην Ευρώπη; Γιατί έχει αποτύχει το ευρωπαϊκό όραμα σήμερα;

Επειδή είπα αρκετά αρνητικά για τη χώρα μου, ας πω και κάτι θετικό. Η Ελβετία είχε μία παρόμοια εξέλιξη με την Ευρώπη. Το 18ο αιώνα δεν υπήρχε Ελβετία, υπήρχαν πολλά μικρά κρατίδια, τα οποία ενώθηκαν σε ένα έθνος μετά την κατάληψη τους από το στρατό το Ναπολέοντα. Αυτό που είναι ίσως το πιο σημαντικό για τη σύγχρονη Ελβετία, μετά το 1848 και που μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστατο ιδεολογίας είναι το σπουδαίο θεατρικό έργο του Φρήντριχ Σίλερ «Γουλιέλμος Τέλλος». Αυτό το έργο ένωσε πολύ διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές ομάδες ανεξάρτητα πώς το αντιλαμβάνονταν. Χωρίς υπερβολή. Βέβαια, οπωσδήποτε υπήρχαν και τα οικονομικά συμφέροντα, πάντα υπάρχουν. Αντίστοιχα στην Ευρώπη δεν υπήρξε μία πραγματική ευρωπαϊκή ιδέα που να μη συνδέεται μόνο με τα χρήματα που καταλήγουν στις τσέπες ορισμένων. Έχω μία γνωριμία με τον Χέλμουτ Σμιτ, ο οποίος υπήρξε από τους θεμελιωτές της Ευρωζώνης μαζί με τον Ζισκάρ Ντ’ Εστέν και τον Ζακ Ντελόρ. Οι οραματιστές αυτοί πίστεψαν ότι μία νομισματική ένωση μπορεί να συμπαρασύρει την οικονομική και πολιτιστική ενοποίηση. Όμως παρέλειψαν καίριες στρατηγικές κινήσεις που απαιτούνταν ως προϋποθέσεις για όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή κοινή οικονομική πολιτική και μία αντίληψη της ευρωπαϊκής κουλτούρας και των συνιστωσών της. Μία αντίληψη πραγματικής κοινότητας. Αν προϋπήρχαν αυτά, τότε η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας θα ήταν αδιανόητη.

Ευθύνεται και το πολιτικό προσωπικό που ηγείται σήμερα της Ευρώπης;

Ναι, αυτό είναι κάτι ακόμη που ήθελα να σημειώσω. Η σύσταση του σύγχρονου ελληνικού κράτους παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με τη σύσταση της Ευρώπης. Για παράδειγμα, οι Φιλέλληνες που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή δε γνώριζαν τη μοντέρνα Ελλάδα. Όμως προσέφεραν την απαραίτητη βάση νομιμοποίησης, πάνω στην οποία χτίστηκε το ελληνικό κράτος. Επομένως, το ελληνικό εθνικό συναίσθημα είναι και αποτελέσμα εξωτερικής αγάπης που εισέπραξε ο λαός αυτός. Και φυσικά, ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός είναι σημαντικό κομμάτι της ευρωπαϊκής κουλτούρας και σκέψης. Αυτό σήμερα λείπει πολύ… Θεωρώ τραγελαφικό πως μία κυρία σαν την Άγκελα Μέρκελ, την οποία σέβομαι βέβαια ως πολιτικό πρόσωπο, ηγείται της Ευρώπης. Όμως στα γονίδιά της ως Ανατολικογερμανίδας, ως προτεστάντισσας, ως φυσικού επιστήμονα απουσιάζει η κλασική παιδεία. Τώρα μαθαίνει αρκετά…

Έχετε ζήσει στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία. Τι κουβαλάτε από καθεμιά από αυτές τις περιόδους, από καθεμιά από αυτές τις διαφορετικές κουλτούρες;

Ο μοναδικός τόπος, όπου μπορώ να αλλάξω τον κόσμο, είναι μέσα μου, μέσα στον ίδιο μου τον εαυτό. Και αυτό δεν είναι μία θρησκευτική θεωρία ή κάτι ηθικοπλαστικό. Πιστεύω πως ο κάθε άνθρωπος έχει την υποχρέωση να επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή αξιοπρέπεια και εντιμότητα. Και το πρότυπο γι’ αυτό προέρχεται από τα ελληνικά έργα, συγκεκριμένα από τον Οιδίποδα που είναι και αθώος και φταίχτης, γεμάτος περιέργεια να ανακαλύψει δεινά πράγματα για τον ίδιο. Έχει λύσει το αίνιγμα της σφίγγας, τον άνθρωπο, αλλά ποιος είναι ο άνθρωπος τελικά; Από εκεί ξεκινούν όλα. Και κατά την άποψή μου κανένας πολιτισμός δεν αναζήτησε με πιο βαθύ και συναρπαστικό τρόπο απαντήσεις στο ερώτημα αυτό απ’ ό,τι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Κάθε αρχαίο ελληνικό δράμα είναι ένα ακραίο πείραμα με την ανθρώπινη ύπαρξη. Το πιο φοβερό είναι ότι τις τραγωδίες που παρουσίαζαν τους Θεούς σαν κάτι τρομακτικό ακολουθούσαν κωμωδίες, όπου σατιρίζονταν οι Θεοί από τους ίδιους ανθρώπους. Αυτή η φοβερή αμφιθυμία αποτυπώνει τη μοναδική ευφυία του ελληνικού πολιτισμού και βρίσκεται στον πυρήνα των πραγμάτων, προετοίμασε το έδαφος για όλους τους υπόλοιπους πολιτισμούς.

Αυτή είναι και η δική σας φιλοσοφία στη συγγραφή;

Αναπόφευκτα. Κοιτάξτε, η θρησκεία, ο Χριστιανισμός, πόσο μάλλον εμείς που μεταρρυθμιστήκαμε κιόλας, στηρίζεται σε ζεύγη αντιθέσεων: το καλό και το κακό, το άσπρο και το μαύρο… Ακόμη και στην ψηφιακή εποχή έχουμε το μηδέν και το ένα… Όμως η ποίηση και η λογοτεχνία είναι το αντίθετο, πρέπει να συμβαδίζει με την αμφιθυμία. Πρέπει να αναφέρω μία ωραία φράση του Νιλς Μπορ, ο οποίος στο πλαίσιο της θεωρίας των σωματιδίων έλεγε ότι: «Τις αληθινές προτάσεις τις αναγνωρίζει κανείς μόνο όταν ισχύει εξίσου και η αντίθετη εκδοχή τους».

Το «Κίνητρο του Άλμπισερ» μπορεί να θεωρηθεί ψυχολογική μελέτη, κοινωνικό σχόλιο, μυθιστόρημα… Ποιο ήταν το δικό σας κίνητρο για να γράψετε αυτό το βιβλίο;

Αυτό δεν το ήξερα ούτε εγώ στην αρχή. Συγγραφή σημαίνει να εκπλήσσεις ακόμη και τον ίδιο σου τον εαυτό. Εξάλλου, για μένα ένα βιβλίο γίνεται πραγματικά ενδιαφέρον όταν δεν πετυχαίνει το πλάνο που έχω καταστρώσει εξαρχής και όταν οι χαρακτήρες μου αρχίζουν να αναπτύσσονται αυτόνομα. Ως ένα βαθμό, κατά ένα κομμάτι του εαυτού μου, είμαι οι χαρακτήρες μου. Τέτοιες σχέσεις αναπτύσσει κανείς μόνο με τα παιδιά του και με τους χαρακτήρες των έργων του. Γράφοντας κάνεις διάφορες ανακαλύψεις ή… μπορεί και να συγκαλύψεις κάποια πράγματα. Άλλωστε, οι πραγματικά καλές ερωτήσεις δεν οδηγούν σε οριστικές απαντήσεις, αλλά γεννούν ακόμη μεγαλύτερα ερωτήματα.

*To βιβλίο “Το Κίνητρο του Άλμπισερ» κυκλοφορεί στις εκδόσεις Δρεπανιά και η ιστορία του αφορά σε έναν εμιγκρέ με σκοτεινό παρελθόν και αμφίβολη ταυτότητα, τον Τσέρουτ, που αναλαμβάνει την ψυχοθεραπεία του ψυχαναγκαστικού και βασανιζόμενου από εμμονές Άλμπισερ. Το αποτέλεσμα: ο Άλμπισερ στη φυλακή για απόπειρα φόνου να τηρεί σιγή ιχθύος και ο Τσέρουτ, το θύμα, να χαροπαλεύει στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Ποιο ήταν το κίνητρο του Άλμπισερ;

** Φωτογραφία: Atsuko Muschg.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα